Σάββατο 30 Ιουλίου 2016


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ - ΤΙ ΘΕΛΩ - GEORGIOS DROSINIS - WHAT I WANT


"ΗΡΘΕ Η ΧΑΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΛΑΣΑΝ Τ ΑΧΕΙΛΗ ΜΟΥ" Η ΗΜΕΡΑΜΟΥ ΣΗΜΕΡ ΗΤΑΝ ΑΦΙΕΡΟΜΕΝΗ ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΧΑΜΕ ΝΑΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑΚΑΝΟΥΜΕ ΠΟΛΛΑ ΠΡΟΓΡΑΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ  ΤΟ ΠΡΩΣΟΠΑΚΙ ΤΟΥ ΦΑΝΕΡΟΝΕ ΤΗ ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΚΙ ΕΓΩ??ΓΕΛΑΣ ΓΕΛΟΥΝ ΤΑ ΡΟΔΑ ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΟΙ ΜΥΛΙΕΣ ΑΝΘΟΥΝ ΚΑΙ ΛΟΥΔΙΖΟΥΝ ΟΙ ΚΥΤΡΟΛΑΜΟΝΙΕΣ  ΕΤΣΙ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ ΚΑΙ ΜΕΝΑ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΚΙΤΑΖΕ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΡΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΤΟ ΓΙΑΤΙ!!!!! ΚΑΛΟΣΩΡΙΣΕΣ ΧΑΡΑ ΜΟΥ ΚΑΛΟΙ ΜΟΥΦΙΛΟΙ ΣΑΣ ΚΑΛΗΣΠΕΡΙΖΩ ΚΑΙ ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΧΕΣ










'ΚΛΟΟΥΝ' 01 - Αιγαιοπελαγίτικο


 

Στην κατασκήνωση
Στην κατασκήνωση στις εκδρομές παιδιά,
στου στρατοπέδου γύρω-γύρω την φωτιά,
μακριά απ’ την πόλη και επάνω στα βουνά,
τραγουδαμε με χαρά.
Να η ζωή που δεν την νοιώθει,
όποιος δεν έζησε μαζί μας,
όποιος δεν είδε την ζωή μας,
πάνω στα ψηλά βουνά.
Πάλι θα φύγουμε να πάμε μακριά,
΄κει που δεν βρίσκεται ανθρώπου πατησιά,
στ’ άγρι’ Ολύμπου και στης Οίτης τις κορφές,
στα λαγκάδια, στις πλαγιές.
Να η ζωή που δεν την νοιώθει,
όποιος δεν έζησε μαζί μας,
όποιος δεν είδε την ζωή μας,
πάνω στα ψηλά βουνά.
Τον ήλιο έχω στην καρδιά
Τον ήλιο έχω στην καρδιά,
το γέλιο στα χείλη,
την ζεστασιά μεσ’στην ψυχή,
στο στήθος τριφύλλι.
Στον κόσμο όλους ν’αγαπώ
σκοπός μου έχει γίνει
και πάντοτε να προσπαθώ
να ζήσει η Ειρήνη.
Την φύση κι αν πληγωσανε
σε όλο τον κόσμο
θα κάνω να μοσχοβολά
θυμάρι και δυόσμο.
Ο ύμνος των προσκόπων
Με καρδιά από τόλμη γεμάτη,
με ματιά σαν αστράφτει γοργή,
το καθήκον ο πρόσκοπος πράττει,
όπου χρέος εμπρός τον καλεί.
Με θυσία προτείνει τα στήθια,
για να δώσει στους άλλους βοήθεια,
λεβεντιά, αγαθότης κι αλήθεια,
του προσκόπου είναι η μόνη ζωή.
Υψηλόφρων γενναίος ιππότης,
στην τιμήν υπόσχεται αυτός,
κι είναι ο λόγος πάντα θεότης,
και στον νόμο του μένει πιστός.
Ένα άριστο σύνθημα έχει,
Έσο Έτοιμος – τούτο προσέχει,
στους αγώνες ακούραστος τρέχει,
είναι εύθυμος πάντα φαιδρος.
Περπατά και βροντά, όρη-δάση περνά,
και το βήμα ταχύ μεσ’ στους κάμπους ηχεί,
λεβεντιά, αγαθότης κι αλήθεια,
του προσκόπου είν’ η μόνη ζωή.
Το μαντήλι του ουρανού
Ιδρώτας στα μάτια κι ο δρόμος μακρύς
σκληρή η ανηφόρα, μα κάπου θα βγεις
διαβάζεις το χάρτη, τον ξέρεις καλά
κι αν ο ήλιος καίει, θα ‘ρθει η ακρογιαλιά.
Αν φοράς το μαντήλι, που φοράει ο ουρανός
τότε πρέπει στα μάτια το ίδιο να ‘χεις φως (2)
Το κρέας ροδίζει στη θράκα αργά
το κύμα χαϊδεύει την άμμο γλυκά
τα ξύλα καμένα, καφές στη φωτιά
το βλέμμα χαμένο μέσ’ την ξαστεριά.
Αν φοράς το μαντήλι, που φοράει ο ουρανός
τότε πρέπει στα μάτια το ίδιο να ‘χεις φως (2)
Τους φίλους σου νοιώθεις, σε νοιώθουν κι αυτοί
την ίδια έχετ’ όλοι στο σώμα ψυχή
η μέρα χαράζει, μαζί τους ξυπνάς
τον σάκο στον ώμο, γι’ αλλού ξεκινάς.
Αν φοράς το μαντήλι, που φοράει ο ουρανός
τότε πρέπει στα μάτια το ίδιο να ‘χεις φως (2)
Αν ένα παιδί
Αν ένα παιδί
τύχει να σου πει
πως λυκόπουλο είναι
να μην γελαστείς
γιατί ψέμματα
πάντα θα σου πει,
αν δεν το ιδείς φαιδρό.
Γιατί πάντα ένα λυκάκι
δεν θυμώνει – δεν δακρύζει
κι αν ενα κακό
πάθει μιά φορά
εύθυμο ευθύς σφυρά.
Γιάτι πάντα ένα λυκάκι
δεν θυμώνει – δεν δακρύζει
κι αν ενα κακό
πάθει μιά φορά
εύθυμο ευθύς γελά.
Στα ξάρτια ψηλά
Στα ξάρτια ψηλά
στους φάρους και μεσ’ στα κανάλια
παντού τριγυρνά
ο ναύτης παντοτινά
Σαν τον γλάρο μας καμαρωμένος
και πατώντας σκοινί το σκοινί
τα πανιά του λύνει ανδρειωμένος
γρήγορος σαν την αστραπή
Στα ξάρτια ψηλά . . .
Και παντού και πάντα ταξιδεύει
με βοριάδες – τρικυμίες στ’ ανοιχτά
μέρα-νύχτα όλο κινδυνεύει
στο τιμόνι του ξαγρυπνά
Στα ξάρτια ψηλά . . .
Θυμίσου όπου πας
Θυμίσου όπου πας
στιγμές χαράς
στιγμές χαράς μαζί με’μας
στον κύκλο της πυράς.
Τα πουλιά τραγουδούν μαζί μας,
παίζουν τ’ άστρα με το φως,
την πρώινή την πρόσευχή μας
χαιρόταν κι ο Θεός.
Θυμίσου όπου πας στιγμές χαράς . . .
Χρυσαφένιες ηλιακτίδες
σε γαλάζιους ουρανούς
για ’μας της φύσης οι σελίδες
σε τόνους γιορτινούς.
Θυμίσου όπου πας στιγμές χαράς . . .
Περιπέτειες ωραίες,
αναμνήσεις ζωηρές,
ονείρου σκιές, φιλίες νέες
αγνές-χρυσές-γερές.
Θυμίσου όπου πας στιγμές χαράς