Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η Άµαξος του χτες και του σήµερα
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 6
Γενική περιγραφή
Η Άµαξος είναι µια αγροτική περιφέρεια του ∆ήµου Πλωµαρίου Λέσβου περίπου στο
έννατο µε δέκατο χιλιόµετρο του εθνικού δρόµου Πλωµαρίου-Ακρασίου, λίγο πιο πέρα
από τον «Καλόγερο» και λίγο πιο πριν «απ τ Λουβιάρ του Πεύκου», κοντά στη
διασταύρωση του εθνικού δρόµου προς το Παλαιοχώριον. Είναι ακριβώς ένα µέρος της
λαγκαδιάς που ανδρώνεται µε παραχειµάρους και ρυάκια που ξεκινούν από τη «Βέρση»,
«τα Φλίππια» και το Μεγαλοχώρι και καταλήγει στη Μελίντα. Η ίδια λαγκαδιά αµέσως
µετά την Άµαξο παίρνει το όνοµα «Κάτω Άµαξος» για να συνεχίσει δίπλα από το
Παλαιοχώρι και να καταλήξει στη θάλασσα της Μελίντας όπου και θα εναποθέσει τη
πρώτη ύλη που θα την σµιλεύσει µε υποµονή το Αιγαιπελαγίτικο κύµα και στη συνέχεια
θα την παραδώσει στην παραλία της σαν πολύχρωµο, λείο και λαµπερό χαλικάκι για να
την στολίσει για µια ακόµη φορά και να επουλώσει τις πληγές της από τυχόν παράνοµες
αµµοληψίες ...
Από το πανηγύρι του Άη-Στάθη στην Άµαξο.
Πλησιάζοντας µε το αυτοκίνητο στην Άµαξο, αντικρύζεις από µακριά το εκκλησσάκι του
Αγίου Ευσταθίου, τον «Άγιο Στάθη», να δεσπόζει απ την απέναντι πλευρά της
λαγκαδιάς που είναι σε απόσταση µικρότερη από τα εκατό (100) µέτρα από το µέρος
όπου ήταν παληότερα το καφενεδάκι της Άµαξος. Το εκκλησάκι αυτό είναι αφιερωµένο
και στη χάρη των Παµµεγίστων Ταξιαρχών, Μιχαήλ και Γαβριήλ, και οι παληότεροι το
θυµούνται σαν το εκκλησάκι των Ταξιαρχών. Το εκκλησάκι όµως αυτό ήταν πολύ
ερειπωµένο και ετοιµόρροπο. Γι αυτό, γύρω στα 1957-8, οι παραθερίζοντες στην Άµαξο
(µε πρωτεργάτες τον Ιωάννη Λούπο, πρώην πρόεδρο της κοινότητας Παλαιοχωρίου, τον
πατέρα µου, τον Μανώλη Πιτσιλαδή, τον Γιάννη Τραγάκη, τους αδελφούς Κουτλή και
άλλους1) αποφάσισαν να το ξανακτίσουν εκ θεµελείων. Σ αυτό συνέβαλε αποφασιστικά
η γενναία δωρεά και οικονοµική ενίσχυση από τον Ελληνοαµερικανό Ιωάννη Βαρτή2.
Συγχρόνως όµως σκέφτηκαν ότι θάταν καλό να επισφραγίζουν την παραθεριστική τους
1 Ζητώ συγνώµην για παραλείψεις ονοµάτων. Με ευχαρίστηση θα δεχόµουν στοιχεία που διαφεύγουν και
της γνώσης και της µνήµης µου.
2 ∆υστυχώς δεν γνωρίζω περισσότερα για το µέγεθος της δωρεάς του Ι.Βαρτή.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 7
περίοδο µε ένα πανηγύρι ευχαριστίας και ευχής στο Θεό για το «και του χρόνου».
∆ιάλεξαν, λοιπόν, να γιορτάζουν το εκκλησάκι στο τέλος της περιόδου της «εξοχής»
των, που συνέπιπτε για τους περισσότερους µε το άνοιγµα των δηµοτικών σχολείων στις
20 Σεπτεµβρίου. Και έτσι αφιέρωσαν το εκκλησάκι και στην χάρη του Αγίου Ευσταθίου
που γιορτάζει στις 20 Σεπτεµβρίου. Για τις ανάγκες της ανέγερσης του ναού
«κατέβασαν» νερό (δωρεά του ιδιοκτήτου του κτήµατος, Ι.Λούπου) από το εσωτερικό
του κτήµατος όπου έκειτο το εκκλησάκι και στη συνέχεια µε το νερό αυτό υδροδότησαν
µια δηµόσια βρύση που κατασκεύασαν δίπλα στο εκκλησάκι επί του εθνικού δρόµου. Η
βρύση αυτή, εφοδιασµένη µε συλλεκτήρα νερού γουρνέλ») για το πότισµα των ζώων,
ήταν τόπος δροσιάς για ανθρώπους και ζώα από τότε µέχρι σήµερα. Για την ανέγερση
του ναού θυµάµαι ότι υπήρξε συγκινητική η συνδροµή όλων των παραθεριστών και ότι
τις εικόνες του τέµπλου φιλοτέχνησε ο τότε παππάς του Ακρασίου Βερβέρης πατέρας
του µετέπειτα παπά υιού-Βερβέρη. Περιττό δε να σας πω ότι ο πρώτος εορτασµός στις 20
Σεπτεµβρίου του 1958 (χρονιά που τέλειωσε το χτίσιµο και η διακόσµηση) ήταν
πράγµατι ασυνήθιστα λαµπρός.
Από την λαγκαδιά της Άµαξος (κοντά στον Αη Αντύπα).
Πριν φθάσεις στη «στροφή της Ρουτζίνας», περί τα εκατό (100) µέτρα, και στη πλαγιά
του λόφου απ το δεξί σου χέρι, είναι το εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόµου
που εορτάζει στις 29 Αυγούστου. Το εκκλησάκι αυτό συνδέεται πολύ µε την οικογένεια
του παππού µου Αντώνη . Μαµάκου, µε συγγενείς και απογόνους του, οι οποίοι µέχρι
σήµερα και µε τη συνδροµή κι άλλων Πλωµαριτών φροντίζουν για τις τρέχουσες
ανάγκες του εξωκκλησιού (επιχρίσµατα, επιδιόρθωση κεραµιδιών, καθαρισµό, κλπ).
Προσπερνώντας τον Άγιο Γιάννη, και ακριβώς στη «στροφή της Ρουτζίνας», αφήνεις τον
εθνικό δρόµο και µε το αυτοκίνητο συνεχίζεις δεξιά στον αµαξιτό (πια τώρα)
χωµατόδροµο ακολουθώντας την κατεύθυνση µιας παλιάς επιγραφής «Προς Παναγία
Αηδονιάτισα», που σε οδηγεί στο οµώνυµο παρεκκλήσι, την Παναγιά την Αηδονιάτισα.
Είναι κτισµένο στο δεξί µέρος της λαγκαδιάς (ανεβαίνοντας την κοίτη του χειµάρου)
απέναντι από την απαρχή του ηµιονικού δρόµου προς την «Καλόφαγ». Το εκκλησάκι
είναι αφιερωµένο στο Γεννέσιον της Θεοτόκου και εορτάζεται στις 8 Σεπτεµβρίου.
Φρουρός του ακίµητος το πανύψηλο κυπαρίσσι του που ορθώνεται µπροστά στη πόρτα
του µε συντροφιά ένα µεγαλόσωµο και ευσκιόφυλλο πρίνο που χαρίζει την ανάλαφρη

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 8
σκιά του τις καυτές µέρες του καλοκαιριού. Το κυπαρίσσι της Παναγιάς ήταν το σηµάδι
µας, µια και είναι ευδιάκριτο από τις γύρο βουνοπλαγιές. Ήταν ακόµη τόπος συνάντησης
της πιο ώριµης παραθερίζουσας νεολαίας που µαζεύετο εκεί για να προγραµµατίσει τις
πιο απίθανες δραστηριότητες. Από την αναρρίχηση στο κυπαρίσσι (παρά τις
προειδοποιήσεις ότι σ αυτό φώλιαζε ένα «ατσίδ»), το κυνήγι µε τις σφεντόνες της
«αλαµάνας», των κολυφάδων και των κεφαλάδων, το ψάρεµα στο ποτάµι µε απόχες και
καµάκια καµωµένα από παληά πηρούνια δεµένα σε καλάµια, το µάζεµµα καβουριών του
ποταµού, µέχρι την συγκρατηµένη επιδροµή στις κατάφορτες µουριές για ξεγάνιασµα
και παιχνίδι µε µουρο-βαψίµατα.
Άνοιξη στη Άµαξο: «Κλώσσες και παπαρούνες».
Ο χωµατόδροµος συνεχίζει δίπλα στη δροσερή λαγκαδιά µε τα κισσόπλεκτα πλατάνια,
τους βάτους, τις λυγαριές, τις λεύκες και τις καρυδιές για να σε φέρει σε ένα άλλο
εκκλησάκι, του Αγίου Αντύπα ή όπως είναι γνωστό στους Αµαξιώτες, του «Άγιου
∆οντά». Το εξωκκλήσι αυτό µέχρι πρόσφατα είχε αγέρωχο παραστάτη του ένα
πανύψηλο πεύκο που του άρεσε να τα βάζει µε τους κεραυνούς και τους αέρηδες. Γι
αυτό και κάθε χρόνο τον βλέπαµε χτυπηµένο και λαβωµένο από τους κεραυνούς που
τους ήλκυε σαν µαγνήτης. Με τα χρόνια όµως, τα κτυπήµατα αυτά τον αποδυνάµωσαν
µε αποτέλεσµα πριν δυο χρόνια να σπάσει ένα µεγάλο κοµµµάτι του και να
καταπλακώσει και ισοπεδώσει το µικρό εκκλησάκι χωρίς ευτυχώς ανθρώπινα θύµατα.
Είναι παρήγορη και άξια συγχαρητηρίων η άµεση κινητοποίηση των Πλωµαριτών και
των Μεγαλοχωριτών µε επί κεφαλής τον παππά ∆ηµήτρη Βούρο και τους επιτρόπους
των εκκλησιών του Μεγαλοχωρίου που κατόρθωσαν να µαζέψουν τα απαιτούµενα
χρήµατα και να ξαναφτειάξουν το εξωκκλήσι αυτό. Θάτανε µεγάλη παράλειψή µου να
µην αναφέρω ακόµη και το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ανώνυµοι και επώνυµοι
προσκυνητές έχουν φροντίσει για την ανακαίνιση και τοιχογράφηση του Αη Στάθη και
της Παναγιάς της Αηδονιάτισας κάνοντας τα ξωκκλήσια αυτά σωστά στολίδια της
περιοχής και αέναη δέηση και ευχαριστία στον Ύψιστο. Για την ιστορία αναφέρω ότι τα
εξωκκλήσια του Αγίου Αντύπα και της Παναγίας της Αηδονιάτισας διοικητικά ανήκαν
στην περιφέρεια Μεγαλοχωρίου, το εξωκκλήσι του Αγίου Ευσταθίου στην περιφέρεια
Πλωµαρίου και το εξωκκλήσι του Αη Γιάννη (όπως µου έλεγε ο ∆ηµήτρης Ι. Κουτλής)
στην δικαιοδοσία της περιφέρειας της Κουρνέλλας.

 

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 9
Το καφενεδάκι της Ρουτζίνας
Κεντρικό σηµείο αναφοράς της περιοχής της Άµαξος (όπως και κάθε αγροτικής
τοποθεσίας παληότερα) ήταν το υπαίθριο καφενεδάκι της, που βρισκόταν πάνω στη
«στροφή της Ρουτζίνας», δίπλα στη κοίτη του χειµάρου αυτής της λαγκαδιάς, στο σηµείο
ακριβώς όπου τελειώνει η κατηφοριά που ξεκινά «απ του Σιλάδ» και αρχίζει η ανηφοριά
για «του Λουβιάρ». Το καφενεδάκι ήταν στηµένο στη σκιά µια καρυδιάς και µιας µικρής
«φρίτζας» και στο µέσα µέρος, στην αγκαλιά, της στροφής του δρόµου, στο τέλος ενός
ευρύχωρου «σέτι» (πεζούλας) µε «αστρακωµένο» το χωµατερό του δάπεδο από το
συνεχές ποδοπάτηµα, το σκούπισµα και το κατάβρεγµά του από τα υπολείµµατα νερού
των ποτηριών των πελατών. Στρωµµένοι µε καθαρά υφαντά της Αµαξιώτικης κρεββατής,
στο έξω µέρος της πεζούλας, δύο πάγκοι καµωµένοι από ξύλα καστανιάς, καρφωµένοι σε
πασαλάκια µπηγµένα στο χώµα και υποστηριζόµενοι από το κορµό της καρυδιάς και από
πέτρινα καλοασβεστοµένα υποστηλώµατα καθώς και τρία τραπέζια (δύο ξύλινα κι ένα
µεταλλικό) στολισµένα πάντα µε αυτοσχέδια ανθοδοχεία γεµάτα φρεσκοκοµµένο
ευωδιαστό βασιλικό και λουλούδια από τον µπαχτσέ του καφετζή, αποτελούσαν τα
βασικά έπιπλα του καφενείου. Τα συµπλήρωναν λίγες «αναπαυτικές» πάνινες και άλλες
λίγες χόρτινες καρέκλες και το όλο σκηνικό πλαισιώνετο µε το τζάκι, και τον
αυτοσχέδιο νιπτήρα αποτελούµενο από ένα κρεµαστό µεταλλικό ντεπόζιτο-βρυσάκι
δίπλα σε ένα υπερυψωµένο καθαρό ξύλινο πάγκο που χρησίµευε για πιατοθήκη και
ποτηροθήκη.
Το καφενεδάκι ήταν τόπος συνάντησης όλων των παραθεριστών της περιοχής, των
κυνηγών και διερχοµένων. Που καθόντουσαν να πιούν ένα κρύο νερό, φρεσκοφερµένο
από την παραδίπλα «µάννα» ή από το δροσερό λαγήνι της «κυρά ∆έσποινας» της
γυναίκας του κυρ-Γιάννη (του «Μπιζίρ») του καφετζή. Που καθόντουσαν οι άντρες να
περάσουν την ώρα τους αναπωλώντας τις ιστορίες τους όπως αυτές που βίωσαν «στο
στρατό», στις µάχες της Κορέας3 στις οποίες είχαν πάρει µέρος όπως και ο γιος της
∆έσποινας, ο Αντώνης Κουτλής. Να αναθυµηθούν τις διασωστικές επιχειρήσεις στη
Σαντορίνη στις οποίες συµµετέσχον ως φαντάροι που βρέθηκαν εκεί για τον καθαρισµό
της από τη λάβα και τις στάχτες στις οποίες θάφτηκε µετά την τελευταία έκρηξη του
ηφαιστείου του 1950 και το σεισµό του 1956. Που καθόντουσαν να πούν τις κυνηγετικές
τους επιτυχίες, για το πού έβγαλαν ορτύκια, πού λαγό και πού τις πέρδικες, οι οποίες
κυριολεκτικά τους προκαλούσαν µε τα απογευµατινά κακαρίσµατα τους από τις γύρω
πλαγιές (το «Μάλι», τα «Γυαλιά», το Καλόγερο, τη «Συκιά» κλπ κλπ). Που
υπερηφανεύονταν για τα πρώϊµα κηπευτικά τους, τις αλίπαστες και νοστιµώτατες
ντοµάτες τους, τα δροσερά φασολάκια τους, έτοιµοι να προσβληθούν όταν καχύποπτοι
της παρέας απέδιδαν τη κηπευτική τους επιτυχία και παραγωγή στη χρήση µιασµάτων,
όπως χαρακτήριζαν τότε τα λιπάσµατα !!
Στο καφενεδάκι κατεβαίναµε κι εµείς τα πιτσιρίκια για να πάρουµε ή να στείλουµε
µηνύµατα αλλά προ παντός για να δούµε να περνούν το φορτηγό «Μισούρι», το µικρό
λεοφωρείο της γραµµής Πλωµαρίου-Παλαιοχωρίου-Ακρασίου, και το µοναδικό ταξί του
Παλαιοχωρίου, που εκτελούσαν την «επιστροφή» του µοναδικού ηµερήσιου
3 Ο πόλεµος ξέσπασε στις 25 Ιουνίου του 1950 και η Ελλάδα συµµετέσχε µε ένα τάγµα πεζικού και µε ένα
σµήνος µεταφορών.

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 10
δροµολόγιού τους. Ξέραµε την ώρα που θα περνούσαν. Γνωρίζαµε το άκουσµα της
µηχανής των και περιµέναµε υποµονητικά να τα δούµε να περνούν, να τρέξουµε ξοπίσω
τους, να λουστούµε τη καπνιά της εξάτµισής τους ανάκατη µε τη σκόνη του δρόµου.
Είχαµε µάθει να γνωρίζουµε και τα σηµάδια των ελαστικών τους που τα άφηναν στο
πέρασµά τους πάνω στο παχύ χώµα της µεγάλης στροφής, γύρω από το καφενεδάκι, σαν
σηµάδι για µας, για να µαθαίναµε άν είχαν περάσει πριν προφθάσουµε να κατέβουµε εκεί
για την προϋπάντησή τους.
Σπάνια τα χρησιµοποιούσαµε τα µέσα αυτά της συγκοινωνίας. Οι πιο πολλοί, για να µη
πω όλοι, είχαµε ιδιόκτητα µέσα µεταφοράς, τα µουλάρια µας και τα γαιδουράκια µας.
Και τούτο γιατί τα σπίτια µας ήταν µακριά από τον αµαξιτό δρόµο και τη µόνη
πρόσβαση που είχαµε προς το καφενείο ήτανε από ηµιονικά δροµάκια. ∆εν είχε κάν
συνειδητοποιηθεί τότε η µάχη που άρχιζε για την αντικατάσταση των ζώων από τα
αυτοκίνητα. Ίσως γιατί η απαιτούµενη διάνοιξη των αµαξιτών δρόµων είχε κατά πολύ
καθυστερήσει στην περιφέριά µας και η χρήση του αυτοκινήτου φαινόταν ακόµα σαν
άπιαστο όνειρο. Ήταν βέβαια και ο λόγος που τα ζώα ήταν πολύ οικονοµικώτερα από τα
πετρελαιοκίνητα µέσα. Οικονοµικοί ήταν επίσης και οι λόγοι που η µεταφορά
εµπορευµάτων από το Πλωµάρι προς Παλαιοχώρι, Μπουρό (Νεοχώριον), Ακράσι και
Αµπελικό γινόταν µε ζώα (µουλάρια κυρίως) ολογυρίς το χρόνο. Ποιος δεν θυµάται την
Βαρβάρα απο το Παλαιοχώρι ή τον Παναγιώτη Κουτλή, αγωγιάτη (µεταφορέα) από το
Ακράσι (γνωστό µε το παρατσούκλι του, «Τσλιακό»), που κάθε πρωΐ κατέβαινε µε τα
ζώα του στο Πλωµάρι και κάθε απόγευµα επέστρεφε µε τα πόδια και µε βαρυφορτωµένα
τα υποζύγιά του στο Ακράσι; Ήταν ο τελευταίος µακρινός ταξιδευτής της ηµέρας που
ξαπόσταινε στο µικρό καφενεδάκι της Άµαξος µια-δυο ώρες περίπου πριν τη δύση του
ήλιου για να πάρει δυνάµεις και να ολοκληρώσει για µια ακόµη µέρα τα δεκα-επτά
χιλιόµετρα της απόστασης Πλωµαρίου-Ακρασίου. Οι τελευταίοι περαστικοί του
καφενείου ήταν οι τεχνίτες και οι εργάτες που δούλευαν στα γύρω κτήµατα και τις
παραθεριστικές κατοικίες, τους «πύργους» της περιοχής. Είχαν ρολόϊ τους τον ήλιο και
µε τη δύση του επέστρεφαν µε τα γαιδουράκια τους στα νοικοκυριά τους. Ηταν η εποχή
που έπρεπε να φτειαχτούν κεραµίδια, να επιδιορθωθούν σάπια κουφώµατα, µπαλκόνια
και οροφές, να επιδιορθωθούν οι «πεζούλες» και τα ντουβάρια µε πέτρες γερές από το
ποτάµι, οι συρµατοφράκτες µε νέους πασάλους ξύλινους και αγκαθωτό σύρµα. Ήταν η
εποχή που καθώς περπατούσες από το καφενείο προς τον Άγιο ∆οντά κατά την διάρκεια
της ηµέρας, άκουγες να αντιλαλούν στη λαγκαδιά τα σφυριά καθώς σµίλευαν την πέτρα,
άκουγες τα καρφώµατα µε τα σκεπάρνια και τα κτυπήµατα της «βαρειάς» και πού και
πού τα σφυρίγµατα και κελεύσµατα «ντέ βρε», «ντέ έρµου», «όξου γεια» των
καβαλλάρηδων προς τα υποζύγιά τους. ∆έν έλειπαν όµως τα ξεφωνητά και τα
ακούσµατα τραγουδιών από τις καθισιές και τα «πυργέλια» που φιλοξενούσαν κοπέλλες
της παντρειάς ή και λίγο νεώτερες.
Καταγραφή παραθεριστών
Καθώς προχώραγες από το καφενεδάκι προς την Παναγιά την Αηδονιάτισα, στο δεξί σου
χέρι ήταν το εχοχικό του Παναγιώτη και της Μαρίτσας Παλαιολόγου µε γείτονάς τους
τον Παναγιώτη Παντελλέλη (γνωστό κυρίως µε το παρατσούκλι « ι Παναγιώκς 

 του

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 11
Φραντζισκέλ») και την οικογένεια του οµογενή Γιάννη Καµπάνη, που όπως µου έλεγε
και ο ίδιος είναι ένας γνήσιος Αµαξιώτης. Ήταν για µένα πόλος έλξης η καθισιά των
Παλαιολόγου γιατί έβρισκα εκεί πάντα πρόθυµους τον Γιάννη και το Γιώργο
Παλαιολόγο να µου φτειάξουν ένα καραβάκι από «πέϊκα» (φλοιό του πεύκου) µε κατάρτι
από «ασπόρδελο», να το αρµατώσουν και να δοκιµάσουν την πλεύση του στη
«χαβούζα» (ανοικτή δεξαµενή νερού) του κήπου τους.
Το εκκλησάκι της Παναγιάς της Αηδονιάτισας είναι µέσα στο κτήµα του ∆ηµητρίου
Ραφτέλη απόγονοι του οποίου (όπως η Παπαδούλα Ραφτέλη-Βουνατσή) συνεχίζουν
σήµερα την φροντίδα για τον καλλωπισµό και την συντήρηση του παρεκκλησίου που
είχαν ξεκινήσει οι παληότεροι µεταξύ των οποίων πρωτεύοντα ρόλο είχε η Μαρία
Παπουτσάνη. Λίγο πιο πάνω από το ξωκκλήσι της Παναγιάς και αρκετά ψηλά στη
πλαγιά, από το αριστερό χέρι, ήταν η πολυπληθής καθισιά του ελαιοεκτιµητού Γιάννη
Τραγάκη Χήρα») πού είχε και «µπαχτσέ» δίπλα στη κοίτη του χειµάρου. Εκεί πέρναγε
πολλές ώρες ποτίζοντας τον µπαχτσέ του αντλώντας µε µια χειροκίνητη αντλία νερό από
ένα µικρό πηγάδι σκαµµένο στη άκρη της κοίτης βοηθούµενος πάντα απο τους γυιους
του, τον Μανόλη και τον Παναγιώτη.
Με το που προσπέρναγες τον µπαχτσέ του κυρ-Γιαννη, αριστερά, ψηλά στη πλαγιά του
λόφου, αντίκρυζες «τα µάρµαρά µας», το πάνω όριο του κτήµατός µας, να σε
καλοσωρίζουν ηγεµονικά. Το κτήµα µας ήταν περίπου στό µέσο της απόστασης που
χωρίζει την Παναγιά την Αηδονιάτισα και τον Άγιο Αντύπα, στην αριστερή πλευρά της
λαγκαδιάς καθώς ανέβαινες την κοίτη του λαγκαδιού, απέναντι από την απαρχή του
ηµιονικού δρόµου που σε έβγαζε στις Σπίθες και στο Κρυονέρι. Εδώ είχαµε και τον
«πύργο» µας όπου περνούσαµε κοντά δυο µήνες κάθε καλοκαίρι, Αύγουστο και
Σεπτέµβριο. Πάνω από το κτήµα µας ήταν η καθισιά του Μανόλη και της Μαρίας
Πιτσιλαδή, γονέων του Γαβρήλου, του δεινού κυνηγού, που αλώνιζε µε την µικρή του
«µπρουστουγεµή» όλα τα γύρω βουνά κυνηγώντας κάθε πετούµενο. Όταν ο Γαβρήλος
περνούσε από τον πύργο µας, χαρά µου ήταν να περιεργάζοµαι την «µονή»
(εικοσιοχτάρα ή τριανταδυάρα) µπρουστουγεµή του µε την οποία και θυµάµαι να έρριξα
την παρθενική µου τουφεκιά. Ήταν τότε που έπεισα τον πατέρα µου να µε αφήσει να
δοκιµάσω µια τουφεκιά, και η προετοιµασία άρχισε αµέσως. Έκοψα ένα χαρτονάκι από
ένα πακέτο τσιγάρων, δυσεύρετο τότε, καθώς οι πιο πολλοί αγόραζαν τσιγάρα χύµα, της
«κούτας», και το τοποθέτησα στο κορµό µιας ελιάς καµµιά εικοσαριά µέτρα µακρυά,
ενώ ο Γαβρήλος ετοίµαζε µια «αλαµανίσια» (µικρή) ριξιά. Με το κατέβασµα της
«αφάλης» και την τοποθέτηση του απαραίτητου καψυλίου τα πάντα ήταν έτοιµα ! ∆εν
φαντάζεστε τη χαρά µου, µετρώντας τα σκάγια που τρύπησαν το χαρτονάκι. Είχα πια
βαφτιστεί «κυνηγός» και µάλιστα καλός!
Πιο πάνω από το κτήµα που έµενε ο Εµµ.Πιτσιλαδής συναντούσες τον ηµιονικό δρόµο
για τα Φλίππια κοντά στα «Βρυσούδια», όπου υπήρχε δηµόσια βρύση µε συλλεκτήρα,
«γουρνέλ», για το πότισµα των ζώων. Σήµερα, το δροµάκι αυτό είναι µέρος του αµαξιτού
χωµατόδροµου που ξεκινά από τον «Πεύκο του Λουβιάρ» και καταλήγει στο
Μεγαλοχώρι. Ο δρόµος αυτός περνά κοντά (γύρω στα εκατό (100) µέτρα) από το
εξωκκλήσι του Άη Γιάννη του Προδρόµου (στα Φλίππια), στο πανηγύρι του οποίου στις
29 Αυγούστου, γινόταν τα µετέπειτα χρόνια αρχιερατική λειτουργία προεξάρχοντος του
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 12
µακαριστού Μητροπολίτου Χίου κυρού Χρυσοστόµου Γιαλούρη, ο οποίος
(ακολουθώντας παλιότερη συνήθεια του, της περιόδου πριν την εκλογή και ενθρόνισή
του ως µητροπολίτου) ερχόταν (ως αρχιµανδρίτης) σχεδόν κάθε καλοκαίρι για
ολιγοήµερες διακοπές στο πατρικό του κτήµα. Ήταν από τα µεγαλύτερα πανηγύρια της
περιοχής και µάζευε όλους τους γύρω παραθεριστές καθώς και πολλούς προσκυνητές
από το Μεγαλοχώρι αλλά προ πάντων από το Παλαιοχώρι. Θυµάµαι ότι ήταν τόσος ο
πανηγυριώτικος κόσµος, που είχε έντονο πρόβληµα πάρκινγκ ! Και φυσικά δεν µιλώ για
πάρκιγκ αυτοκινήτων, αλλά για πάρκιγκ υποζυγίων, δηλαδή για ένα δένδρο, µια ελιά,
όπου θα µπορούσες να δέσεις το ζώο σου και να το ξεσαµαρώσεις. Περιττό να πω, ότι
µετά τη θεία λειτουργία άρχιζε γλέντι τρικούβερτο µε ζωντανή µουσική, χορούς και
τραγούδια που κράταγε µεχρι αργά το απόγευµα.
Λίγο πριν τον Άη Γιάννη (στα Φλίππια) στα δεξιά του δρόµου (καθώς προχωρά κανείς
προς το εκκλησάκι) ήταν η καθισιά των οικογενειών Πρόβατου και Παπαπέτρου. Εδώ
παραθέριζε ο συνοµίληκος µου Σιδερής Παπαπέτρος µε την οικογένεια του όπως και ο
παππούς του ζωγράφος Πρόβατος στον οποίο θυµάµαι µ έστελνε ο πατέρας µου για να
φιλοτεχνήσει διάφορες πινακίδες που καθοδηγούσαν τους περαστικούς : «Προς Παναγία
Αηδονιάτισα», «Προς Άγιο Ιωάννη», «Προς Μεγαλοχώριον», κλπ, κλπ. Αριστερά του
δρόµου, και κοντά στην κορυφογραµµή του βουνού ήταν το πυργέλι του Παναγιώτη
Ντιβανή γνωστό ως «τ΄ Ντιβανή του ντάµ».
Συνεχίζοντας το δρόµο κατά µήκος της λαγκαδιάς της Άµαξος, µετά την διακλάδωσή του
µε τον ηµιονικό δρόµο προς στις Σπίθες και το Κρυονέρι, περνούσες από την πολυπληθή
καθισιά του ∆ηµήτρη Χριστέλλη, του ιεροψάλτου της Ευαγγελίστριας του
Παλαιοχωρίου (πατέρα των µετέπειτα και ιεροψαλτών Χρήστου και Μανόλη). Πιο πέρα,
κοντά στον Άγιο Αντύπα, απο την αριστερή πλευρά του δρόµου (ανεβαίνοντας τη κοίτη
του χειµάρου) ήταν το «πυργάκι» των Παρόληδων που υπήρξε πρόσκαιρη καθισιά του
∆ηµήτρη και της Ρηνούλας Σοφιανού και µετέπειτα του ∆ηµήτρη και της Γιασεµής
Κουτλή. Στο διπλανό κτήµα, δίπλα στον Άγιο Αντύπα ήταν το «πυργάκι» του ∆ηµητρού
και της Βασιλείας Aληγιάννη και αυτό του Αντώνη και της Μαρίας Αντωνάκα.
Στο πυργάκι των Παρόληδων µπορούσες να πάς και από ένα άλλο µονοπάτι που
ξεκινούσε από τον «πύργο» µας και διέτρεχε το βορειο-ανατολικό µέρος του κτήµατος
µας και συνέχιζε πλάϊ-πλάϊ στις πλαγιές της λοφοσειράς. Το µονοπάτι αυτό ήταν και ο
πιο σύντοµος δρόµος επικοινωνίας µεταξύ του δικού µας «πύργου» και του Αγίου
Αντύπα και περνούσε κάτω από τον πύργο και τον µπαχτσέ µιας άλλης πολυπληθούς
καθισιάς, αυτής των οικογενειών του Ιωάννη Κουτλή και αυτής του Νικόλα και της
Ζωής Μαυραγάνη µε παιδιά τον Κώστα τον Μανόλη και την Βενετία, την µετέπειτα
σύζυγο του Μιχάλη Κουτλή. Λίγο ψηλότερα στο βουνό και προς την κατεύθυνση προς
τα Φλίππια ήταν ο πύργος και ο µπαχτσές του Μιχάλη και της Αµερισούδας Κριτζά όπου
πήγαινα συχνά για να αγοράσω πρώϊµες αλίπαστες ντοµάτες, µελιτζάνες και φασολάκια.
Πιο µέσα από τον Άγιο Αντύπα, στη Βέρση έµενε η οικογένεια του Γεωργίου Στεργιανού
του µετέπειτα πεθερού του Μανώλη Τσαµπάνη. Στη ίδια περιοχή περίπου είχε την
καθισιά της και η Ειρήνη Ρηνέλ») Κουλουµέρη.

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 13
Η απαρίθµηση των παραθεριστών της Άµαξος δεν τελειώνει εδώ. Πριν από το
καφενεδάκι της Άµαξος (ερχόµενος από το Πλωµάρι) και λίγο πριν από το ψηλό της
γεφύρι, παραθέριζαν οι οικογένειες του Φραγκίσκου Ιωακείµ και του ∆ηµητρίου
Βουλγαρέλη. Επίσης, αρκετές οικογένειες έµεναν από την άλλη πλευρά της λαγκαδιάς,
πιο πέρα από τον Άγιο Στάθη προς τη µεριά του Παλαιοχωρίου. Εκτός από την
οικογένεια του Ι. Λούπου που προανέφερα, εδώ έµενε η οικογένεια του καπνοπώλου
∆ηµητρίου Μουτζουρέλη, η οικογένεια της Μεταξίας Καρµατζού, καί ίσως ακόµη
κάποιες άλλες οικογένειες τα ονόµατα των οποίων δυστυχώς δε θυµούµαι.
Ο ∆ηµήτρης Ιωάννου Κουτλής
Τα τελευταία χρόνια, δίπλα στον Άη Στάθη, ήταν η µόνιµη κατοικία του ∆ηµήτρη και
της Γιασεµής Κουτλή. Αυτή ήταν και η τελευταία επιλογή για τη µόνιµη διαµονή τους
ύστερα από από µια σύντοµη διαβίωση στη πόλη του Πλωµαριού. Και τούτο γιατί δεν
τον χωρούσε τον ∆ηµήτρη το Πλωµάρι. Τον τραβούσε η Άµαξο που τον δάµασε, η
Άµαξο όπου µεγάλωσε, όπου ανδρώθηκε και που κατάφερε να την δαµάσει και να την
ηµερώσει. Γιατί ο ∆ηµήτρης το αγάπησε το µέρος αυτό και σιωπηλά το συντηρούσε. Και
ιδιαίτερα την εποχή που έµεινε ο µοναδικός της φιλοξενούµενος. Από τότε που όλοι οι
Αµαξιώτες (όπως και οι πιο πολλοί Πλωµαρίτες) «σνοµπάρισαν» την «εξοχή» του
βουνού και σαν µαγεµένοι από τα θέλγητρα της θάλασσας, (κατα)στάλαξαν στις κοντινές
παραλίες ή και παρέµειναν αµετακίνητοι στο χειµερινό τους στέκι, στη πόλη του
Πλωµαριού. Σε τούτο συνέβαλε κι ο γενικός ξερριζωµός των Πλωµαριτών κατά την
δεκαπενταετία 1955-1970. Αλλά κι όσοι πάλι από τούς ξενητεµένους (της ηµεδαπής και
του εξωτερικού) κατόρθωναν να κλέψουν δεκαπέντε-τριάντα µέρες το καλοκαίρι και να
επισκεφτούν το Πλωµάρι, αποθαρρύνοντο πια να «ξανανοίξουν» την εξοχή τους στο
βουνό µια και ο λιγοστός χρόνος τους θα κατηναλώνετο µάλλον για την επισκευή του
εξοχικού τους παρά για ξεκούραση. Ήταν βλέπεις και τα έξοδα συντήρησης του
εξοχικού, που ήταν απαγορευτικά για τους άρτι ορθοποδίσαντες ξενητεµένους. Ακόµη
και το γρήγορο ανέβασµα του βιοτικού επιπέδου έδρασε καταλυτικά προς την
κατεύθυνση της απόρριψης της διαµονής στα «πυργέλια» του βουνού. Οι υποτυπώδεις
εγκαταστάσεις υγιεινής στα περισσότερα εξοχικά, η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύµατος και
των ηλεκτρικών συσκευών (ψυγείο, πλυντήριο, ηλεκτρική κουζίνα και σκούπα,
ραδιόφωνο, γραµµόφωνο κλπ) στις οποίες είχε αρχίσει να συνηθίζει η Ελληνική
οικογένεια, φάνταζαν πια σαν ένα κακό όνειρο και η ζωή σ ένα «πυργέλι» του βουνού
φαινόταν να είναι προσιτή µόνο σε εκπαιδευµένους καταδροµείς. Και δεν ήταν µόνο
αυτό. Η έλλειψη δρόµων και το απρόσιτο της τιµής του αυτοκινήτου από τη µια, και το
γεγονός ότι ο ξενητεµένος είχε αποξενωθεί από την χρήση του ζώου από την άλλη,
έκαµαν αφ ενός µεν δύσκολη και δαπανηρή την πρόσβαση στα «πυργέλια» της εξοχής
και αφ ετέρου απέκλειαν τον ορεινό παραθεριστή από µια εύκολη πρόσβαση σε µια από
τις φανταστικές παραλίες της περιοχής και την δυνατότητα για ένα µπάνιο στη θάλασσα
χωρίς ταλαιπωρία. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια έχουν µηδενισθεί τα βασικώτερα
µειονεκτήµατα των µεσόγειων περιοχών, ενώ η παράλληλη συµφόρηση των
παραθαλάσσιων έχουν στρέψει το ενδιαφέρον πολλών στην ανέγερση σύγχρονων
κατοικιών σε ορεινές περιοχές και κυρίως κατά µήκος του άξονα Πλωµαρίου-
Μεγαλοχωρίου.

 

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 11
Φραντζισκέλ») και την οικογένεια του οµογενή Γιάννη Καµπάνη, που όπως µου έλεγε
και ο ίδιος είναι ένας γνήσιος Αµαξιώτης. Ήταν για µένα πόλος έλξης η καθισιά των
Παλαιολόγου γιατί έβρισκα εκεί πάντα πρόθυµους τον Γιάννη και το Γιώργο
Παλαιολόγο να µου φτειάξουν ένα καραβάκι από «πέϊκα» (φλοιό του πεύκου) µε κατάρτι
από «ασπόρδελο», να το αρµατώσουν και να δοκιµάσουν την πλεύση του στη
«χαβούζα» (ανοικτή δεξαµενή νερού) του κήπου τους.
Το εκκλησάκι της Παναγιάς της Αηδονιάτισας είναι µέσα στο κτήµα του ∆ηµητρίου
Ραφτέλη απόγονοι του οποίου (όπως η Παπαδούλα Ραφτέλη-Βουνατσή) συνεχίζουν
σήµερα την φροντίδα για τον καλλωπισµό και την συντήρηση του παρεκκλησίου που
είχαν ξεκινήσει οι παληότεροι µεταξύ των οποίων πρωτεύοντα ρόλο είχε η Μαρία
Παπουτσάνη. Λίγο πιο πάνω από το ξωκκλήσι της Παναγιάς και αρκετά ψηλά στη
πλαγιά, από το αριστερό χέρι, ήταν η πολυπληθής καθισιά του ελαιοεκτιµητού Γιάννη
Τραγάκη Χήρα») πού είχε και «µπαχτσέ» δίπλα στη κοίτη του χειµάρου. Εκεί πέρναγε
πολλές ώρες ποτίζοντας τον µπαχτσέ του αντλώντας µε µια χειροκίνητη αντλία νερό από
ένα µικρό πηγάδι σκαµµένο στη άκρη της κοίτης βοηθούµενος πάντα απο τους γυιους
του, τον Μανόλη και τον Παναγιώτη.
Με το που προσπέρναγες τον µπαχτσέ του κυρ-Γιαννη, αριστερά, ψηλά στη πλαγιά του
λόφου, αντίκρυζες «τα µάρµαρά µας», το πάνω όριο του κτήµατός µας, να σε
καλοσωρίζουν ηγεµονικά. Το κτήµα µας ήταν περίπου στό µέσο της απόστασης που
χωρίζει την Παναγιά την Αηδονιάτισα και τον Άγιο Αντύπα, στην αριστερή πλευρά της
λαγκαδιάς καθώς ανέβαινες την κοίτη του λαγκαδιού, απέναντι από την απαρχή του
ηµιονικού δρόµου που σε έβγαζε στις Σπίθες και στο Κρυονέρι. Εδώ είχαµε και τον
«πύργο» µας όπου περνούσαµε κοντά δυο µήνες κάθε καλοκαίρι, Αύγουστο και
Σεπτέµβριο. Πάνω από το κτήµα µας ήταν η καθισιά του Μανόλη και της Μαρίας
Πιτσιλαδή, γονέων του Γαβρήλου, του δεινού κυνηγού, που αλώνιζε µε την µικρή του
«µπρουστουγεµή» όλα τα γύρω βουνά κυνηγώντας κάθε πετούµενο. Όταν ο Γαβρήλος
περνούσε από τον πύργο µας, χαρά µου ήταν να περιεργάζοµαι την «µονή»
(εικοσιοχτάρα ή τριανταδυάρα) µπρουστουγεµή του µε την οποία και θυµάµαι να έρριξα
την παρθενική µου τουφεκιά. Ήταν τότε που έπεισα τον πατέρα µου να µε αφήσει να
δοκιµάσω µια τουφεκιά, και η προετοιµασία άρχισε αµέσως. Έκοψα ένα χαρτονάκι από
ένα πακέτο τσιγάρων, δυσεύρετο τότε, καθώς οι πιο πολλοί αγόραζαν τσιγάρα χύµα, της
«κούτας», και το τοποθέτησα στο κορµό µιας ελιάς καµµιά εικοσαριά µέτρα µακρυά,
ενώ ο Γαβρήλος ετοίµαζε µια «αλαµανίσια» (µικρή) ριξιά. Με το κατέβασµα της
«αφάλης» και την τοποθέτηση του απαραίτητου καψυλίου τα πάντα ήταν έτοιµα ! ∆εν
φαντάζεστε τη χαρά µου, µετρώντας τα σκάγια που τρύπησαν το χαρτονάκι. Είχα πια
βαφτιστεί «κυνηγός» και µάλιστα καλός!
Πιο πάνω από το κτήµα που έµενε ο Εµµ.Πιτσιλαδής συναντούσες τον ηµιονικό δρόµο
για τα Φλίππια κοντά στα «Βρυσούδια», όπου υπήρχε δηµόσια βρύση µε συλλεκτήρα,
«γουρνέλ», για το πότισµα των ζώων. Σήµερα, το δροµάκι αυτό είναι µέρος του αµαξιτού
χωµατόδροµου που ξεκινά από τον «Πεύκο του Λουβιάρ» και καταλήγει στο
Μεγαλοχώρι. Ο δρόµος αυτός περνά κοντά (γύρω στα εκατό (100) µέτρα) από το
εξωκκλήσι του Άη Γιάννη του Προδρόµου (στα Φλίππια), στο πανηγύρι του οποίου στις
29 Αυγούστου, γινόταν τα µετέπειτα χρόνια αρχιερατική λειτουργία προεξάρχοντος του
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 12
µακαριστού Μητροπολίτου Χίου κυρού Χρυσοστόµου Γιαλούρη, ο οποίος
(ακολουθώντας παλιότερη συνήθεια του, της περιόδου πριν την εκλογή και ενθρόνισή
του ως µητροπολίτου) ερχόταν (ως αρχιµανδρίτης) σχεδόν κάθε καλοκαίρι για
ολιγοήµερες διακοπές στο πατρικό του κτήµα. Ήταν από τα µεγαλύτερα πανηγύρια της
περιοχής και µάζευε όλους τους γύρω παραθεριστές καθώς και πολλούς προσκυνητές
από το Μεγαλοχώρι αλλά προ πάντων από το Παλαιοχώρι. Θυµάµαι ότι ήταν τόσος ο
πανηγυριώτικος κόσµος, που είχε έντονο πρόβληµα πάρκινγκ ! Και φυσικά δεν µιλώ για
πάρκιγκ αυτοκινήτων, αλλά για πάρκιγκ υποζυγίων, δηλαδή για ένα δένδρο, µια ελιά,
όπου θα µπορούσες να δέσεις το ζώο σου και να το ξεσαµαρώσεις. Περιττό να πω, ότι
µετά τη θεία λειτουργία άρχιζε γλέντι τρικούβερτο µε ζωντανή µουσική, χορούς και
τραγούδια που κράταγε µεχρι αργά το απόγευµα.
Λίγο πριν τον Άη Γιάννη (στα Φλίππια) στα δεξιά του δρόµου (καθώς προχωρά κανείς
προς το εκκλησάκι) ήταν η καθισιά των οικογενειών Πρόβατου και Παπαπέτρου. Εδώ
παραθέριζε ο συνοµίληκος µου Σιδερής Παπαπέτρος µε την οικογένεια του όπως και ο
παππούς του ζωγράφος Πρόβατος στον οποίο θυµάµαι µ έστελνε ο πατέρας µου για να
φιλοτεχνήσει διάφορες πινακίδες που καθοδηγούσαν τους περαστικούς : «Προς Παναγία
Αηδονιάτισα», «Προς Άγιο Ιωάννη», «Προς Μεγαλοχώριον», κλπ, κλπ. Αριστερά του
δρόµου, και κοντά στην κορυφογραµµή του βουνού ήταν το πυργέλι του Παναγιώτη
Ντιβανή γνωστό ως «τ΄ Ντιβανή του ντάµ».
Συνεχίζοντας το δρόµο κατά µήκος της λαγκαδιάς της Άµαξος, µετά την διακλάδωσή του
µε τον ηµιονικό δρόµο προς στις Σπίθες και το Κρυονέρι, περνούσες από την πολυπληθή
καθισιά του ∆ηµήτρη Χριστέλλη, του ιεροψάλτου της Ευαγγελίστριας του
Παλαιοχωρίου (πατέρα των µετέπειτα και ιεροψαλτών Χρήστου και Μανόλη). Πιο πέρα,
κοντά στον Άγιο Αντύπα, απο την αριστερή πλευρά του δρόµου (ανεβαίνοντας τη κοίτη
του χειµάρου) ήταν το «πυργάκι» των Παρόληδων που υπήρξε πρόσκαιρη καθισιά του
∆ηµήτρη και της Ρηνούλας Σοφιανού και µετέπειτα του ∆ηµήτρη και της Γιασεµής
Κουτλή. Στο διπλανό κτήµα, δίπλα στον Άγιο Αντύπα ήταν το «πυργάκι» του ∆ηµητρού
και της Βασιλείας Aληγιάννη και αυτό του Αντώνη και της Μαρίας Αντωνάκα.
Στο πυργάκι των Παρόληδων µπορούσες να πάς και από ένα άλλο µονοπάτι που
ξεκινούσε από τον «πύργο» µας και διέτρεχε το βορειο-ανατολικό µέρος του κτήµατος
µας και συνέχιζε πλάϊ-πλάϊ στις πλαγιές της λοφοσειράς. Το µονοπάτι αυτό ήταν και ο
πιο σύντοµος δρόµος επικοινωνίας µεταξύ του δικού µας «πύργου» και του Αγίου
Αντύπα και περνούσε κάτω από τον πύργο και τον µπαχτσέ µιας άλλης πολυπληθούς
καθισιάς, αυτής των οικογενειών του Ιωάννη Κουτλή και αυτής του Νικόλα και της
Ζωής Μαυραγάνη µε παιδιά τον Κώστα τον Μανόλη και την Βενετία, την µετέπειτα
σύζυγο του Μιχάλη Κουτλή. Λίγο ψηλότερα στο βουνό και προς την κατεύθυνση προς
τα Φλίππια ήταν ο πύργος και ο µπαχτσές του Μιχάλη και της Αµερισούδας Κριτζά όπου
πήγαινα συχνά για να αγοράσω πρώϊµες αλίπαστες ντοµάτες, µελιτζάνες και φασολάκια.
Πιο µέσα από τον Άγιο Αντύπα, στη Βέρση έµενε η οικογένεια του Γεωργίου Στεργιανού
του µετέπειτα πεθερού του Μανώλη Τσαµπάνη. Στη ίδια περιοχή περίπου είχε την
καθισιά της και η Ειρήνη Ρηνέλ») Κουλουµέρη.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 13
Η απαρίθµηση των παραθεριστών της Άµαξος δεν τελειώνει εδώ. Πριν από το
καφενεδάκι της Άµαξος (ερχόµενος από το Πλωµάρι) και λίγο πριν από το ψηλό της
γεφύρι, παραθέριζαν οι οικογένειες του Φραγκίσκου Ιωακείµ και του ∆ηµητρίου
Βουλγαρέλη. Επίσης, αρκετές οικογένειες έµεναν από την άλλη πλευρά της λαγκαδιάς,
πιο πέρα από τον Άγιο Στάθη προς τη µεριά του Παλαιοχωρίου. Εκτός από την
οικογένεια του Ι. Λούπου που προανέφερα, εδώ έµενε η οικογένεια του καπνοπώλου
∆ηµητρίου Μουτζουρέλη, η οικογένεια της Μεταξίας Καρµατζού, καί ίσως ακόµη
κάποιες άλλες οικογένειες τα ονόµατα των οποίων δυστυχώς δε θυµούµαι.
Ο ∆ηµήτρης Ιωάννου Κουτλής
Τα τελευταία χρόνια, δίπλα στον Άη Στάθη, ήταν η µόνιµη κατοικία του ∆ηµήτρη και
της Γιασεµής Κουτλή. Αυτή ήταν και η τελευταία επιλογή για τη µόνιµη διαµονή τους
ύστερα από από µια σύντοµη διαβίωση στη πόλη του Πλωµαριού. Και τούτο γιατί δεν
τον χωρούσε τον ∆ηµήτρη το Πλωµάρι. Τον τραβούσε η Άµαξο που τον δάµασε, η
Άµαξο όπου µεγάλωσε, όπου ανδρώθηκε και που κατάφερε να την δαµάσει και να την
ηµερώσει. Γιατί ο ∆ηµήτρης το αγάπησε το µέρος αυτό και σιωπηλά το συντηρούσε. Και
ιδιαίτερα την εποχή που έµεινε ο µοναδικός της φιλοξενούµενος. Από τότε που όλοι οι
Αµαξιώτες (όπως και οι πιο πολλοί Πλωµαρίτες) «σνοµπάρισαν» την «εξοχή» του
βουνού και σαν µαγεµένοι από τα θέλγητρα της θάλασσας, (κατα)στάλαξαν στις κοντινές
παραλίες ή και παρέµειναν αµετακίνητοι στο χειµερινό τους στέκι, στη πόλη του
Πλωµαριού. Σε τούτο συνέβαλε κι ο γενικός ξερριζωµός των Πλωµαριτών κατά την
δεκαπενταετία 1955-1970. Αλλά κι όσοι πάλι από τούς ξενητεµένους (της ηµεδαπής και
του εξωτερικού) κατόρθωναν να κλέψουν δεκαπέντε-τριάντα µέρες το καλοκαίρι και να
επισκεφτούν το Πλωµάρι, αποθαρρύνοντο πια να «ξανανοίξουν» την εξοχή τους στο
βουνό µια και ο λιγοστός χρόνος τους θα κατηναλώνετο µάλλον για την επισκευή του
εξοχικού τους παρά για ξεκούραση. Ήταν βλέπεις και τα έξοδα συντήρησης του
εξοχικού, που ήταν απαγορευτικά για τους άρτι ορθοποδίσαντες ξενητεµένους. Ακόµη
και το γρήγορο ανέβασµα του βιοτικού επιπέδου έδρασε καταλυτικά προς την
κατεύθυνση της απόρριψης της διαµονής στα «πυργέλια» του βουνού. Οι υποτυπώδεις
εγκαταστάσεις υγιεινής στα περισσότερα εξοχικά, η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύµατος και
των ηλεκτρικών συσκευών (ψυγείο, πλυντήριο, ηλεκτρική κουζίνα και σκούπα,
ραδιόφωνο, γραµµόφωνο κλπ) στις οποίες είχε αρχίσει να συνηθίζει η Ελληνική
οικογένεια, φάνταζαν πια σαν ένα κακό όνειρο και η ζωή σ ένα «πυργέλι» του βουνού
φαινόταν να είναι προσιτή µόνο σε εκπαιδευµένους καταδροµείς. Και δεν ήταν µόνο
αυτό. Η έλλειψη δρόµων και το απρόσιτο της τιµής του αυτοκινήτου από τη µια, και το
γεγονός ότι ο ξενητεµένος είχε αποξενωθεί από την χρήση του ζώου από την άλλη,
έκαµαν αφ ενός µεν δύσκολη και δαπανηρή την πρόσβαση στα «πυργέλια» της εξοχής
και αφ ετέρου απέκλειαν τον ορεινό παραθεριστή από µια εύκολη πρόσβαση σε µια από
τις φανταστικές παραλίες της περιοχής και την δυνατότητα για ένα µπάνιο στη θάλασσα
χωρίς ταλαιπωρία. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια έχουν µηδενισθεί τα βασικώτερα
µειονεκτήµατα των µεσόγειων περιοχών, ενώ η παράλληλη συµφόρηση των
παραθαλάσσιων έχουν στρέψει το ενδιαφέρον πολλών στην ανέγερση σύγχρονων
κατοικιών σε ορεινές περιοχές και κυρίως κατά µήκος του άξονα Πλωµαρίου-
Μεγαλοχωρίου.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 11
Φραντζισκέλ») και την οικογένεια του οµογενή Γιάννη Καµπάνη, που όπως µου έλεγε
και ο ίδιος είναι ένας γνήσιος Αµαξιώτης. Ήταν για µένα πόλος έλξης η καθισιά των
Παλαιολόγου γιατί έβρισκα εκεί πάντα πρόθυµους τον Γιάννη και το Γιώργο
Παλαιολόγο να µου φτειάξουν ένα καραβάκι από «πέϊκα» (φλοιό του πεύκου) µε κατάρτι
από «ασπόρδελο», να το αρµατώσουν και να δοκιµάσουν την πλεύση του στη
«χαβούζα» (ανοικτή δεξαµενή νερού) του κήπου τους.
Το εκκλησάκι της Παναγιάς της Αηδονιάτισας είναι µέσα στο κτήµα του ∆ηµητρίου
Ραφτέλη απόγονοι του οποίου (όπως η Παπαδούλα Ραφτέλη-Βουνατσή) συνεχίζουν
σήµερα την φροντίδα για τον καλλωπισµό και την συντήρηση του παρεκκλησίου που
είχαν ξεκινήσει οι παληότεροι µεταξύ των οποίων πρωτεύοντα ρόλο είχε η Μαρία
Παπουτσάνη. Λίγο πιο πάνω από το ξωκκλήσι της Παναγιάς και αρκετά ψηλά στη
πλαγιά, από το αριστερό χέρι, ήταν η πολυπληθής καθισιά του ελαιοεκτιµητού Γιάννη
Τραγάκη Χήρα») πού είχε και «µπαχτσέ» δίπλα στη κοίτη του χειµάρου. Εκεί πέρναγε
πολλές ώρες ποτίζοντας τον µπαχτσέ του αντλώντας µε µια χειροκίνητη αντλία νερό από
ένα µικρό πηγάδι σκαµµένο στη άκρη της κοίτης βοηθούµενος πάντα απο τους γυιους
του, τον Μανόλη και τον Παναγιώτη.
Με το που προσπέρναγες τον µπαχτσέ του κυρ-Γιαννη, αριστερά, ψηλά στη πλαγιά του
λόφου, αντίκρυζες «τα µάρµαρά µας», το πάνω όριο του κτήµατός µας, να σε
καλοσωρίζουν ηγεµονικά. Το κτήµα µας ήταν περίπου στό µέσο της απόστασης που
χωρίζει την Παναγιά την Αηδονιάτισα και τον Άγιο Αντύπα, στην αριστερή πλευρά της
λαγκαδιάς καθώς ανέβαινες την κοίτη του λαγκαδιού, απέναντι από την απαρχή του
ηµιονικού δρόµου που σε έβγαζε στις Σπίθες και στο Κρυονέρι. Εδώ είχαµε και τον
«πύργο» µας όπου περνούσαµε κοντά δυο µήνες κάθε καλοκαίρι, Αύγουστο και
Σεπτέµβριο. Πάνω από το κτήµα µας ήταν η καθισιά του Μανόλη και της Μαρίας
Πιτσιλαδή, γονέων του Γαβρήλου, του δεινού κυνηγού, που αλώνιζε µε την µικρή του
«µπρουστουγεµή» όλα τα γύρω βουνά κυνηγώντας κάθε πετούµενο. Όταν ο Γαβρήλος
περνούσε από τον πύργο µας, χαρά µου ήταν να περιεργάζοµαι την «µονή»
(εικοσιοχτάρα ή τριανταδυάρα) µπρουστουγεµή του µε την οποία και θυµάµαι να έρριξα
την παρθενική µου τουφεκιά. Ήταν τότε που έπεισα τον πατέρα µου να µε αφήσει να
δοκιµάσω µια τουφεκιά, και η προετοιµασία άρχισε αµέσως. Έκοψα ένα χαρτονάκι από
ένα πακέτο τσιγάρων, δυσεύρετο τότε, καθώς οι πιο πολλοί αγόραζαν τσιγάρα χύµα, της
«κούτας», και το τοποθέτησα στο κορµό µιας ελιάς καµµιά εικοσαριά µέτρα µακρυά,
ενώ ο Γαβρήλος ετοίµαζε µια «αλαµανίσια» (µικρή) ριξιά. Με το κατέβασµα της
«αφάλης» και την τοποθέτηση του απαραίτητου καψυλίου τα πάντα ήταν έτοιµα ! ∆εν
φαντάζεστε τη χαρά µου, µετρώντας τα σκάγια που τρύπησαν το χαρτονάκι. Είχα πια
βαφτιστεί «κυνηγός» και µάλιστα καλός!
Πιο πάνω από το κτήµα που έµενε ο Εµµ.Πιτσιλαδής συναντούσες τον ηµιονικό δρόµο
για τα Φλίππια κοντά στα «Βρυσούδια», όπου υπήρχε δηµόσια βρύση µε συλλεκτήρα,
«γουρνέλ», για το πότισµα των ζώων. Σήµερα, το δροµάκι αυτό είναι µέρος του αµαξιτού
χωµατόδροµου που ξεκινά από τον «Πεύκο του Λουβιάρ» και καταλήγει στο
Μεγαλοχώρι. Ο δρόµος αυτός περνά κοντά (γύρω στα εκατό (100) µέτρα) από το
εξωκκλήσι του Άη Γιάννη του Προδρόµου (στα Φλίππια), στο πανηγύρι του οποίου στις
29 Αυγούστου, γινόταν τα µετέπειτα χρόνια αρχιερατική λειτουργία προεξάρχοντος του
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 12
µακαριστού Μητροπολίτου Χίου κυρού Χρυσοστόµου Γιαλούρη, ο οποίος
(ακολουθώντας παλιότερη συνήθεια του, της περιόδου πριν την εκλογή και ενθρόνισή
του ως µητροπολίτου) ερχόταν (ως αρχιµανδρίτης) σχεδόν κάθε καλοκαίρι για
ολιγοήµερες διακοπές στο πατρικό του κτήµα. Ήταν από τα µεγαλύτερα πανηγύρια της
περιοχής και µάζευε όλους τους γύρω παραθεριστές καθώς και πολλούς προσκυνητές
από το Μεγαλοχώρι αλλά προ πάντων από το Παλαιοχώρι. Θυµάµαι ότι ήταν τόσος ο
πανηγυριώτικος κόσµος, που είχε έντονο πρόβληµα πάρκινγκ ! Και φυσικά δεν µιλώ για
πάρκιγκ αυτοκινήτων, αλλά για πάρκιγκ υποζυγίων, δηλαδή για ένα δένδρο, µια ελιά,
όπου θα µπορούσες να δέσεις το ζώο σου και να το ξεσαµαρώσεις. Περιττό να πω, ότι
µετά τη θεία λειτουργία άρχιζε γλέντι τρικούβερτο µε ζωντανή µουσική, χορούς και
τραγούδια που κράταγε µεχρι αργά το απόγευµα.
Λίγο πριν τον Άη Γιάννη (στα Φλίππια) στα δεξιά του δρόµου (καθώς προχωρά κανείς
προς το εκκλησάκι) ήταν η καθισιά των οικογενειών Πρόβατου και Παπαπέτρου. Εδώ
παραθέριζε ο συνοµίληκος µου Σιδερής Παπαπέτρος µε την οικογένεια του όπως και ο
παππούς του ζωγράφος Πρόβατος στον οποίο θυµάµαι µ έστελνε ο πατέρας µου για να
φιλοτεχνήσει διάφορες πινακίδες που καθοδηγούσαν τους περαστικούς : «Προς Παναγία
Αηδονιάτισα», «Προς Άγιο Ιωάννη», «Προς Μεγαλοχώριον», κλπ, κλπ. Αριστερά του
δρόµου, και κοντά στην κορυφογραµµή του βουνού ήταν το πυργέλι του Παναγιώτη
Ντιβανή γνωστό ως «τ΄ Ντιβανή του ντάµ».
Συνεχίζοντας το δρόµο κατά µήκος της λαγκαδιάς της Άµαξος, µετά την διακλάδωσή του
µε τον ηµιονικό δρόµο προς στις Σπίθες και το Κρυονέρι, περνούσες από την πολυπληθή
καθισιά του ∆ηµήτρη Χριστέλλη, του ιεροψάλτου της Ευαγγελίστριας του
Παλαιοχωρίου (πατέρα των µετέπειτα και ιεροψαλτών Χρήστου και Μανόλη). Πιο πέρα,
κοντά στον Άγιο Αντύπα, απο την αριστερή πλευρά του δρόµου (ανεβαίνοντας τη κοίτη
του χειµάρου) ήταν το «πυργάκι» των Παρόληδων που υπήρξε πρόσκαιρη καθισιά του
∆ηµήτρη και της Ρηνούλας Σοφιανού και µετέπειτα του ∆ηµήτρη και της Γιασεµής
Κουτλή. Στο διπλανό κτήµα, δίπλα στον Άγιο Αντύπα ήταν το «πυργάκι» του ∆ηµητρού
και της Βασιλείας Aληγιάννη και αυτό του Αντώνη και της Μαρίας Αντωνάκα.
Στο πυργάκι των Παρόληδων µπορούσες να πάς και από ένα άλλο µονοπάτι που
ξεκινούσε από τον «πύργο» µας και διέτρεχε το βορειο-ανατολικό µέρος του κτήµατος
µας και συνέχιζε πλάϊ-πλάϊ στις πλαγιές της λοφοσειράς. Το µονοπάτι αυτό ήταν και ο
πιο σύντοµος δρόµος επικοινωνίας µεταξύ του δικού µας «πύργου» και του Αγίου
Αντύπα και περνούσε κάτω από τον πύργο και τον µπαχτσέ µιας άλλης πολυπληθούς
καθισιάς, αυτής των οικογενειών του Ιωάννη Κουτλή και αυτής του Νικόλα και της
Ζωής Μαυραγάνη µε παιδιά τον Κώστα τον Μανόλη και την Βενετία, την µετέπειτα
σύζυγο του Μιχάλη Κουτλή. Λίγο ψηλότερα στο βουνό και προς την κατεύθυνση προς
τα Φλίππια ήταν ο πύργος και ο µπαχτσές του Μιχάλη και της Αµερισούδας Κριτζά όπου
πήγαινα συχνά για να αγοράσω πρώϊµες αλίπαστες ντοµάτες, µελιτζάνες και φασολάκια.
Πιο µέσα από τον Άγιο Αντύπα, στη Βέρση έµενε η οικογένεια του Γεωργίου Στεργιανού
του µετέπειτα πεθερού του Μανώλη Τσαµπάνη. Στη ίδια περιοχή περίπου είχε την
καθισιά της και η Ειρήνη Ρηνέλ») Κουλουµέρη.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 13
Η απαρίθµηση των παραθεριστών της Άµαξος δεν τελειώνει εδώ. Πριν από το
καφενεδάκι της Άµαξος (ερχόµενος από το Πλωµάρι) και λίγο πριν από το ψηλό της
γεφύρι, παραθέριζαν οι οικογένειες του Φραγκίσκου Ιωακείµ και του ∆ηµητρίου
Βουλγαρέλη. Επίσης, αρκετές οικογένειες έµεναν από την άλλη πλευρά της λαγκαδιάς,
πιο πέρα από τον Άγιο Στάθη προς τη µεριά του Παλαιοχωρίου. Εκτός από την
οικογένεια του Ι. Λούπου που προανέφερα, εδώ έµενε η οικογένεια του καπνοπώλου
∆ηµητρίου Μουτζουρέλη, η οικογένεια της Μεταξίας Καρµατζού, καί ίσως ακόµη
κάποιες άλλες οικογένειες τα ονόµατα των οποίων δυστυχώς δε θυµούµαι.
Ο ∆ηµήτρης Ιωάννου Κουτλής
Τα τελευταία χρόνια, δίπλα στον Άη Στάθη, ήταν η µόνιµη κατοικία του ∆ηµήτρη και
της Γιασεµής Κουτλή. Αυτή ήταν και η τελευταία επιλογή για τη µόνιµη διαµονή τους
ύστερα από από µια σύντοµη διαβίωση στη πόλη του Πλωµαριού. Και τούτο γιατί δεν
τον χωρούσε τον ∆ηµήτρη το Πλωµάρι. Τον τραβούσε η Άµαξο που τον δάµασε, η
Άµαξο όπου µεγάλωσε, όπου ανδρώθηκε και που κατάφερε να την δαµάσει και να την
ηµερώσει. Γιατί ο ∆ηµήτρης το αγάπησε το µέρος αυτό και σιωπηλά το συντηρούσε. Και
ιδιαίτερα την εποχή που έµεινε ο µοναδικός της φιλοξενούµενος. Από τότε που όλοι οι
Αµαξιώτες (όπως και οι πιο πολλοί Πλωµαρίτες) «σνοµπάρισαν» την «εξοχή» του
βουνού και σαν µαγεµένοι από τα θέλγητρα της θάλασσας, (κατα)στάλαξαν στις κοντινές
παραλίες ή και παρέµειναν αµετακίνητοι στο χειµερινό τους στέκι, στη πόλη του
Πλωµαριού. Σε τούτο συνέβαλε κι ο γενικός ξερριζωµός των Πλωµαριτών κατά την
δεκαπενταετία 1955-1970. Αλλά κι όσοι πάλι από τούς ξενητεµένους (της ηµεδαπής και
του εξωτερικού) κατόρθωναν να κλέψουν δεκαπέντε-τριάντα µέρες το καλοκαίρι και να
επισκεφτούν το Πλωµάρι, αποθαρρύνοντο πια να «ξανανοίξουν» την εξοχή τους στο
βουνό µια και ο λιγοστός χρόνος τους θα κατηναλώνετο µάλλον για την επισκευή του
εξοχικού τους παρά για ξεκούραση. Ήταν βλέπεις και τα έξοδα συντήρησης του
εξοχικού, που ήταν απαγορευτικά για τους άρτι ορθοποδίσαντες ξενητεµένους. Ακόµη
και το γρήγορο ανέβασµα του βιοτικού επιπέδου έδρασε καταλυτικά προς την
κατεύθυνση της απόρριψης της διαµονής στα «πυργέλια» του βουνού. Οι υποτυπώδεις
εγκαταστάσεις υγιεινής στα περισσότερα εξοχικά, η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύµατος και
των ηλεκτρικών συσκευών (ψυγείο, πλυντήριο, ηλεκτρική κουζίνα και σκούπα,
ραδιόφωνο, γραµµόφωνο κλπ) στις οποίες είχε αρχίσει να συνηθίζει η Ελληνική
οικογένεια, φάνταζαν πια σαν ένα κακό όνειρο και η ζωή σ ένα «πυργέλι» του βουνού
φαινόταν να είναι προσιτή µόνο σε εκπαιδευµένους καταδροµείς. Και δεν ήταν µόνο
αυτό. Η έλλειψη δρόµων και το απρόσιτο της τιµής του αυτοκινήτου από τη µια, και το
γεγονός ότι ο ξενητεµένος είχε αποξενωθεί από την χρήση του ζώου από την άλλη,
έκαµαν αφ ενός µεν δύσκολη και δαπανηρή την πρόσβαση στα «πυργέλια» της εξοχής
και αφ ετέρου απέκλειαν τον ορεινό παραθεριστή από µια εύκολη πρόσβαση σε µια από
τις φανταστικές παραλίες της περιοχής και την δυνατότητα για ένα µπάνιο στη θάλασσα
χωρίς ταλαιπωρία. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια έχουν µηδενισθεί τα βασικώτερα
µειονεκτήµατα των µεσόγειων περιοχών, ενώ η παράλληλη συµφόρηση των
παραθαλάσσιων έχουν στρέψει το ενδιαφέρον πολλών στην ανέγερση σύγχρονων
κατοικιών σε ορεινές περιοχές και κυρίως κατά µήκος του άξονα Πλωµαρίου-
Μεγαλοχωρίου.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 11
Φραντζισκέλ») και την οικογένεια του οµογενή Γιάννη Καµπάνη, που όπως µου έλεγε
και ο ίδιος είναι ένας γνήσιος Αµαξιώτης. Ήταν για µένα πόλος έλξης η καθισιά των
Παλαιολόγου γιατί έβρισκα εκεί πάντα πρόθυµους τον Γιάννη και το Γιώργο
Παλαιολόγο να µου φτειάξουν ένα καραβάκι από «πέϊκα» (φλοιό του πεύκου) µε κατάρτι
από «ασπόρδελο», να το αρµατώσουν και να δοκιµάσουν την πλεύση του στη
«χαβούζα» (ανοικτή δεξαµενή νερού) του κήπου τους.
Το εκκλησάκι της Παναγιάς της Αηδονιάτισας είναι µέσα στο κτήµα του ∆ηµητρίου
Ραφτέλη απόγονοι του οποίου (όπως η Παπαδούλα Ραφτέλη-Βουνατσή) συνεχίζουν
σήµερα την φροντίδα για τον καλλωπισµό και την συντήρηση του παρεκκλησίου που
είχαν ξεκινήσει οι παληότεροι µεταξύ των οποίων πρωτεύοντα ρόλο είχε η Μαρία
Παπουτσάνη. Λίγο πιο πάνω από το ξωκκλήσι της Παναγιάς και αρκετά ψηλά στη
πλαγιά, από το αριστερό χέρι, ήταν η πολυπληθής καθισιά του ελαιοεκτιµητού Γιάννη
Τραγάκη Χήρα») πού είχε και «µπαχτσέ» δίπλα στη κοίτη του χειµάρου. Εκεί πέρναγε
πολλές ώρες ποτίζοντας τον µπαχτσέ του αντλώντας µε µια χειροκίνητη αντλία νερό από
ένα µικρό πηγάδι σκαµµένο στη άκρη της κοίτης βοηθούµενος πάντα απο τους γυιους
του, τον Μανόλη και τον Παναγιώτη.
Με το που προσπέρναγες τον µπαχτσέ του κυρ-Γιαννη, αριστερά, ψηλά στη πλαγιά του
λόφου, αντίκρυζες «τα µάρµαρά µας», το πάνω όριο του κτήµατός µας, να σε
καλοσωρίζουν ηγεµονικά. Το κτήµα µας ήταν περίπου στό µέσο της απόστασης που
χωρίζει την Παναγιά την Αηδονιάτισα και τον Άγιο Αντύπα, στην αριστερή πλευρά της
λαγκαδιάς καθώς ανέβαινες την κοίτη του λαγκαδιού, απέναντι από την απαρχή του
ηµιονικού δρόµου που σε έβγαζε στις Σπίθες και στο Κρυονέρι. Εδώ είχαµε και τον
«πύργο» µας όπου περνούσαµε κοντά δυο µήνες κάθε καλοκαίρι, Αύγουστο και
Σεπτέµβριο. Πάνω από το κτήµα µας ήταν η καθισιά του Μανόλη και της Μαρίας
Πιτσιλαδή, γονέων του Γαβρήλου, του δεινού κυνηγού, που αλώνιζε µε την µικρή του
«µπρουστουγεµή» όλα τα γύρω βουνά κυνηγώντας κάθε πετούµενο. Όταν ο Γαβρήλος
περνούσε από τον πύργο µας, χαρά µου ήταν να περιεργάζοµαι την «µονή»
(εικοσιοχτάρα ή τριανταδυάρα) µπρουστουγεµή του µε την οποία και θυµάµαι να έρριξα
την παρθενική µου τουφεκιά. Ήταν τότε που έπεισα τον πατέρα µου να µε αφήσει να
δοκιµάσω µια τουφεκιά, και η προετοιµασία άρχισε αµέσως. Έκοψα ένα χαρτονάκι από
ένα πακέτο τσιγάρων, δυσεύρετο τότε, καθώς οι πιο πολλοί αγόραζαν τσιγάρα χύµα, της
«κούτας», και το τοποθέτησα στο κορµό µιας ελιάς καµµιά εικοσαριά µέτρα µακρυά,
ενώ ο Γαβρήλος ετοίµαζε µια «αλαµανίσια» (µικρή) ριξιά. Με το κατέβασµα της
«αφάλης» και την τοποθέτηση του απαραίτητου καψυλίου τα πάντα ήταν έτοιµα ! ∆εν
φαντάζεστε τη χαρά µου, µετρώντας τα σκάγια που τρύπησαν το χαρτονάκι. Είχα πια
βαφτιστεί «κυνηγός» και µάλιστα καλός!
Πιο πάνω από το κτήµα που έµενε ο Εµµ.Πιτσιλαδής συναντούσες τον ηµιονικό δρόµο
για τα Φλίππια κοντά στα «Βρυσούδια», όπου υπήρχε δηµόσια βρύση µε συλλεκτήρα,
«γουρνέλ», για το πότισµα των ζώων. Σήµερα, το δροµάκι αυτό είναι µέρος του αµαξιτού
χωµατόδροµου που ξεκινά από τον «Πεύκο του Λουβιάρ» και καταλήγει στο
Μεγαλοχώρι. Ο δρόµος αυτός περνά κοντά (γύρω στα εκατό (100) µέτρα) από το
εξωκκλήσι του Άη Γιάννη του Προδρόµου (στα Φλίππια), στο πανηγύρι του οποίου στις
29 Αυγούστου, γινόταν τα µετέπειτα χρόνια αρχιερατική λειτουργία προεξάρχοντος του
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 12
µακαριστού Μητροπολίτου Χίου κυρού Χρυσοστόµου Γιαλούρη, ο οποίος
(ακολουθώντας παλιότερη συνήθεια του, της περιόδου πριν την εκλογή και ενθρόνισή
του ως µητροπολίτου) ερχόταν (ως αρχιµανδρίτης) σχεδόν κάθε καλοκαίρι για
ολιγοήµερες διακοπές στο πατρικό του κτήµα. Ήταν από τα µεγαλύτερα πανηγύρια της
περιοχής και µάζευε όλους τους γύρω παραθεριστές καθώς και πολλούς προσκυνητές
από το Μεγαλοχώρι αλλά προ πάντων από το Παλαιοχώρι. Θυµάµαι ότι ήταν τόσος ο
πανηγυριώτικος κόσµος, που είχε έντονο πρόβληµα πάρκινγκ ! Και φυσικά δεν µιλώ για
πάρκιγκ αυτοκινήτων, αλλά για πάρκιγκ υποζυγίων, δηλαδή για ένα δένδρο, µια ελιά,
όπου θα µπορούσες να δέσεις το ζώο σου και να το ξεσαµαρώσεις. Περιττό να πω, ότι
µετά τη θεία λειτουργία άρχιζε γλέντι τρικούβερτο µε ζωντανή µουσική, χορούς και
τραγούδια που κράταγε µεχρι αργά το απόγευµα.
Λίγο πριν τον Άη Γιάννη (στα Φλίππια) στα δεξιά του δρόµου (καθώς προχωρά κανείς
προς το εκκλησάκι) ήταν η καθισιά των οικογενειών Πρόβατου και Παπαπέτρου. Εδώ
παραθέριζε ο συνοµίληκος µου Σιδερής Παπαπέτρος µε την οικογένεια του όπως και ο
παππούς του ζωγράφος Πρόβατος στον οποίο θυµάµαι µ έστελνε ο πατέρας µου για να
φιλοτεχνήσει διάφορες πινακίδες που καθοδηγούσαν τους περαστικούς : «Προς Παναγία
Αηδονιάτισα», «Προς Άγιο Ιωάννη», «Προς Μεγαλοχώριον», κλπ, κλπ. Αριστερά του
δρόµου, και κοντά στην κορυφογραµµή του βουνού ήταν το πυργέλι του Παναγιώτη
Ντιβανή γνωστό ως «τ΄ Ντιβανή του ντάµ».
Συνεχίζοντας το δρόµο κατά µήκος της λαγκαδιάς της Άµαξος, µετά την διακλάδωσή του
µε τον ηµιονικό δρόµο προς στις Σπίθες και το Κρυονέρι, περνούσες από την πολυπληθή
καθισιά του ∆ηµήτρη Χριστέλλη, του ιεροψάλτου της Ευαγγελίστριας του
Παλαιοχωρίου (πατέρα των µετέπειτα και ιεροψαλτών Χρήστου και Μανόλη). Πιο πέρα,
κοντά στον Άγιο Αντύπα, απο την αριστερή πλευρά του δρόµου (ανεβαίνοντας τη κοίτη
του χειµάρου) ήταν το «πυργάκι» των Παρόληδων που υπήρξε πρόσκαιρη καθισιά του
∆ηµήτρη και της Ρηνούλας Σοφιανού και µετέπειτα του ∆ηµήτρη και της Γιασεµής
Κουτλή. Στο διπλανό κτήµα, δίπλα στον Άγιο Αντύπα ήταν το «πυργάκι» του ∆ηµητρού
και της Βασιλείας Aληγιάννη και αυτό του Αντώνη και της Μαρίας Αντωνάκα.
Στο πυργάκι των Παρόληδων µπορούσες να πάς και από ένα άλλο µονοπάτι που
ξεκινούσε από τον «πύργο» µας και διέτρεχε το βορειο-ανατολικό µέρος του κτήµατος
µας και συνέχιζε πλάϊ-πλάϊ στις πλαγιές της λοφοσειράς. Το µονοπάτι αυτό ήταν και ο
πιο σύντοµος δρόµος επικοινωνίας µεταξύ του δικού µας «πύργου» και του Αγίου
Αντύπα και περνούσε κάτω από τον πύργο και τον µπαχτσέ µιας άλλης πολυπληθούς
καθισιάς, αυτής των οικογενειών του Ιωάννη Κουτλή και αυτής του Νικόλα και της
Ζωής Μαυραγάνη µε παιδιά τον Κώστα τον Μανόλη και την Βενετία, την µετέπειτα
σύζυγο του Μιχάλη Κουτλή. Λίγο ψηλότερα στο βουνό και προς την κατεύθυνση προς
τα Φλίππια ήταν ο πύργος και ο µπαχτσές του Μιχάλη και της Αµερισούδας Κριτζά όπου
πήγαινα συχνά για να αγοράσω πρώϊµες αλίπαστες ντοµάτες, µελιτζάνες και φασολάκια.
Πιο µέσα από τον Άγιο Αντύπα, στη Βέρση έµενε η οικογένεια του Γεωργίου Στεργιανού
του µετέπειτα πεθερού του Μανώλη Τσαµπάνη. Στη ίδια περιοχή περίπου είχε την
καθισιά της και η Ειρήνη Ρηνέλ») Κουλουµέρη.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 13
Η απαρίθµηση των παραθεριστών της Άµαξος δεν τελειώνει εδώ. Πριν από το
καφενεδάκι της Άµαξος (ερχόµενος από το Πλωµάρι) και λίγο πριν από το ψηλό της
γεφύρι, παραθέριζαν οι οικογένειες του Φραγκίσκου Ιωακείµ και του ∆ηµητρίου
Βουλγαρέλη. Επίσης, αρκετές οικογένειες έµεναν από την άλλη πλευρά της λαγκαδιάς,
πιο πέρα από τον Άγιο Στάθη προς τη µεριά του Παλαιοχωρίου. Εκτός από την
οικογένεια του Ι. Λούπου που προανέφερα, εδώ έµενε η οικογένεια του καπνοπώλου
∆ηµητρίου Μουτζουρέλη, η οικογένεια της Μεταξίας Καρµατζού, καί ίσως ακόµη
κάποιες άλλες οικογένειες τα ονόµατα των οποίων δυστυχώς δε θυµούµαι.
Ο ∆ηµήτρης Ιωάννου Κουτλής
Τα τελευταία χρόνια, δίπλα στον Άη Στάθη, ήταν η µόνιµη κατοικία του ∆ηµήτρη και
της Γιασεµής Κουτλή. Αυτή ήταν και η τελευταία επιλογή για τη µόνιµη διαµονή τους
ύστερα από από µια σύντοµη διαβίωση στη πόλη του Πλωµαριού. Και τούτο γιατί δεν
τον χωρούσε τον ∆ηµήτρη το Πλωµάρι. Τον τραβούσε η Άµαξο που τον δάµασε, η
Άµαξο όπου µεγάλωσε, όπου ανδρώθηκε και που κατάφερε να την δαµάσει και να την
ηµερώσει. Γιατί ο ∆ηµήτρης το αγάπησε το µέρος αυτό και σιωπηλά το συντηρούσε. Και
ιδιαίτερα την εποχή που έµεινε ο µοναδικός της φιλοξενούµενος. Από τότε που όλοι οι
Αµαξιώτες (όπως και οι πιο πολλοί Πλωµαρίτες) «σνοµπάρισαν» την «εξοχή» του
βουνού και σαν µαγεµένοι από τα θέλγητρα της θάλασσας, (κατα)στάλαξαν στις κοντινές
παραλίες ή και παρέµειναν αµετακίνητοι στο χειµερινό τους στέκι, στη πόλη του
Πλωµαριού. Σε τούτο συνέβαλε κι ο γενικός ξερριζωµός των Πλωµαριτών κατά την
δεκαπενταετία 1955-1970. Αλλά κι όσοι πάλι από τούς ξενητεµένους (της ηµεδαπής και
του εξωτερικού) κατόρθωναν να κλέψουν δεκαπέντε-τριάντα µέρες το καλοκαίρι και να
επισκεφτούν το Πλωµάρι, αποθαρρύνοντο πια να «ξανανοίξουν» την εξοχή τους στο
βουνό µια και ο λιγοστός χρόνος τους θα κατηναλώνετο µάλλον για την επισκευή του
εξοχικού τους παρά για ξεκούραση. Ήταν βλέπεις και τα έξοδα συντήρησης του
εξοχικού, που ήταν απαγορευτικά για τους άρτι ορθοποδίσαντες ξενητεµένους. Ακόµη
και το γρήγορο ανέβασµα του βιοτικού επιπέδου έδρασε καταλυτικά προς την
κατεύθυνση της απόρριψης της διαµονής στα «πυργέλια» του βουνού. Οι υποτυπώδεις
εγκαταστάσεις υγιεινής στα περισσότερα εξοχικά, η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύµατος και
των ηλεκτρικών συσκευών (ψυγείο, πλυντήριο, ηλεκτρική κουζίνα και σκούπα,
ραδιόφωνο, γραµµόφωνο κλπ) στις οποίες είχε αρχίσει να συνηθίζει η Ελληνική
οικογένεια, φάνταζαν πια σαν ένα κακό όνειρο και η ζωή σ ένα «πυργέλι» του βουνού
φαινόταν να είναι προσιτή µόνο σε εκπαιδευµένους καταδροµείς. Και δεν ήταν µόνο
αυτό. Η έλλειψη δρόµων και το απρόσιτο της τιµής του αυτοκινήτου από τη µια, και το
γεγονός ότι ο ξενητεµένος είχε αποξενωθεί από την χρήση του ζώου από την άλλη,
έκαµαν αφ ενός µεν δύσκολη και δαπανηρή την πρόσβαση στα «πυργέλια» της εξοχής
και αφ ετέρου απέκλειαν τον ορεινό παραθεριστή από µια εύκολη πρόσβαση σε µια από
τις φανταστικές παραλίες της περιοχής και την δυνατότητα για ένα µπάνιο στη θάλασσα
χωρίς ταλαιπωρία. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια έχουν µηδενισθεί τα βασικώτερα
µειονεκτήµατα των µεσόγειων περιοχών, ενώ η παράλληλη συµφόρηση των
παραθαλάσσιων έχουν στρέψει το ενδιαφέρον πολλών στην ανέγερση σύγχρονων
κατοικιών σε ορεινές περιοχές και κυρίως κατά µήκος του άξονα Πλωµαρίου-
Μεγαλοχωρίου.
 
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 14
Κι όµως, ο ∆ηµήτρης Κουτλής, σε πείσµα των καιρών, αποφάσισε να µείνει στην Άµαξο,
χειµώνα καλοκαίρι, σνοµπάροντας όλες τις πολυτέλειες της σύγχρονης ζωής. Έµενε µε
τη Γιασεµή, που άξια τον φρόντιζε και συµµεριζόταν µαζί του τη φροντίδα των ζώων και
των µπαχτσέδων αλλά και το µάζεµµα της ελιάς. Ο ∆ηµήτρης, φρόντιζε την Άµαξο.
Φρόντιζε τα ηµιονικά µονοπάτια της, σαν να ήταν δικά του, για να µένουν πάντα
ανοικτά από τους βάτους, τους πρίνους τις αχλαδιές και τις τρικουτσιές, που κάθε χρόνο
επαναλάµβαναν την προσπάθειά τους να ξαπλωθούν στον ανοικτό χώρο των µονοπατιών
και να διεκδικήσουν την κυριαρχία των. Θυµάµαι τον ∆ηµήτρη, να περπατάµε στα
µονοπάτια της Άµαξος και της γύρω περιοχής, κι αν τύχαινε να έχει πάνω του ένα µικρό
τσεκούρι ή ένα βατοκόπτη βατοκόπο») στερεωµένο στη ζώνη του παντελονιού του, µε
το που έβλεπε κάποια «βατσνιά», πρίνο ή «ασπαρκιά» να εµποδίζει το διάβα µας,
αυτόµατα µπορώ να πώ, έπερνε τό σύνεργό του και ελευθέρωνε το δρόµο αφήνοντας τα
κοµµένα κλαδιά µε προσοχή πάνω σε κάποιο διπλανό φράχτη. Εκτός από τα δροµάκια
της Άµαξος, ο ∆ηµήτρης καθάριζε τις υδρορροές που τροφοδοτούσαν τις δηµόσιες
βρύσες και υδροσυλλέκτες της περιοχής και φρόντιζε να είναι καθαρά τα «γουρνέλια»,
όπου έβρισκαν τη δροσιά άνθρωποι και ζώα.
Ο ∆ηµήτρης Κουτλής φρόντιζε µε τον τρόπο του και τα εξωκκλήσια της περιοχής. Κάθε
χρόνο έπρεπε να φτειάξει τα κεραµίδια των, που τα είχαν χαλάσει τα «ατσίδια». Έπρεπε
να επιδιορθώσει τα σάπια τµήµατα των οροφών τους. Έπρεπε να τα καθαρίσει, να τα
ασβεστώσει και να ηµερέψει τον γύρο από αυτά περιβάλλοντα χώρο. Κι όταν πάλι
χρειαζόταν κάποια πιο µεγάλη επισκευή, πάλι ο ∆ηµήτρης έρριχνε το σύνθηµα για ένα
µεταξύ µας έρανο για να µαζέψουµε το απαιτούµενο χρηµατικό ποσό για την
συγκεκριµένη επισκευή.
Ο ∆ηµήτρης ήταν και µάστορας της πέτρας. Λές και γνωρίζονταν µεταξύ τους. Λές και
συνεργάζονταν σε µια προσπάθεια να οµορφήνουν την Άµαξο στολίζοντάς την µε
πεζούλες και «σέτια» φτειαγµένα από πέτρα της λαγκαδιάς, καλοαλφαδιασµένα και
στέρεα που αντιστάθηκαν στις καταρακτώδεις βροχές και τη διάβρωση από τα ορµητικά
ρυάκια αλλά και άντεξαν τα ποδοβολητά των αλόγων και των µουλαριών που έβοσκαν
ελεύθερα στα κτήµατα. Βλέποντάς τον να κτίζει µια πεζούλα, θαύµαζες τη σπιρτάδα του
µυαλού του, που τον βοηθούσε να διαλέξει µε γρηγοράδα τη πέτρα που θα «έδενε»
καλλίτερα µε τις άλλες στο ανέβασµα της πεζούλας. Πεζούλες που έκτισε ο ίδιος τις
βλέπω ακόµη και σήµερα, πενήντα χρόνια µετά, να στέκουν σαν χθεσινές, χωρίς
φουσκώµατα ή ξεχαρβαλώµατα, µνηµεία µιας τέχνης που ευτυχώς εξακολουθεί και
σήµερα να µας προσφέρει όµορφα δείγµατα νέων δηµιουργών.
Ο ∆ηµήτρης ήταν ο άρχοντας µιας περιοχής η αρχοντιά της οποίας άρχισε σιγά-σιγά να
χάνεται µε το φευγιό του από την Άµαξο και τη ζωή. Μας άφησε όµως ο ∆ηµήτρης
Κουτλής µια παρακαταθήκη χρήσιµη για όλους µας, που ελπίζουµε στη γη, την αγροτική
ζωή και την σωστή εκµετάλευση των φυσικών πόρων της περιοχής µας. Εξιστορώντας
τη ζωή του ∆ηµήτρη θέλω να επισηµάνω τα πιο προφανή. Ότι δηλαδή, χρησιµοποιώντας
µε φειδώ τα αγαθά της φύσης, δίδοντας σωστά στη γή αυτό που της πρέπει, παίρνεις
πολύ περισσότερα από αυτήν. Κτίζεις, για παράδειγµα τη πεζούλα και έτσι µαζεύεις το
νερό και ευκολύνεις την όσο µεγαλύτερη απορρόφησή του, προλαµβάνεις τη διάβρωση,
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 15
συγκρατείς τη κοπριά των ζώων και εκµεταλεύεσαι την ζωική λίπανση, κάνεις
ευκολώτερη την ελαιοσυλλογή και την εκµετάλευση του κτήµατος. Και η φύση στο
ξεπληρώνει µε το να αποθηκεύει περισσοτερο νερό για τους ξηρούς µήνες του
καλοκαιριού και να το διανέµει πλουσιοπάροχα στα ελαιόδενδρα για να κάνουν πυκνό
βλάστωµα και να κρατήσουν χυµώδη τον καρπό τους. Στο ξεπληρώνει, έτσι η φύση µε το
παραπάνω, µε την πλούσια ανάπτυξη των ελαιοδένδρων αλλά και µε την αποδοτικότητά
της γής σε κάθε λογής εκµετάλευση, όπως της σποράς των κουκιών, του βίκου, της
«αφατσιάς», του τριφυλλιού, στην καλλιέργεια της πατάτας, κλπ κλπ. Είναι σηµαντικό
να γίνει κατανοητό ότι η διατήρηση µιας υγιούς φυσικής ισορροπίας είναι στα χέρια του
καθενός µας, που ασχολείται µε τη γή. Αυτή είναι η παρακαταθήκη ανθρώπων όπως ο
∆ηµήτρης Κουτλής που αφήνουν στους νέους της περιοχής, αγρότες και µή, που θέλουν
τη προκοπή και την ευηµέρία του τόπου τους.
Η διαχείριση του νερού και ο οικογενειακός µπαχτσές
Χαρακτηριστικό της Άµαξος είναι ότι σχεδόν κάθε καθισιά, κάθε «πυργέλι», είχε και
πρόσβαση στη δική της φυσική πηγή νερού µάννα»), είχε το δικό της νερό, που ήταν
αρκετό όχι µόνο για την καθηµερινή λάτρα του σπιτιού αλλά και για την συντήρηση του
«οικογενειακού µπαχτσέ», που τη προµήθευε µε τα ευωδιαστά αλίπαστα κηπευτικά και
φρούτα. Συνήθως, η «µάννα» τροφοδοτούσε µια µεγάλη δεξαµενή, την «χαβούζα», της
οποίας η συνηθισµένη χωριτικότητα ήταν 6-12 κυβικά µέτρα. Η παροχή του νερού ήταν
τέτοια που για τις περισσότερες χαβούζες έφθανε ένα µε δύο εικοσιτετράωρα για να
γεµίσουν στην καρδιά του καλοκαιριού. Με το γέµισµα της χαβούζας έπρεπε να γίνει το
πότισµα ενός τµήµατος του µπαχτσέ, (µια, και µια γεµάτη χαβούζα δεν ήταν αρκετή για
το πότισµα όλου του µπαχτσέ), να αδειάσει, για να ξεκινήσει πάλι το ίδιο µοτίβο: το
γέµισµά της και στη συνέχεια το πότισµα και άδειασµά της κοκ. Ήταν η χαρά µας να
παρακαλουθούµε το νερό να τρέχει στους «ποτιστάδες», να δροσίζει τους βασιλικούς
πούταν φυτευµένοι σε διάφορα σηµεία των, να µοιράζεται το νερό στα αυλάκια γύρω
από τα «καβάλια» µε τις ντοµατιές, τις µελιτζανιές, τις αγγουριές, τις κολοκυθιές και
κάθε λογής πρασινάδες. Στους πιο πολλούς κήπους εύρισκες και «γαλιές» να
σκαρφαλώνουν σε κάποιο κοντινό δένδρο και να προβάλλουν τους καρπούς των σαν
µικρά διακοσµητικά πολυέλαια. Αλλά δεν ήταν το διακοσµητικό στοιχείο για το οποίο ο
κάθε µπαχτσές είχε τις γαλιές του. Ο καρπός της γαλιάς, ήταν πολλαπλά χρήσιµος
ξεραµένος καλά. Ήτο το κατ εξοχήν σωσσίβιο για τους αρχάριους κολυµβητές. ∆εµένη
µ ένα σπάγγο γύρω από το σώµα βοηθούσε τον µικρό (συνήθως) κολυµβητή στην
πλεύση και για να πάρει τον αέρα της θάλασσας. Οι ξηραµένες γαλιές µε κατάλληλα
κοµµένο το στρογγυλό κοµµάτι τους χρησιµοποιούντο και σαν µακρύχεροι µαστραπάδες
για την µετάγγιση λαδιού από τα κιούπια και τις στέρνες σε µικρότερα δοχεία. Σε τούτο
βοηθούσε ο µακρύς λαιµός της γαλιάς για µια εµβύθισή της στο βαθύ κιούπι ή τη
στέρνα. Αλλά και το µισό κοµµάτι από το στρογγυλό του καρπού της γαλιάς
χρησιµοποιείτο ως το κατ εξοχήν όργανο (σκεύος) για την συλλογή των αποµειναριών
λαδιού στα «πολύµια» των ελαιοτριβείων µετά την συλλογή του κυρίου όγκου της
παραγωγής µε τους µαστραπάδες
 Θυμάμαι ακόμη και τις ογκώδεις κιτρινι-πορτοκαλόχρωμες κολοκύθες (τις
χειμωνιάτικες) που πρόβαλαν καμαρωτά στα ευήλια μέρη του μπαχτσέ. Αυτές που θα
φυλλάσσονταν για τηγάνισμα το χειμώνα ή για το φτειάξιμο της κολοκυθόπιττας και των
άλλων κολοκυθονοστιμιών. Οι μπαχτσέδες είχαν και οποροφώρα της εποχής.
∆αμασκηνιές διαφόρων ειδών, τα μικρά κοκκινοπράσινα αυγοειδή δαμάσκηνα, τα λίγο
μεγαλύτερα λαδο-κίτρινα, τα βυσσινο-μελιτζανιά «ρεγκλότ» κλπ. Μηλιές, κερασιές και
καρυδιές ήσαν συνηθισμένες σ’ όλους σχεδόν τους μπαχτσέδες με τις καρυδιές να
υπερτερούν σε αριθμό στην παραποτάμια ζώνη. Μα το σήμα κατατεθέν του
Αμαξιώτικου φρούτου ήταν, κατά τη γνώμη μου, το πράσινο Σεπτεμβριανό ροδάκινο.
Που σε γέμιζε με ξεχωριστή ευωδιά, που την άφηνε να ανακατευθεί με το πλούσιο και
ιδιάζοντα γλυκό χυμό του για να τον κάμει νέκταρ πραγματικό της γεύσης και αιθέρια
απόλαυση της όσφρησης. Αξίζει το κόπο να το προωθήσουμε και να το διαδώσουμε ή
και να το εκμεταλλευτούμε εμπορικά σαν ένα βιολογικό αυθεντικό φρούτο. Αρκεί να μη
το μπασταρδέψουμε ή του αφαιρέσουμε την νοστιμιά, την ευωδιά και τη γεύση του με
ραντίσματα και λιπάσματα και το κάνουμε να καταλήξει σαν τα γαρύφαλλα που έπαψαν
να ευωδιάζουν.
Η «μάννα» του νερού κάθε καθισιάς δεν ήταν πάντα δίπλα στο κάθε «πυργέλι». Το νερό
για τη λάτρα του σπιτιού έπρεπε να μεταφερθεί από τη «μάννα» στο σπίτι. Και αυτή ήτο
μια καθημερινή δουλειά, κυρίως για μάς τα πιτσιρίκια. Οι πιο μικροί από μας
κουβαλούσαν το νερό με τα μικρά κουμάρια ενώ οι μεγαλύτεροι φορτώνονταν τις
μεταλλικές λαγήνες μια και το πλαστικό δεν είχε κάμει ακόμη την έφοδό του και δεν είχε
καν αρχίσει την περίοδο επικυριαρχίας του στο βασίλειο της οικοσκευής. Πιο μεγάλες
ποσότητες νερού τις κουβαλούσαμε με το γαϊδουράκι μας. Το «καπιστρώναμε» μόνο, για
να μπορούμε να τον καθοδηγούμε, και ρίχναμε στη γυμνή ράχη του ένα παληό «χιχμπέ»4
σε κάθε θήκη του οποίου τοποθετούσαμε και μια μεταλλική λαγήνα. Η μεταφορά του
νερού με το γυμνό γαϊδούρι απαιτούσε πάντοτε δυο από μας. Γιατί δεν είχαμε και
«λάστιχα» για να γεμίζουμε τις λαγήνες όπως ήταν πάνω στο ζώο. Έπρεπε να τις
βγάλουμε από το «χιχμπέ» να τις γεμίσουμε από το τρεχούμενο νερό, και να τις
επανατοποθετήσουμε στο «χιχμπέ». Ο πιο δυνατός ήταν αυτός που φόρτωνε,
επανατοποθετούσε δηλαδή τις λαγήνες στο «χιχμπέ». Ο αδυνατότερος, υποβάσταζε,
«φθούση», τη φορτωμένη λαγήνα μέχρις ότου επανατοποθετηθεί και η δεύτερη και
εξισοροπήσει το φορτίο πάνω στο γάϊδαρο. Αυτός ο τρόπος του κουβαλήματος του
νερού ήταν και ένα πρώτης τάξεως παιγνίδι για μας τους πιτσιρικάδες. Γιατί μας έδινε
την ευκαιρία να καβαλάμε το γάϊδαρό μας και να καμονόμαστε τους κάου-μπόϋδες των
αμερικανικών κινηματογραφικών ταινιών.
Πολλές φορές πάλι, μεταφέραμε μεγαλύτερες ποσότητες νερού για να ποτίσουμε
δενδρικά και λουλούδια είτε γύρω από τον πύργο μας είτε σε κοντινά κτήματα. Τότε
όμως επιστρατεύαμε τα μουλάρια στα οποία φορτώναμε μεγάλα σιδερένια «μπιντόνια»
νερού, απομεινάρια της Γερμανικής κατοχής. Ήταν μια δουλειά κοπιαστική που
επαναλαμβανόταν κάθε 10-12 μέρες ανάλογα με τις δουλειές των μεγαλυτέρων και την
4 Ο «χιχμπές» είναι ο τρίχινος δίσακκος, το λεγόμενο δισάκκι. Αποτελείτο από δύο ευρύχωρους σάκκους
(που να χωρούσε ο κάθε ένας μια μεγάλη καλαθίδα) ενωμένους μεταξύ τους με προέκταση του υφαντού
της εσωτερικής πλευράς κάθε σάκκου. Το μήκος του «χιχμπέ» ήταν τέτοιο ώστε να προσαρμόζει ανάλογα
πάνω στο σαμάρι ενός μουλαριού ή ενός γαιδουριού.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 17
ένταση της καλοκαιρινής ζέστης. Χρειαζόταν ένα με ενάμισυ μπιντόνι νερού για κάθε
«φτιφτί» (νεοφυτευμένο δενδρύλιο ελιάς) και λιγότερη ποσότητα για τις «φρίτζες», τα
λουλούδια, για ένα-δυο νεοφυτευμένα κυπαρίσσια και δυό-τρία νεοφυτευμένα πεύκα
γύρω από τον πύργο στον ίσκιο των οποίων προσβλέπαμε με μεγάλη καρτερία για τα
αμέσως επόμενα χρόνια. Μάλιστα ο πατέρας μου είχε την ευφυΐα να αναθέσει σε μένα
την ευθύνη και επίβλεψη της φροντίδας ενός από τα μικρά πευκάκια και στον αδελφό
μου ένα άλλο. Η έννοια μας να μη ξεραθούν αλλά και ο συναγωνισμός μας για το
ποιανού πεύκο θα μεγάλωνε γρηγορώτερα εξασφάλιζαν το κανονικό περιοδικό τους
πότισμα κατά το καλοκαίρι. Βέβαια δεν αξιωθήκαμε να απολαύσουμε τη σκιά τους.
Εγκαταλείψαμε την εξοχή μας πολύ πριν ανδρωθούν. Τα απολαμβάνω όμως τώρα, όταν
ο δρόμος μου με φέρνει προς τα εκεί.
Θυμάμαι ακόμα ότι δεν αφήναμε ούτε μια σταγόνα νερού να πάει χαμένη. Ο νεροχύτης
που ήτο εξωτερικά του σπιτιού, κατέληγε σε ένα συλλεκτήρα, καμωμένο από ένα παληό
«τενεκέ» λαδιού από τον οποίο είχε αφαιρεθεί η πάνω βάση του. Η υπερχείλιση του
συλλεκτήρα απέβαινε σε ένα αυλάκι (ποτιστήρα) όπου είχαμε φυτέψει κληματαριές που
προορίζαμε για τη «φρίτζα» της αυλής μας. Με το που γέμιζε ο τενεκές-συλλεκτήρας,
είχαμε την υποχρέωση να τον αδειάζουμε σε νεοφυτευμένα δενδρικά γύρω από τον
πύργο μας. Μούχει μείνει έντονη η θύμηση αυτής της οικονομίας νερού που κάναμε σε
μια εποχή που δεν υπήρχε καν η υποψία μιας επερχόμενης γενικευμένης λειψυδρίας και
σε αντίθεση με την αλόγιστη κατασπατάληση νερού που βλέπουμε σήμερα. Ακόμη
αντιπαραβάλλω με πολύ σκεπτικισμό όλες αυτές τις επίπονες προσπάθειες της
οικονομίας και μεταφοράς του νερού για οικιακή χρήση, για κηπευτικές καλλιέργειες και
δενδροφύτευση με τις σημερινές μηχανιστικές μέθοδες και τεχνικές που έχουν επιτρέψει
ακόμα και την μετατροπή των ξηρικών ελαιοκτημάτων σε παραγωγικώτερα ποτιστικά
αλλά και την σύγχρονη υδροδότηση νέων κατοικιών που αντικατέστησαν τα
παραδοσιακά «πυργέλια». Σ’ όποιο βουνό κι αν περπατήσει κανείς σήμερα, βλέπει την
κυριαρχία των πλαστικών σωλήνων («λάστιχα»), που είτε μεταφέρουν το νερό είτε
αποτελούν μέρος ενός ποτιστικού δικτύου βασισμένου στην μέθοδο της «διά στάγδην»
μεθόδου είτε, πάλι, είναι απομεινάρια παληότερων χρήσεων που εγκατελείφθηκαν στην
τύχη τους και στην έγνοια της κοινωνικά συνηδειτοποιημένης ομάδας πολιτών.
Στη νέα αυτή εικόνα του ορεινού Πλωμαριού βοήθησε η διάνοιξη αρκετών αγροτικών
δρόμων και η επιδότηση γεωτρήσεων που μετέτρεψαν τη περιφέρεια Πλωμαρίου σ’ ένα
πολυτρύπητο λαγήνι που συνεχώς στεγνώνει τον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής με
αλόγιστες χρήσεις ατομιστικής κυρίως εξυπηρέτησης. Η χωρίς ουσιαστική μελέτη
παροχή αδειών γεώτρυσης, ο ελλειπής έλεγχος των προδιαγραφών των (π.χ. βάθος και
επιτρεπόμενη παροχή γεώτρυσης) και η τελείως ανεξέλεκτη εκμετάλευσή των, είχε σαν
αποτέλεσμα παραδοσιακές πηγές να στερεύουν, «μάννες» μικρές να εξαφανίζονται και
πολλές καταπράσινες λαγκαδιές να μετατρέπονται σε νεκρές φύσεις. Αρκεί κανείς να
περπατήσει το δρόμο από το Μεγαλοχώρι προς την Αγιάσσο, στο ύψος του Αγίου
∆ημητρίου και Αγίου Αντώνη, για να δει τη κατάντια μιας απο τις ομορφότερες
λαγκαδιές της περιοχής. Μου φαίνεται ότι αν δεν μπει φρένο σ’ αυτή την ατομικιστική
προσέγγιση του σοβαρού αυτού θέματος της χρήσεως του νερού, δεν θα είναι πολύ
μακρύς ο χρόνος που θα μας φέρει αντιμέτωπους με προβλήματα πολύ πιο σοβαρά από
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 18
αυτά που αντιμετωπίζουν ήδη άλλες περιοχές της Ελλάδος, όπως, για παράδειγμα, ο
κάμπος της Μεσσαράς στη Κρήτη ή ο Θεσσαλικός κάμπος.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ
Καθημερινές ασχολίες στην εξοχή
/////
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 20
Η ζωή στην Άμαξο, όπως και σε κάθε εξοχή, δεν έμοιαζε καθόλου με αυτή της
πόλης. Κάθε ώρα της ημέρας είχε τις δικές της υποχρεώσεις και δραστηριότητες, όλες
γερά δεμένες με την αγροτική ζωή. Με το μάζεμα των καλοκαιρινών φρούτων και την
διατήρησή τους, με την περιποίηση των ζώων, την φροντίδα των κτημάτων, με το
μάζεμα των ξύλων για το χειμώνα και γενικά με κάθε τι που σχετίζετο με την
καλλιέργεια και εκμετάλευση της τροφοδότρας γης.
Το μάζεμα των σύκων
Οι δουλειές είχαν μια αυστηρή χρονική σειρά, λες και ακολουθούσαν το τυπικό κάποιας
ιεροτελεστίας. Πολύ πρωί, πριν καλά-καλά «κτυπήσει» ο ήλιος το κτήμα, έπρεπε να
αρματωθούμε με τη «γκατσουρίδα» και τη καλαθίδα και να πάρουμε μια βόλτα όλες τις
συκιές του κτήματος για να μαζέψουμε τα ώριμα σύκα που αποτελούσαν όχι μόνο το
απαραίτητο συνοδευτικό του πρωινού καφέ για μικρούς και μεγάλους, αλλά και μια
πρώτη ύλη για χειμωνιάτικες λιχουδιές μετά από κατάλληλη επεξεργασία. Φέρνω στη
μνήμη μου την συκαλευριά τη πασπαλισμένη με κανέλλα και τριμμένο καρύδι, τους
«καλόγερους»5, τα γεμιστά σύκα αλλά και τα διατηρημένα ξερά σύκα που
μοσχοβολούσαν μυρσινιά την οποία πάντα χρησιμοποιούσαν στο ζεμάτισμά τους. Το
πρωί λοιπόν, έπρεπε να μαζευτούν τα σύκα προτού πέσουν κάτω στη γή, όπου
καιροφυλλακτούσαν τα γαιδούρια και τα μουλάρια που έβοσκαν ελεύθερα στο κτήμα.
Και αυτό γινόταν πιο απαιτητικό, όταν τα καλοκαιρινά μελτέμια δεν άφηναν σύκο για
σύκο πάνω στις συκιές λες και ήταν στη δούλεψη των υποζυγίων μας. Γι’ αυτό και τις
καλλίτερες συκιές φροντίζαμε να τις έχουμε πάντα περιφραγμένες με πρόχειρους
φράκτες από χοντρά κλαδιά.
Στη πρώτη συκιά που φτάναμε, έπρεπε να κόψουμε δυο-τρία μεγάλα «σκιόφλα»
(συκόφυλλα) για να επενδύσουμε με αυτά το εσωτερικό της καλαθίδας, απαραίτητη
προϋπόθεση για να μη καταστρέφονται τα σύκα τριβόμενα στο τραχύ καλαμένιο τοίχωμά
της καθώς θα κουνιόντουσαν μέσα της με το βιαστικό βάδισμά μας στις απότομες
πλαγιές του βουνού ή πιεζόμενα από το ίδιο τους το βάρος αν τύχαινε και γέμιζε το
καλάθι μας.
Η βόλτα μου ξεκίναγε από τις μαυροσυκιές που ήταν στο δυτικό μέρος του πύργου μας.
Τέσσαρες-πέντε μαζί, πάντα κατάφορτες με πλούσιους σαρκώδεις καρπούς με τη πρωινή
δροσάτη γλύκα να σου κάθεται στο λαιμό και να σε δαιμονίζει να τρως ασταμάτητα. ∆εν
χρειαζόταν κάν να τα ξεφλουδίσεις. Αρκεί να είχες προλάβει το ξεγούφιασμά ή το
κουτσούλημά τους από τους πτερωτούς συνιδιοκτήτες που χαίρονταν αυτά τα υπέροχα
«βιολογικά» θαύματα της φύσης, όταν αυτά δεν τους γίνονταν παγίδες θανάτου που
εκμεταλλεύονταν μικροί κυνηγοί με τα «λάστιχα» (σφεντόνες) ή μεγάλοι με τις
«μπρουστουγιμές» τους. ∆εν ξέραμε τι θα πει ράντισμα, δεν σκουλίκιαζαν ποτέ τους
(εκτός κι αν τύχαινε οι να βρίσκονταν σε υγρό περιβάλλον), μόνο η σκόνη τα χάϊδευε και
5 Με το όνομα «καλόγερος» αναφερόμασταν σε ένα παρασκεύασμα που είχε σαν βάση το καρύδι και την
συκαλευριά. Ψύχες καρυδιού περασμένες σε κλωστή, σαν χάντρες κομπολογιού, βουτιόντουσαν
επανειλημμένα μέσα στη ζεστή συκαλευριά και πέρνανε το σχήμα λαμπάδας. Ύστερα κρεμόντουσαν στον
αέρα για να στεγνώσει (ξηραθεί) η συκαλευριά και μετά φυλλάσσονταν για αργότερη χρήση.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 21
η οποία εύκολα απομακρύνετο μ’ ένα απλό φύσημα. Είναι πράγματι μικρά θαύματα αυτά
τα σύκα από τις ξηρικές συκιές που τα βρίσκεις σε κακοτράχαλες και απόκρυμνες
πλαγιές αφημένες στην έγνοια και την φροντίδα του δημιουργού τους. Ένα προσεκτικό
κλάδεμα μόνο απαιτούσαν οι συκιές από τον άνθρωπο αν και αυτό δεν ήταν και τόσο
απαραίτητο μια και κάθε επίσκεψή μας άφηνε και αρκετά σπασμένα κλαδιά απάνω τους.
Κι έτσι πολλές φορές περιοριζόμασταν στην απομάκρυνση των ξερών κλαδιών.
Τα πιο νόστιμα από τα μαυρόσυκα ήταν αυτά που άρχιζαν να «ψταλιάζουν», που άρχιζαν
να κρέμονται σαν σκουλαρίκια στο λαιμό των τυχερών συκόφυλλων που καμάρωναν για
τα στολίδια τους. Αυτά είχαν την γλύκα που σε έπνιγε. Κι αν τύχαινε νάχεις και κανένα
φρέσκο καρύδι, τότε μπορούσες να περιμένεις να γυρίσεις σπίτι και να φτειάξεις αυτό το
απερίγραπτο μείγμα της γεύσης και της ευωδιάς, ένα φρέσκο καλογινομένο σύκο γεμιστό
με φρέσκια ψύχα καρυδιού. Ένα θεϊκό έδεσμα που είχε μόνο ένα ανταγωνιστή του: τον
ίδιο του τον εαυτό στη χειμερινή του έκδοση, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το γεμιστό
φουρνιστό σύκο με γέμισμα ψιλοκομμένη ψύχα καρυδιού ανάκατη με το κατάλληλο
μείγμα από ινδικά μπαχάρια.
Τα μαυρόσυκα ήταν και τα πρώτα που ωρίμαζαν. Τα μαζεύαμε όλα. Μικρά μεγάλα,
μισοφάγωτα από τα πουλιά, ακόμα και αυτά που είχαν πέσει στη γή και τάχει αποξεράνει
ο ήλιος. Η ταξινόμησή τους θα γινόταν αργότερα με την επιστροφή στον πύργο, όπου
ξεχωρίζαμε τα φαγώσιμα της ημέρας από τα υπόλοιπα. Εκεί τα αναλάμβανε η γιαγιά μου
η Σουλτάνα για να τα απλώσει στον ήλιο για αποξήρανση. Μετά τις μαυροσυκιές,
έπαιρνα την ανηφόρα και επισκεπτόμουνα τις ασπροσυκιές κυρίως τα πολίτικα και τα
περκούλια. Η ίδια δουλειά κι εδώ. Κλαδί-κλαδί με την γκατσουρίδα είτε από κάτω είτε
σκαρφαλωμένος στη συκιά επιθεωρούσα κάθε σημείο της συκιάς όπου θα μπορούσα να
βρώ ένα σύκο, λες και επρόκειτο να βαθμολογηθώ γι’ αυτή μου τη δουλειά. Την ίδια
εποχή, ωρίμαζε τους καρπούς της και μια άλλη ποικιλία που είχαμε, ίσως και μοναδική,
που έδινε πολλά σύκα σε χρώμα μελιτζανί και γι’ αυτό την αποκαλούσαμε
«μελιτζανοσυκιά». Πιο όψιμες ήταν οι αυγοσυκιές, που έδιδαν υπέροχα μεγάλα σαρκώδη
σύκα, χαρά των οφθαλμών και της γεύσης. Αλλά έπρεπε να περιμένει κανείς τέλη
Αυγούστου και αρχές του Σεπτέμβρη για να χαρεί τη νοστιμιά τους ανάκατη με τη
δροσιά του πρωινού που αυτή τη περίοδο άρχιζε να γίνεται εντονότερη.
Είχαμε συκιές και σ’ άλλα κτήματα. Κι όλες τις μαζεύαμε. Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο.
Γι’ αυτό κατά τακτά χρονικά διαστήματα έπρεπε να πάρω το μουλάρι και να κάνω βόλτα
τα κτήματά μας και να μαζέψω τα σύκα. Στα κτήματα αυτά δεν αφήναμε ελεύθερα ζώα
για να βοσκήσουν την περίοδο αυτή. Ήταν «σοθίρια», καλά περιφραγμένα. Κι έτσι, δεν
υπήρχε φόβος να χαθεί η συκοπαραγωγή. Τα πιο πολλά σύκα τα εύρισκα πεσμένα στο
έδαφος πάνω στα χόρτα κάτω από τις συκιές, έχοντας διανύσει την μισή διεργασία της
φυσικής αποξήρανσής τους εκτεθειμένα στον καυτό καλοκαιρινό ήλιο. Τα μάζευα όλα
και τα έφερνα στη γιαγιά που τα ξεδιάλεγε. Αυτά που θεωρούσε ακατάλληλα, τα
ξεχώριζε και τα προόριζε για τα ζώα. Θα τα χρησιμοποιούσαμε το χειμώνα, για να
γλυκαίνουμε τη κούραση όλων των ζώων μας που θα σήκωναν στη πλάτη τους το
μαξούλι της χρονιάς. Μικρές λιχουδιές σαν κι αυτές τα έκανε να νοιώθουν σαν μικρά
παιδιά που ξέρουν την ώρα που θα πάρουν το αγαπημένο τους γλυκό. Έπρεπε όμως κι
αυτά τα σύκα να ξεραθούν καλά, να ζεματιστούν σε νερό αρωματισμένο με μυρσινι

όπως και αυτά που προορίζονταν για την δική µας χρήση, να στεγνώσουν και να
αποθηκευτούν κατάλληλα. Οι «απλωταριές» ήταν συνεχώς γεµάτες. Υφίσταντο την
καθηµερινή επιθεώρηση από την γιαγιά µας, που µεριµνούσε για την ξήρανσή τους,
άλλοτε γυρίζοντας τα σύκα τα πάνω-κάτω κι άλλοτε αποσύροντας από την διαδικασία
της αποξήρανσης τα «γινοµένα». Ήταν µια δουλειά που χρειαζόταν υποµονή και µεράκι
και µπορώ να πω η γιαγιά τάχε και τα δυό.
Τα ξηραµένα και ζεµατισµένα σύκα ήταν αυτά µε τα οποία θα µας τράταρε (κερνούσε)
το χειµώνα όταν την επισκεπτόµασταν στο σπίτι της ή που θα µας εφοδίαζε τα πρωινά
καθώς περνούσαµε να την καληµερίσουµε πηγαίνοντας στο Γυµνάσιο. Ήταν η
«σοκολάτα» της εποχής, που ποτέ δεν απαξιώθηκε, όπως οι σηµερινές λιχουδιές, που τις
βλέπεις µισοφάγωτες πεταµένες σ όποιο δρόµο κι αν περπατήσεις. Το σύκο, το καρύδι,
το κάστανο, τα κυδώνια, τα ρόδια και τα πορτοκάλια ήταν από τα καλλίτερα εδέσµατα
των σχολικών µας διαλειµµάτων.
Εκτός από την ξήρανση των σύκων, µαζεύαµε και ξηραίναµε τα δαµάσκηνα και τα
περισσευούµενα απίδια τα οποία και ξεραίναµε κοµµένα σε χοντρές φέτες
απδουκόµµατα»). Τα ξηρά δαµάσκηνα ήταν η αγάπη της γιαγιάς. Τα χρησιµοποιούσε
ολογυρίς το χρόνο σαν ήπιο καθαρκτικό αλλά και για µια λιχουδιά που άφηνε να λειώσει
σιγά-σιγά στο στόµα της. Τα δαµάσκηνα µετά την αποξήρανσή τους έπρεπε κι αυτά να
ζεµατιστούν και να στραγγίξουν στον ήλιο. Τα απδουκόµµατα προορίζοντο
αποκλειστικά για τα ζώα. Και τούτο γιατί δεν είχαµε την εµπειρία της διατήρησής τους
ανάλογη µε αυτή των σύκων και των δαµάσκηνων.
Η καθηµερινή φροντίδα των οικόσιτων ζώων
Τα πρωινά, εκτός από το µάζεµα των σύκων είχαµε να φροντίσουµε τα ζώα και τα
πουλερικά. Στο βουνό η επαφή µε τα οικόσιτα και µη ζώα ήταν πιο άµεση, και η δική
µας συµµετοχή στην φροντίδα τους ήταν πολύ πιο µεγάλη από αυτή που είχαµε στη πόλη
και κατά την περίοδο του σχολείου. Με το ξηµέρωµα έπρεπε να βγούν οι κότες από το
κοτέτσι να πάρουν το πρωϊνό τους, ανακατεµµένο νταρί (καλαµπόκι) µε σιτάρι αλλά και
υπολείµατα τροφών της περασµένης µέρας, να ξεδιψάσουν µε καθαρό νερό και να
αφεθούν ελεύθερες να βοσκήσουν στις ελαιοπεζούλες κάτω από το άγρυπνο µάτι όλων
των µελών της οικογένειας για τυχόν αποµάκρυνσή τους από τη ζώνη ασφαλείας που
είχαµε θέσει αλλά και για τυχόν απόπειρες υφαρπαγής των από κάποιο γεράκι ή αλεπού.
Με το άκουσµα του διαπεραστικού «σφυρίγµατος» ενός ή περισσοτέρων γερακιών,
αρχίζαµε τα «αγιού» για να αποτρέψουµε κάθε απόπειρα εφόρµησής τους
προστατεύοντας έτσι τις κόττες και τους πετεινούς που προσπαθούσαν να βρουν
καταφύγιο κάτω από ένα πυκνό φύλλωµα δένδρου ή σε κάποιο «κούφωµά» του. Εκτός
από τα γεράκια, τα πουλερικά είχαν και άλλους δυο ύπουλους εχθρούς, τα ατσίδια και τις
αλεπούδες. Γι αυτό, έπρεπε το κοτέτσι να εκπληρούσε τέτοιες προδιαγραφές ασφαλείας,
που θα απέτρεπαν απώλειες από αυτούς τους επιβουλείς. Ακούγαµε τακτικά ιστορίες για
τη δράση των αλεπούδων αλλά και για οµαδικούς αφανισµούς µικρών κοτο-κοπαδιών
από ατσίδι που βρίσκοντας τρόπο να µπεί στο κοτέτσι κατέπνιγε κάθε ένα πουλερικό για
να χορτάσει την δίψα του για ζωϊκό αίµα. Έπρεπε ακόµη να καθαριστεί το κοτέτσι και
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 23
να τακτοποιηθεί η «φωλιά», µε το απαραίτητο άχυρο και το «φόλι», που θα υποδεχόταν
τα αυγά της ηµέρας. Ζεστά φρέσκα αυγά ήταν ό,τι έπρεπε για ένα προµεσηµβρινό ή
απογευµατινό «κρόκ» µε πολλή ζάχαρη και λίγες σταγόνες από µυρωδάτο κονιάκ.
Στη συνέχεια των πρωϊνών εργασιών ήταν η σειρά της φροντίδας των δύο-τριών
κατσίκων που είχαµε. Έπρεπε να τις αρµέξουµε και να δώσουµε το γάλα στη µητέρα για
να το βράσει και να ετοιµάσει το πρωϊνό ρόφηµα ή και να το αποθηκεύσει στο «κουµλί»
µε το τραχανόγαλο για την παρασκευή του τραχανά. Συνήθως γλυκαίναµε τις κατσίκες
µε αποµεινάρια φρούτων ή/και µε περισσεύµατα λαδερών φαγητών της προηγουµένης
µέρας. Μετά το πότισµά τους τις παίρναµε και τις πηγαίναµε σε περιοχές πλούσιες σε
βοσκή. Για να µπορέσουµε να εκµεταλλευτούµε καλλίτερα τα βοσκήσιµα µέρη, δέναµε
κάθε κατσίκα σε ένα σιδερένιο κρίκο προσαρµοσµένο σε ένα µακρύ σιδερένιο στέλεχος
σε σχήµα καρφιού (πάσαλο), που το στερεώναµε καρφώνοντάς το µε µια βαρειά πέτρα
στο έδαφος. Το «καρφί» µε τον κρίκο το κουβαλούσαµε µαζί µε τις κατσίκες. Ήταν
απαραίτητα για να δέσουµε µια κατσίκα µε ασφαλή τρόπο έτσι ώστε να περιορίζεται η
περιοχή της βοσκής της µακρυά από τα λιόδενδρα ή άλλα δένδρα τα οποία και
προστατεύαµε από την αδηφάγο µανία της και από το χούϊ της να ξεφλουδίζει τους
κορµούς των (κυρίως των πιο τρυφερών). Έπρεπε ακόµα να προστατεύσουµε τις απιδιές
ή τα πρωτόβγαλτα «µπόλια» αχλάδων που λόγω του µπολιάσµατος είχαν απογυµνωθεί
επικίνδυνα από τις προστατευτικές ακίδες τους. Σπάνια «µετανοίζαµε» τις κατσίκες µας
και τούτο αν το θεωρούσαµε απαραίτητο. Προσέχαµε ακόµη και την ασφάλεια των ίδιων
των ζώων και έπρεπε να τις αφήναµε δεµένες µε τη σιγουριά ότι δεν θα ήταν εύκολο να
µπλεχτούν στο σχοινί τους ή να γκρεµιστούν από µια απότοµη πλαγιά ή πεζούλα.
Αφήναµε τις κατσίκες δεµένες στον σιδερένιο κρίκο για λίγες ώρες και µετά τις
µεταλλάζαµε, τις πηγαίναµε δηλαδή σε άλλο µέρος, εξασφαλίζοντας έτσι τον
ανεφοδιασµό της τροφής τους. Τις µεσηµεριανές ώρες, µετά από το πότισµά τους,
προτιµούσαµε να τις δέσουµε σ ένα σκιερό πλατάνι ζωσµένο µε πλούσιο φύλλωµα
κισσού. Ο κισσός ήταν η αγάπη κάθε κατσίκας, γι αυτό πολλές φορές πλούσια
φυλλώµατα κισσού γίνονταν αιτία έριδας µεταξύ ενδιαφεροµένων κατοίκων της
περιοχής για την διατροφική εκµετάλλευσή τους. Γι αυτό το θεωρούσαµε µεγάλη
επιτυχία να ανακαλύψουµε νέα πλούσια φυλλώµατα κισσού είτε σε αποµακρυσµένα
µέρη ή πάνω σε πλατάνια της ρεµατιάς. Ήταν ένα από τα παιχνίδια µας να
σκαρφαλώνουµε σε τέτοια πλατάνια να κόβουµε το κισσό και φορτωµένοι µ αυτόν να
τον φέρνουµε καµαρωτοί στο πύργο έτοιµοι να δρέψουµε τα «µπράβο» των
µεγαλύτερων. Φρέσκα φύλλα ελιάς ή καρυδιάς ήταν επίσης µερικά από τα αγαπηµένα
εδέσµατα για τις κατσίκες. Γι αυτό όταν ερχόταν ο καιρός που «ράβδιζαν» τις καρυδιές,
εκτός από το «κουκολόϊ» µαζεύαµε σε σακκιά τα πεσµένα στο έδαφος καρυδόφυλλα µε
µεγάλη λαχτάρα για να τροφοδοτούµε το µενού των «ζωντανών» µας.
Οι κατσίκες που δεν είχε τύχει να «λαστούν» (να µείνουν έγκυες) πριν ανεβούµε στο
βουνό, µας έδιναν ένα πρόσθετο πονοκέφαλο. Έπρεπε να τις πάµε στον «τράγο» τις
κατάλληλες ώρες πράγµα που πολλές φορές άλλαζε τη ροή της ρουτίνας της ηµέρας µας,
γιατί δεν υπήρχαν κοντά στο πύργο µας µαντριά που φιλοξενούσαν κι ένα τράγο. Το πιο
κοντινό στο πύργο µας ήταν στου Ντιβανή το πεύκο και η µετάβαση εκεί σύροντας µια
κατσίκα πίσω µας σε µια ατέλειωτη ολόρθη ανηφόρα που τον χώριζε από το πύργο µας,
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 24
ήταν µια όχι και τόσο εύκολη υπόθεση. Έπρεπε όµως να γίνει κι αυτό για να έχουµε τη
χαρά να δούµε κατσικάκια το χειµώνα και να «κατεβάσει» γάλα η κατσίκα.
Μετά τις κατσίκες σειρά στις πρωϊνές «υπηρεσίες» είχαν τα µεγάλα ζώα, µουλάρια και
γαϊδούρια. Έπρεπε κι αυτά να ποτιστούν και να γλυκανθούν µε αποµεινάρια φρούτων
και λαχανικών, που τα µαζεύαµε οληµερίς µέσα σε «γιρντέλια» (κουβάδες) από την
προηγούµενη. Τους δίναµε όµως και µια-δυο χούφτες ξηρά κουκιά για να τα
ενισχύσουµε και να τα δυναµώσουµε για να µπορέσουν να αντέξουν το επερχόµενο
«µαξούλι», να αντέξουν δηλαδή το βάρος των «γουµαριών» και τη µεταφορά τους όπως
και αυτή των ανθρώπων της ελαιοσυλλογής και να ανταποκριθούν ικανοποιητικά σ όλη
γενικά τη σκληρή δουλειά του χειµώνα. Ήταν τόση η αγάπη των ζώων στα κουκιά, που
άν θελαµε να τα καλέσουµε δεν είχαµε παρά να βάλουµε λίγα σ ένα κουβά και να τα
«κουδουνίσουµε» για να ακούσουµε τα ποδοβολητά τους και να αισθανθούµε τη
λαχτάρα τους σε µηδενικό χρόνο. Πολλές φορές γινόταν και κατάχρηση αυτής της
λαχτάρας των ζώων µας. Όταν, για παράδειγµα θέλαµε να χρησιµοποιήσουµε ένα από τα
ζώα µας, βάζαµε 4-5 µικρές πέτρες σ ένα κουβά, τις κουδουνίζαµε και σε ελάχιστο
χρόνο ακούγαµε τα ποδοβολητά των µουλαριών και των γαϊδουριών που αγωνίζονταν
πιο θα φτάσει πρώτο στον κάγκελο δίπλα από το πύργο µας.
Για να ποτίσουµε τα ζώα έπρεπε να τα πάµε στη «χαβούζα». Γι αυτό τα καπιστρώναµε
και καβαλώντας τα «γυµνά», πηγαίναµε στην «γλιστέρνα» («χαβούζα»). Τα µουλάρια
θέλανε πολύ νερό για να ξεδιψάσουν. Τρεις µε τέσσαρες κουβάδες νερό (καµµιά φορά
και περισσότερο) χρειάζονταν για κάθε µουλάρι και το µισό περίπου από αυτό για κάθε
γαϊδούρι. Η χαρά µου ήταν να σιγοσφυρίζω συνοδεύοντας το σβήσιµο της δίψας τους.
Το νερό έπρεπε να ήταν καθαρό και πάντα από πηγές γνωστές µας. Ο φόβος και ο
τρόµος µας ήταν οι βδέλλες του νερού που συνήθως υπήρχαν σε διάφορες πηγές όπως
και σε µερικές στο δρόµο από το Πλωµάρι προς την Άµαξο.
Μετά το πότισµα, φιλεύαµε τα ζώα µε αποµεινάρια φρούτων όπως τις
«καρπουζότσιφλις», παραγινοµένα απίδια, πρασινάδες και υπολείµµατα από κηπευτικά.
Χαρακτηριστικό της ζωής µας στην εξοχή, ήταν ότι δεν περίσσευαν σκουπίδια για
πέταγµα. Κάθε αποµεινάρι τροφής και φρούτου, κάθε κόκαλο και άγανο εύρισκε τον
πελάτη του. Τις γάτες, τον σκύλο, τις κότες, τις κατσίκες, τα υποζύγια. Τίποτε δεν
πήγαινε χαµένο. Ούτε η εφηµερίδα ή τα διάφορα χαρτιά περιτυλίγµατος, που ούτως ή
άλλως ήταν δυσεύρετα, µια και αποτελούσαν την πιο εύκολη λύση για το προσάναµµα.
Χαρακτηριστική αντίθεση µε την σηµερινή πολιορκία µας από τα οικογενειακά µας
σκουπίδια είτε αυτά αποτελούν αποµεινάρια φαγώσιµων είτε είναι υλικά συσκευασίας.
Συµπληρώνοντας το ζωικό βασίλειο της εξοχής µου δεν µπορώ παρά να αναφερθώ στις
γάτες του σπιτιού και τον σκύλο του ∆ηµήτρη Κουτλή, την «Έλλη», που µας έκανε
τακτική συντροφιά καθ όλη τη διάρκεια της εξοχής µας. Ήταν ο φίλος µας και ο
φύλακάς µας. Γνώριζε τους φίλους µας, που τους υποδέχετο µε ένα κούνηµα της ουράς.
Τους ξένους του σπιτιού τους γαύγιζε δυνατά όχι µόνο όταν πλησίαζαν στο πύργο µας,
αλλά και όταν διάβαιναν το δρόµο της ρεµατιάς 100-150 µέτρα µακριά από τον πύργο.
Αυτό που µου έµεινε έντονα χαραγµένο στη µνήµη µου από την «Έλλη», ήταν η
αποταµίευση του φαγητού που έκαµε. Κόκαλα κυρίως αλλά και ξεροκόµµατα ψωµιού τα
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 25
έπαιρνε και τα έθαβε προσεκτικά σε λακκούδια που έσκαβε στο έδαφος σε διάφορα
σηµεία λίγο πιο πέρα από τον πύργο. Κι όταν της ερχόταν η όρεξη, τα ξέθαβε και
ικανοποιούσε την πείνα της ή την επιθυµία της να σιγογλείψει και να τραγανίσει ένα
κόκαλο. Το µόνο πρόβληµα µε την «Έλλη» ήταν οι δυο γάτες του σπιτιού, ο «Ντίνος»
και η «Λουκία». ∆εν τους χωρούσε ποτέ το ίδιο µέρος. Οι γατοσκυλοκαβγάδες ήταν
πολύ συνηθισµένοι αλλά δεν κρατούσανε πολύ. Κάθε ένας γρήγορα αποµονώνετο στο
µέρος του και επήρχετο η ανακωχή. Οι γάτες µας είχαν εξαιρετική συµβολή στην ζωή
της εξοχής. «Καθάριζαν» τον γύρο χώρο από κάθε λογής «συρνούµενο» µια και τους
ήταν όχι µόνο εκλεκτός µεζές αλλά και φυσικός τρόπος ζωής. Η σηµαντικώτερη όµως
προσφορά τους ήταν το ότι κρατούσαν τους ποντικούς µακρυά από τον πύργο και τούτο
γιατί τα ποντίκια, όπως και τα πουλιά, ήταν τα συναρπαστικότερα από τα κυνήγια τους.
Ιστορίες µε γάτες και γάτους
χω ακούσει πολλές ιστορίες για γάτες-κυνηγούς. Μεγαλύτερη εντύπωση όµως µου έκανε
η διήγηση της κυρά-∆έσποινας «τ Μπιζιριού» για τα κυνήγια της γάτας της. Όπως
διηγιόταν σε παρέα στο καφενείο της όπου είχε αρχίσει η κουβέντα, µια Σεπτεµβριανή
νύχτα µετά τα µεσάνυχτα, κι ενώ το µελτεµάκι ανακάτευε σκόρπια ξερά φύλλα και
σκόνη του χωµατόδροµου, άκουγε θόρυβους έξω από το πυργάκι της σαν από ελαφρύ
βουβό πετροβολητό προερχόµενους. Ήταν τότε η εποχή, που πόρτες και παράθυρα δεν
σφαλούσαν ποτέ, δεν κλείδωναν ερµητικά κι έτσι µπορούσες να απολαµβάνεις τη δροσιά
της νύχτας και τον λαφρύ βουνήσιο αγέρα και συγχρόνως να έχεις καλή επαφή µε τον
έξω του σπιτιού χώρο. Αυτό το αίσθηµα του βουβού πετροβολητού ήταν άγνωστο στην
κυρά-∆έσποινα. ∆εν ήταν άγνωστο όµως στους κυνηγούς που ξέρουν ότι αυτός ο
θόρυβος προέρχεται από την «προσεδάφιση» των ορτυκιών που, κουρασµένα από το
µακρινό τους ταξίδι, έρχονταν να ξαποστάσουν στα µέρη µας για να συνεχίσουν το
ερχόµενο βράδυ το ταξίδι τους προς τις χώρες τις Αφρικής6. Μέσα σ αυτή την αγωνία
της νύχτας, η κυρά- ∆έσποινα µπόρεσε να αντιληφθεί τη γάτα της να µπαινοβγαίνει στο
σπίτι. Μια-δυο και τρείς φορές µπαινοβγήκε η γάτα και συνέχιζε να το κάνει αυτό,
πράγµα που έκαµε την κυρά-∆έσποινα να σηκωθεί από το στρώµα της για να δεί τι
γίνεται. Και έκθαµβη αντικρύζει ένα σωρό από ορτύκια που η γάτα-κυνηγός της τα
έφερνε «κυνήγι», ένα-ένα στο σπιτικό της.
Για να µεταφέρουµε τις γάτες του σπιτιού στην εξοχή, δεν µπορώ να πω ότι είχαµε την
σηµερινή πολυτέλεια των µικρών κλουβιών που χρησιµοποιούµε σήµερα για την
µεταφορά τους στα µέσα µαζικής µεταφοράς, αυτοκίνητα, πλοία και αεροπλάνα. Ούτε
συνηθίζετο να τα κουβαλάµε στη αγκαλιά µας όπως γίνεται σήµερα. Στην εποχή του
1950, η πιο πολυτελής έκδοση ενός τέτοιου κλουβιού ήταν µια «µπούρδα», ένα
τσουβάλι, από αυτά που χρησιµοποιούσαµε για να µαζεύουµε τις ελιές. Μια «µπούρδα»
για κάθε γάτα ήταν ότι καλλίτερο µπορούσαµε νάχουµε, µια και η «µπούρδα»
εξασφάλιζε τον αερισµό του εσωτερικού της χώρου και δεν υπήρχε πρόβληµα να πάθουν
ασφυξία οι ένοικοί της. Βάζαµε τη γάτα στο σακκί, το δέναµε καλά για να µη µας φύγει,
και το κρεµούσαµε στο φορτωµένο υποζύγιο που θα έκανε την µεταφορά του οικιακού
6 Στον τρόπο αυτό της «προσεδάφισης» των ορτυκιών οφείλεται πιθανόν και η έκφραση «έπεσαν
ορτύκια».
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 26
εξοπλισµού µας στην εξοχή προσέχοντας να µην αφήσουµε περιθώρια να γίνουν οι γάτες
πρόβληµα του ζώου και βρεθούµε ξαφνικά να κυνηγούµε ένα «ξπασµένου
φουρτουµένου γάϊδαρου».
Μ΄αυτό τον τρόπο ο Ντίνος και η Λουκία µεταφέρονταν στον πύργο µας στην Άµαξο
κάθε καλοκαίρι. Και µε τον ίδιο τρόπο επέστρεφαν στο σπίτι µας στο Πλωµάρι κατά τα
τέλη του Σεπτέµβρη. Ένα Σεπτέµβρη όµως, έγινε κάτι απρόσµενο. Ο Ντίνος µε την
επιστροφή του στο Πλωµάρι, εξαφανίστηκε. Τον γυρεύαµε για µέρες αλλά δεν τον
βρίσκαµε πουθενά. Το αναπάντεχο νέο µας ήλθε από τον ∆ηµήτρη Κουτλή. Τον είδε,
µας είπε, γύρω από τον πύργο µας στην Άµαξο, απ όπου είχε περάσει για να ποτίσει τον
µπαχτσέ µας. Η χαρά µας ήταν απερίγραπτη που ξαναβρέθηκε ο Ντίνος και τα
παρακάλια µας στον ∆ηµήτρη για να µας τον φέρει πίσω ήταν ατέλειωτα. Ακουστήκαµε
από τον ∆ηµήτρη και πράγµατι σε µια-δυο µέρες, µας έφερε τον Ντίνο τσουβαλάτο.
Έγινε γιορτή στο σπίτι. Η φροντίδα µας ήταν πια να µη µας φύγει ξανά. Πόρτες κλειστές
µε µόνη πρόσβαση στο κατώγι του σπιτιού, ο Ντίνος ήθελε δεν ήθελε έµεινε για λίγο
κοντά µας περιµένοντας, ως αποδείχτηκε, την ευκαιρία να το σκάσει. Και πράγµατι, το
κατάφερε. Τον χάσαµε για δεύτερη φορά. Αλλά τούτη τη φορά, ξέραµε που θα τον
βρούµε. Ήξερε τον δρόµο του. Ένα δρόµο δέκα χιλιοµέτρων που ποτέ δεν είδε και που
ποτέ δεν περπάτησε πριν την πρώτη του εξαφάνιση. Ένα δρόµο, όπου έβαλε τα δικά του
σηµάδια και που τον βοήθησαν να γυρίσει στην Ιθάκη του, στην ελευθερία του, στη
µαγεία της φύσης, του κυνηγιού, της περιπλάνησης.
Εκεί, γύρω από τον πύργο θάµενε ο Ντίνος όλο τον χειµώνα, για να τον βρούµε το
επόµενο καλοκαίρι µε τον ερχοµό µας στον πύργο. Όπως και έγινε. Όµως αυτή τη φορά
ο Ντίνος είχε αλλάξει. Το τρίχωµά του είχε γίνει πολύ πιο πλούσιο και είχε αρχίσει το
άσπρο χρώµα του να δίνει τη θέση του στο καστανοκόκκινο. ∆εν ανέχετο πια τα
νωχελικά χάδια και τα παιχνίδια µας. Είχε «αγριέψει». Μόνο κλεφτά καταδεχόταν να
πάρει λίγο από το φαγητό που του προσφέραµε µαζί µε τη Λουκία, που µάλλον τη
σνοµπάριζε συνεχώς. Ήταν όµως η χαρά µας να τον βλέπουµε τριγύρω και δεν κρύβαµε
την ελπίδα µας να τον δούµε να ηµερεύει και να ξανασµίγει µε το οικογενειακό
περιβάλλον. Μάταια όµως, το καλοκαίρι πέρναγε και ο Ντίνος δεν έλεγε να γυρίσει
κοντά µας. Έτσι, µε το τέλος της εξοχικής διαβίωσης ούτε που σκεφθήκαµε να
προσπαθήσουµε να τον πιάσουµε και να τον µεταφέρουµε στο σπίτι µας στο Πλωµάρι.
Τον αφήσαµε στη χαρά του περιβάλλοντος που διάλεξε, εκεί όπου ένοιωθε σιγουριά και
ελευθερία, στα µέρη, όπου, σαν ένα αγροτόπαιδο, απογαλακτίστηκε και ανάλαβε την
ευθύνη της επιβίωσής του.
Όπως ο σκύλος, έτσι και οι γάτες ήταν απαραίτητοι σύντροφοι µας στην εξοχή. Πέρα
από τη παιχνιδιάρικη συντροφιά τους, οι γάτες είχαν για µας πολλαπλή χρησιµότητα. Οι
γάτες κρατούσαν τους ποντικούς µακρυά από το σπίτι µια και η παρουσία και µόνο της
γάτας έκανε επικίνδυνη κάθε απόπειρα εµφάνισής τους. Γιατί το κυνήγι του ποντικού
ήταν από τα αγαπηµένα κάθε γάτας. Ίσως γιατί τις µαθαίναµε να είναι έτσι. Ίσως γιατί
δεν τους παρείχαµε την νωχέλεια των σηµερινών διαµερισµάτων. Ίσως γιατί ήταν πιο
κοντά στη φύση τους απ΄ό,τι τα καλοπεριποιηµένα γατιά ράτσας που απολαµβάνουν τη
ζεστασιά της θέρµανσης και της πολυθρόνας του σπιτιού. Οι γάτες στην εξοχή
καθάριζαν και το χώρο γύρο από τον πύργο από κάθε λογής σερνούµενο. Κανένα από τα
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 27
κινούµενα ζωύφια δεν µπορούσε να µην τραβήξει την προσοχή τους. Πεταλούδες κάθε
λογής, «χαµπαρτζήδες», σιµιαµίδια, φιδάκια µικρά ήταν όλα τους κάτι µεταξύ γεύµατος
και παιχιδιού τους.
Ένα φίδι στο πύργο µας
Και µια και γίνεται λόγος για σερνούµενα, θυµήθηκα το φόβο που µας καταλάµβανε στο
άκουσµα της εµφάνισης ενός µεγάλου φιδιού. Ίσως γιατί δεν είχαµε καταλάβει ότι
κάποια από τα είδη των φιδιών είναι κι αυτά της οικογένειας των οικόσιτων ζώων!
Και αναφέροµαι στο φίδι τη γαλή, το επονοµαζόµενο «λαφιάτη» που αρέσκεται να
γυροφέρνει στα νταβάνια των σπιτιών κυνηγώντας ποντικούς, ένα από τα καλλίτερα
εδέσµατά του. Κάθε πύργος είχε και το δικό του λαφιάτη. Έλα όµως που ποτέ δεν
καταλάβαµε αυτή τη συνύπαρξη; Και πως είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο όταν από
καιρού εις καιρόν γίνεσαι απρόσµενα µάρτυς της παρουσίας του στη κρεββατοκάµαρά
σου ή στη κουζίνα σου; Μια τέτοια εµπειρία είχαµε κι εµείς στον πύργο µας ένα
καλοκαίρι. Για πρώτη φορά είδαµε τον σερνούµενο συγκάτοικό µας, γύρω στα δύο µέτρα
µήκος, να σέρνεται/κρέµεται στον τοίχο της κουζίνας προς το µέρος όπου ήτο
κρεµασµένο το «φανάρι», όπως είναι γνωστό το αεριζόµενο ντουλάπι, το ψυγείο, του
κάθε σπιτιού.
Οι µεγαλύτεροι απέδωσαν αυτή την εµφάνιση του φιδιού στη µυρωδιά του γάλατος που
φυλλάγαµε στο φανάρι. Αυτό όµως λίγο µας ενδιέφερε. Από τη στιγµή εκείνη ο φόβος
µας είχε κυριεύσει όλους. Νοιώθαµε ότι παντού βλέπαµε το φίδι. Ότι κρυβόταν σε κάθε
γωνιά του σπιτιού, στις ντουλάπες, στα στρωσίδια των κρεββατιών, στους
αποθηκευτικούς χώρους του σπιτιού, παντού. Η ζωή της εξοχής εκείνο το καλοκαίρι είχε
γίνει εφιάλτης. Και τούτο γιατί ποτέ δεν µας περνούσε από το µυαλό ότι όσο φόβο
νοιώθαµε εµείς για το φίδι, άλλο τόσο ένοιωθε κι αυτό όταν µας έβλεπε, πράγµα που το
έκανε να εξαφανίζεται σαν αστραπή µόλις µας αντίκρυζε. Αυτή η συµπεριφορά του
φιδιού έκανε και πολύ δύσκολο τον εντοπισµό του και την εξόντωσή του. Έτσι άρχισαν
οι διαβουλεύσεις µεταξύ των µεγάλων και µε συµπαραθεριστές που βίωναν ή βίωσαν
τέτοιο πρόβληµα για το πώς θα µπορούσαµε να απαλλαγούµε από το φίδι, τον δράκο του
σπιτιού µας.
Οι προτάσεις µας έρχονταν βροχή. Μην αφήνετε γάλα στο φανάρι, η πιο άµεση και η πιο
απλή. Μην επιχειρήσετε να πυροβολήσετε το φίδι µε το κυνηγητικό σας όπλο γιατί η
τουφεκιά γίνεται µπούµεραγκ και σκοτώνει τον πυροβολητή γιατί το φίδι, το κάθε φίδι,
είναι στοιχειωµένο. Μια άλλη πάλι πρόταση ελεύθερη από δεισιδαιµονικές προλήψεις,
απλή στην εφαρµογή της, ήταν να καπνίσουµε όλο το σπίτι µε έντονης οσµής υλικό για
να «µπουλαγκίσουµε» το φίδι και σηκωθεί και φύγει. Και µάλιστα υπήρχε και η
συνταγή. Θα έπρεπε να χρησιµοποιήσουµε το καπνό από καιόµενο «παλιουπάπτσου».
Τρέξαµε στο λαγκάδι, βρήκαµε ένα παλιουπάπτσου, το βάλαµε σ ένα κουβά και το
παραδώσαµε στη φωτιά. Όταν άρχισε να βγάζει καπνό από το κάψιµό του, φέραµε τον
κουβά µε το φλεγόµενο παληο-παπούτσι στην αυλή του σπιτιού, αφού προηγουµένως
είχαµε φροντίσει να κλείσουµε ερµητικά παράθυρα και πόρτες, για να έχουµε καλό
αποτέλεσµα και πλαντάξει κάθε ζωντανό συρνούµενο του πύργου. Σε λίγο όλος ο πύργος
κάπνιζε σαν καµίνι και όλος ο γύρο χώρος βρώµαγε του σκασµού. Κι εµείς
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 28
παραµονεύαµε µπας και βγει το φίδι και µπορέσουµε να το σκωτώσουµε. Περιττό να σας
πώ ότι µείναµε µε τα φτυάρια στο χέρι πνιγµένοι στη µπόχα του καµένου παπουτσιού κι
ότι όλο το σπίτι βρώµαγε για δυο-τρεις µέρες.
Έχοντας εξαντλήσει κάθε συνταγή για την αποµάκρυνση του φιδιού και έχοντας
πιστέψει προς στιγµήν ότι η συνταγή του παλιού παπουτσιού «δούλεψε», µια και το φίδι
δεν παρουσιάστηκε για το αµέσως επόµενο διάστηµα, ηρεµήσαµε για λίγο και
προσπαθήσαµε να βρούµε τον ρυθµό της καθηµερινότητας. ∆εν άργησε όµως ο εφιάλτης
του φιδιού να µας ξανάλθει.
Ήταν στις 29 Αυγούστου, ανήµερα του µεγάλου πανηγυριού του Αϊ Γιάννη του
Προδρόµου, στα Φλίπια. Ήταν ένα από τα µεγάλα πανηγύρια της περιοχής. Είχαµε
σηκωθεί πολύ πρωΐ. Έπρεπε να ετοιµάσουµε τα ζώα, να τα ποτίσουµε, να τα
σαµαρώσουµε, να φορτώσουµε ένα-δυο «χιχµπέδες» µε όλα τα απαραίτητα. Νερό σε
παγούρια, νηστίσιµα εδέσµατα για ένα «ξεγάνιασµα» µετά τη λειτουργία και τα
απαραίτητα κεράσµατα. Είχαµε βάλει «κατασάµαρα» τα καλά «χραµέλια» αυτά που
έφτιαχνε η γιαγιά στη κρεββατή ή στο χέρι σηµαδεµένα όλα µε τα δαντελένια και
εξωτικά τελειώµατα, υποµονετικά καµωµένα µε το µικρό βελονάκι. Πάνω από το
χραµάκι της γιαγιάς ήταν απαραίτητο να µπεί το σελτεδάκι, ειδικά φτιαγµένο για πιο
άνετο καβαλλίκευµα.
Μια και τα ζώα δεν ήταν αρκετά για όλους µας, εγώ µε τον αδελφό µου προηγηθήκαµε
µε τα πόδια και προχωρήσαµε προς το σπίτι της Γιασεµής και του ∆ηµήτρη Κουτλή, που
τότε έµειναν στο ιδιόκτητο πυργάκι των, στο οποίο παληότερα έµενε η οικογένεια
Παρόλη. Εκεί θα περιµέναµε και τους υπόλοιπους της οικογένειας και από κει θα
φεύγαµε όλοι µαζί οι πεζοπορούντες αφού θα συναντούσαµε τους καβαλλάρηδες λίγο
πιο πάνω από το σπίτι του Μιχάλη και της Αµερισούδας Κριτζά.
Περιµέναµε στο σπίτι του ∆ηµήτρη για αρκετό χρονικό διάστηµα ώσπου να φανούν οι
υπόλοιποι. Η αναµονή ήταν τόση που µας έβαλε σε έννοιες. Κακοβάλαµε. Χίλιες
σκέψεις πέρασαν από το µυαλό µας. Μια και δυο, το αποφασίζουµε. Να πάµε πίσω στο
πύργο να δούµε τι συµβαίνει και αργοπορούν τόσο. Τρέξαµε όσο πιο γρήγορα
µπορούσαµε, φτάνουµε στον πύργο, και τους βρήκαµε όλους σε έξαλλη κατάσταση. Το
φίδι, το φίδι! Μας φώναξαν µε ένα στόµα. Το φίδι ξαναβγήκε στο πάνω δωµάτιο, στη
κρεβατοκάµαρα της γιαγιάς. Το είδε η µαµά να γυαλίζει στο σκοτάδι καθώς έσκυψε να
πάρει ένα ζευγάρι παπούτσια από την παπουτσοθήκη κι έτρεξε έντροµη έξω από το σπίτι.
Ο πατέρας µου οπλισµένος µε το µικρό µπαλταδάκι (τσεκούρι µικρό) ανεβαίνει και
αρχίζει να τσεκουρώνει το φίδι που ακόµα καθόταν ανενόχλητο πάνω από τα παπούτσια
της µαµάς. Περιτό να σας πω ότι δεν έµεινε παπούτσι για παπούτσι. Όλα είχαν
πετσοκοπεί αλλά και µαζί µ αυτά και το φίδι που έχασε ένα κοµµάτι του πίσω µέρους
του. Αυτό ήταν το µεγάλο κέρδος από όλη αυτή την επιχείρηση, παρά τη ζηµιά από τα
παπούτσια της µαµάς, γιατί το λαβωµένο φίδι µόλις που πρόφθασε να ξεφύγει και να
κρυφτεί µέσα στη ντουλάπα της κρεββατοκάµαρας.
Mε µιας, ο ∆ηµήτρης ψάχνει τριγύρω, βρίσκει πρόχειρο το δίχαλο που δίκην κουτάλας
χρησιµοποιούσαµε για το ανακάτεµα του τραχανόγαλου, που τ αφήναµε καµµιά φορά
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 29
να λιάζει στο µπαλκόνι, και αρχίζει να ψάχνει το φίδι στη βάση της ξύλινης ντουλάπας.
(Είναι άξιο παρατήρησης να προσθέσω ότι η βάση της ντουλάπας ήταν ξύλινη και σε
ύψος 10-15 πόντους από το δάπεδο εξασφαλίζοντας έτσι µια µόνωση αέρα, περιορισµένο
αερισµό και περιορισµό της υγρασίας στο εσωτερικό της). Σπάζοντας λίγο το πάνω
µέρος της βάσης της ντουλάπας, κάτω από τα µικρά ντουλαπάκια της, βρίσκει
κουλουριασµένο το πονεµένο και λαβωµένο φίδι, που στο πλησίασµα όποιου
αντικειµένου, ανασήκωνε λίγο το κεφάλι του και φοβέριζε τον πλησιάζοντα µε ένα άγριο
χ-χ!! Πρέπει νάχεις την εµπειρία από τέτοιες περιπτώσεις για να µη µείνεις σύξυλος σ
αυτή την εικόνα και αφήσεις την όποια προσπάθεια να νικήσεις το αντίπαλο δέος. Κι
αυτή την εµπειρία την είχε µε το παραπάνω ο ∆ηµήτρης. Σαν να µην έτρεχε τίποτα
πλησιάζει µε το δίχαλο και µαγκώνει στο δίχαλο το φίδι λίγο πιο κάτω από το κεφάλι
του. Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά ρουτίνας.
Στη συνέχεια, µαζέψαµε όλα τα κοµµάτια από το φίδι και τα µεταφέραµε έξω, σε µια
κοντινή πεζούλα σε ακτίνα καλής όρασης από την εξωτερική αυλή του σπιτιού. Εκεί στη
πεζούλα απλώσαµε το φίδι σ όλο του το µάκρος του σαν να θέλαµε να αποδώσουµε
τιµές στον ξεχωριστό µας αντίπαλο, που τόσες µέρες τώρα, µας έµαθε τόσα πράγµατα µε
την συµπεριφορά του και µας έδωσε την ευκαιρία να αποµυθοποιήσουµε το φόβο του
και να διώξουµε από πάνω µας περίεργα συναισθήµατα. Βλέποντας το φίδι
ακινητοποιηµένο, δεν µπορούσαµε να το πιστέψουµε πως καταφέρναµε και συζούσαµε
µ αυτό τόσο καιρό. Καµαρώναµε ακόµη θεωρώντας το νεκρό φίδι σαν τρόπαιο νίκης
και το δείχναµε σ όλους τους επισκέπτες µας τις επόµενες µέρες. Μετά την ευτυχή
έκβαση της µάχης µας µε το φίδι, φύγαµε για το πανηγύρι του Άη-Γιάννη, µε
ανακούφιση και µε αίσθηση αυτοπεποίθησης.
∆εν θάθελα να παραλείψω να αναφέρω, ότι τα βουνά της Άµαξος είναι γεµάτα φίδια.
Όλων των λογιών. Τα πιο κοινά είναι οι λαφιάτες, οι «ασκόχεντρες» (οχιές) και οι
«νεροφίδες». Τα νερόφιδα µικρά συνήθως ευδοκιµούσαν στα νερά των λαγκαδιών ή
µέσα στις «χαβούζες». Οι οχιές, οι µεγαλύτερες των οποίων φθάνουν σε µήκος γύρω στο
ένα µέτρο, είναι οι πιο επικίνδυνες αν και σπάνια επιτίθενται. Πρέπει να τις πατήσεις ή
να τις φοβίσεις για να γίνει κάτι τέτοιο. Απλά, στο βουνό πρέπει να είσαι προσεκτικός,
να γνωρίζεις τα φίδια και να ξέρεις τις πρώτες βοήθειες σε περίπτωση δαγκώµατος από
οχιά, τίποτε περισσότερο.
Το καλοκαίρι, πολλά από τα φίδια τα βρίσκεις κοντά σε νερά, σε µπαχτέδες αλλά και
αραχτά µέσα σε καµµιά πεζούλα τα καταµεσήµερα. Γρήγορα είχε αναπτυχθεί ένας
συναγωνισµός της νεολαίας της Άµαξος για το ποιος θα σκότωνε τα πιο πολλά φίδια
κάθε καλοκαίρι. Όχι όµως ότι και γινόµασταν κυνηγοί φιδιο-κεφαλών. Άµα τύχαινε και
ανταµώνανε οι δρόµοι µας µε κανένα φιδάκι, τότε βρίσκαµε την ευκαιρία να
βελτιώσουµε την βαθµολογία µας. Πιο µεγάλη επιτυχία όµως θεωρούσαµε την ανεύρεση
του «ρούχου του φιδιού», δηλαδή του αποξηραµένου στον ήλιο δέρµατος του φιδιού,
που το ίδιο το φίδι απαλλάσσεται από αυτό όταν έρθει η ώρα να αλλάξει τη φορεσιά
του. Συνήθως το βρίσκαµε σε σωρούς από ξερά κλαδιά ή στα τοιχώµατα κάποιας
πεζούλας. Αυτά είναι συνήθως τα συνεργάσιµα µε το φίδι µέρη όπου και θα µπορούσε το
φίδι να αποδεσµευθεί από το στενάχωρο δέρµα του και να το αντικαταστήσει µε
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 30
καινούργιο. Το «ρούχο του φιδιού» εθεωρείτο σαν κάτι το ιερό, σαν φυλλαχτό, µια και
πολλοί το χρησιµοποιούσαν σαν απαραίτητο συστατικό που πλαισίωνε το «χαµαλί» τους.
Φροντίζοντας το καθηµερινό ενεργειακό µας απόθεµα
Ολοκληρώνοντας την αναφορά µου πάνω στις καθηµερινές υποχρεώσεις και ασχολίες
µας, δεν πρέπει να παραλείψω την καθηµερινή µας έγνοια για την εξασφάλιση των
ξύλων για προσάναµµα, των ξηρών κλαδιών για τον φούρνο και των χοντρών ξύλων
των απαραίτητων για τη φωτιά της κουζίνας ή το καζάνι του πλυσταριού των ρούχων. Κι
ήταν πράγµατι µια καθηµερινή έγνοια, γιατί τόσο τα χοντρά ξύλα και τα ξηρά κλαδιά
όσο και το προσάναµµα ήσαν δυσεύρετα.
Ακόµη από πολύ µικροί στην ηλικία, κατόπιν προτροπής του πατέρα µας, πέρναµε µια
µεγάλη καλαθίδα και ένα µικρό «σαγλί» (µικρό κοµµάτι λεπτού σχοινιού) και
αµολιόµασταν στο κτήµα για να βρούµε ξηρά κλαδιά για το φούρνο καθώς και
ξυλαράκια µικρά, κουκουτζέλες και δαδί για το προσάναµµα και την διατήρηση χαµηλής
φωτιάς για το ψήσιµο του καφέ ή για ζέσταµα του φαγητού. Το υλικό για το πρσάναµµα
το µαζεύαµε στην καλαθίδα µας. Τα ξερά κλαδιά τα κάναµε µεγάλα δεµάτια δένοντάς τα
σφιχτά µε το «σαγλί» και τα κουβαλούσαµε επ ώµου ή τα σέρναµε αν το επέτρεπε η
διαµόρφωση του κτήµατος. Τα πιο µεγάλα ξύλα µας τα εξασφάλιζαν οι ζηµιές του
χειµώνα, που άφηναν πολλά λιόδεντρα µε σπασµένα µεγάλα κλαδιά. Αλλά και από το
ανοιξιάτικο κλάδεµα, φρόντιζε ο πατέρας µας να έχει αποθηκεύσει αρκετά ξύλα για
χρήση κατά τη θερινή περίοδο. ∆εν υπήρχε περίπτωση να συναντήσουµε ένα καλό ξύλο
στο δρόµο µας και να το σνοµπάρουµε. Βρίσκαµε πάντα το τρόπο να το κουβαλήσουµε
στον πύργο. Καµµιά φορά, όταν η περίσταση το απαιτούσε, η µητέρα άναβε και τη
στρογγυλή τενεκεδένια φουφού µε πρινίτικα Αµαξιώτικα κάρβουνα παραγωγής των
αδελφών Ιωάννου Κουτλή οι οποίοι συνήθως «έκαβαν» το καµίνι τους, απέναντι από το
κτήµα µας, στο κτήµα του Βότσαλου (µετέπειτα ιδιοκτησίας Αλέκου Λαγουµίδη) κοντά
στο πυργάκι και τη µάννα του νερού του κτήµατος.

ηλαξ τα κάρβουνα ήταν τα ενεργειακά αποθέματα κάθε νοικοκυριού. Και για το
λόγο αυτό, ήταν λιγοστά τα «ρουμάνια», (τα ακαλλιέργητα κτήματα με πυκνή άγρια
βλάστηση) γιατί απ’ τη μια μεριά τα ζώα αποψίλωναν τα κτήματα από το χορτάρι και απ’
την άλλη μεριά μεγάλα αυτοφυή δένδρα όπως πρίνοι, πλατάνια, πετραμήθρες, σχίνοι,
αγριοσυκιές, κλπ, ήταν περιζήτητα για την παραγωγή των ξυλοκάρβουνων. Οι ανάγκες
σε ξύλα κάθε νοικοκυριού, είχαν την συνέπεια να γίνεται, ίσως και άθελα των
νοικοκυραίων, μία συστηματική πρόληψη των καλοκαιρινών πυρκαγιών, που παρά τα
δυνατά μελτέμια ήταν πολύ λιγοστές και περιορισμένης έκτασης. Σε αντίθεση με τη
σημερινή κατάσταση όπου οι φωτιές και πολλές είναι και μεγάλης έκτασης. Σήμερα απ’
τη μια μεριά τα εκτεταμένα ρουμάνια, τα γεμάτα χόρτο βουνά λόγω του περιορισμένου
αριθμού των ζώων που τα βόσκουν, και πολλές φορές το απροσπέλαστο μερικών
περιφράξεων κάνουν το σβήσιμο των πυρκαγιών μια δύσκολη υπόθεση.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 31
Καλοκαιρινές πυρκαγιές
Πρέπει να έχει κανείς την εμπειρία από έστω και μια κατάσβεση πυρκαγιάς στα βουνά
αυτά, για να μπορέσει να συνεκτιμήσει το ποσοστό ενοχής κάθ’ ενός από τους
παράγοντες αυτούς που συνεπικουρούν τόσο εκτεταμένες πυρκαγιές. Πρέπει να έχεις δεί
πόσο επικίνδυνο γίνεται το «κλώσιμο» του μελτεμιού, αποτέλεσμα της συνεχούς
αλλαγής της διεύθυνσής του, για να είσαι σε θέση και να σχεδιάσεις σωστά μια
στρατηγική κατάσβεσης της φωτιάς και να μη βρεθείς περικυκλωμένος με τεράστιες
φλόγες σε χρόνο μηδέν. Πρέπει να έχεις δει να σκάνε οι κουκουτζέλες σαν χειροβομβίδες
και να εκσφενδονίζουν πυρακτωμένους σπόρους σε μεγάλες αποστάσεις δημιουργώντας
νέες εστίες φωτιάς για να μπορέσεις νάχεις ένα σχέδιο επέμβασης για να σβηστούν οι
μικρές εστίες που δημιουργούνται εν τη γεννέσει τους. Πρέπει να έχεις νοιώσει την
ταχύτητα που παίρνει η μετάδοση μιας τέτοιας πυρκαγιάς με ένα μελτέμι 7-8 Μποφώρ
για να κατανοήσεις ότι κανένα μέσο δεν μπορεί να της αντισταθεί αποτελεσματικά από
μόνο του. Ούτε πυροσβεστικά αεροπλάνα και ελικόπτερα ούτε πυροσβεστικά οχήματα
από μόνα τους αρκούν. Πρέπει να κατανοηθεί ότι ο πιο καλός σύμμαχος στη κατάσβεση
μιας φωτιάς σ’ αυτά τα βουνά είναι η πρόληψη, ενώ είναι απαραίτητη η σωστή
στρατηγική επέμβασης (σε τόπο, χρόνο, σε έκταση) σε συνδυασμό και συγχρονισμό με
τα πυροσβεστικά μέσα χωρίς τα οποία είναι δύσκολο να πολεμήσεις τη μανία της
φωτιάς. Θεωρώ κροκοδείλια τα δάκρυα για τις μεγάλες πυρκαγιές αυτών που δεν
φρόντισαν ούτε καν στον περίγυρο του εξοχικού τους να κάνουν μια μικρή αποψίλωση.
Η πιο συνηθισμένη αιτία των πυρκαγιών τότε, ήταν οι πάνινες «τάπες» των
μπρουστουγεμών που χρησιμοποιούσαν κυνηγοί χάριν οικονομίας. Και τούτο γιατί
πέφτοντας οι μισοκαμμένες τάπες σε μέρος με ξερά χόρτα είχαν παρόμοια αποτελέσματα
με αυτά από τα αναμμένα αποτσίγαρα. Καίτοι υπήρχαν και φωτιές που προέρχονταν από
αναμμένα τσιγάρα, εν τούτοις μπορώ να πω ότι αυτή η αιτία ήταν λιγότερο συχνή μια και
οι άνθρωποι του βουνού και οι περισσότεροι κυνηγοί φρόντιζαν να σβήνουν με
σχολαστικότητα τα τσιγάρα τους. Υπήρξαν όμως και πολλές φωτιές που, όπως
διαδίδονταν, τις έβαζαν για λόγους εκδίκησης. Πάντως όπως και νάχε το πράγμα, τις
περισσότερες φορές οι φωτιές ήταν μικρής έκτασης και σβύνονταν αρκετά γρήγορα.
∆εν θάθελα να παραλείψω στο σημείο αυτό και την μεγάλη συνεισφορά που είχαν στη
πρόληψη των πυρκαγιών οι εμπειρότατοι πυροφύλακες και αγροφύλακες και οι
δασονόμοι που υπηρετούσαν και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 70. Αυτοί οι
άνθρωποι, γεννήματα θρέμματα των Πλωμαρίτικων βουνών ήξεραν τη κάθε κίνηση στο
«μερά» τους και ουσιαστικά η παρουσία τους και μόνο δρούσε αποτρεπτικά. Συγχρόνως
όμως εξασφάλιζαν και την άμεση κινητοποίηση όταν συνέβαινε το κακό. Σήμερα, το
κενό των πυροφυλάκων το ανέλαβαν κατά περιοχές σύλλογοι εθελοντών που μόνο τους
κίνητρο είναι η αγάπη της φύσης και η διαφύλαξη των ομορφιών της. Τους αξίζουν
ειλικρινή συγχαρητήρια. Αλλά η ανάδειξη των εθελοντικών αυτών συλλόγων δεν θα
πρέπει να εκληφθεί και σαν πρόσχημα για την κατάργηση των αγροφυλάκων και
πυροφυλάκων. Ας ελπίσουμε ότι κάποιοι των αστικών κέντρων θα κατανοήσουν κάποτε
την αξία και των πυροφυλάκων και των αγροφυλάκων και θα πάψουν να αναφέρονται
απαξιωτικά για την επανίδρυση των υπηρεσιών αυτών σε σωστές βάσεις αν θέλουμε
πράγματι οι ορεινές μας περιοχές να ξαναβρούν την ανθρωπιά τους. Πρέπει να γίνει
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 32
κατανοητό ότι όσο χρειαζούμενοι είναι οι αστυφύλακες στις πόλεις άλλο τόσο
χρειαζούμενοι είναι και οι αγροφύλακες στις αγροτικές και ορεινές περιοχές ειδικά την
σημερινή εποχή που τα βουνά μας φαντάζουν σαν κοιμητήρια και τόσο ξένα.
Θα κλείσω το θέμα αυτό αναφέροντας δυο χαρακτηριστικά προσωπικά περιστατικά που
νομίζω ότι υποστηρίζουν τα προλεγόμενά μου. Το πρώτο συνέβη περί το τέλος της
δεκαετίας του εβδομήντα όταν, αργά το απόγευμα, γυρνώντας με τα πόδια από την
Άμαξο, κάθησα στο καφενείο του «Πεύκου» να πιω ένα σιγοβρασμένο στη χόβολη καφέ
φτειαγμένο από τον καφετζή Κ. Μουτζούρη, τον μάστορα του καφέ. Η κουβέντα τυπική
και φιλική. Ήταν η ώρα που κι άλλοι περαστικοί σιγοκάθονταν για ένα νερό στο πόδι ή
για ένα καφέ. Κάποια στιγμή, έρχεται να ξαποστάσει και ο αγροφύλακας της περιοχής.
Με το που μας καλησπέρισε, ένας θαμώνας του φωνάζει από μακρυά. «Έ μπιχτσή, μπας
τσ’ ίδεις του σγούρι ΄μ πούβιτα; Ήβγει απ’ κι μάντρα, τσι δυο-τρεις μέρες τώρα του
γυρεύου». Αυτή η φράση και ο αυθόρμητος και ο απροσχημάτιστος τρόπος με τον οποίο
εκφράστηκε μου έκανε φοβερή εντύπωση, ώστε να μείνει το περιστατικό αυτό βαθειά
χαραγμένο στη μνήμη μου. Όχι για το περιστατικό αυτό καθ’ αυτό. Αλλά για τη σιγουριά
αυτουνού που ρωτούσε, ότι ο μπιχτσής μπορούσε να του δώσει πληροφορία όχι για το
παιδί του ή το χωράφι του αλλά για το ζωντανό του. Που κι αυτό, σαν μέλος μιας
οικογένειας, έπρεπε, όπως ήταν γνώριμο στον αφέντη του, να ήταν γνώριμο και από τους
άλλους και μάλιστα πολύ περισσότερο έπρεπε να ήταν γνώριμο και στο μπιχτσή (άσχετα
αν σ’ όλους εμάς όλα τα ζωντανά του ίδιου είδους είναι τα ίδια κι απαράλλαχτα). Γιατί
έτσι έπρεπε να ήταν ο αγροφύλακας (για νάναι αποδεκτός). Έπρεπε να γνώριζε με την
ίδια ευκολία και τους ανθρώπους και τα ζωντανά αλλά και κάθε γωνιά «του μερά του».
Και πράγματι τέτοιος ήταν τότε. Γιατί όπως ο καλός δάσκαλος γνώριζε κάθε ένα από
τους πολυπληθείς μαθητές του, έτσι και ο αγροφύλακας γνώριζε όχι μόνο τους
ανθρώπους αλλά και τα ζωντανά της περιοχής του. Περιττό να σας πω, ότι η πληρορορία
που γύρεψε ο άγνωστός μου θαμώνας ήταν άμεση εκ μέρους του αγροφύλακα.
Το δεύτερο συμβάν, έλαβε χώρα την ίδια περίπου περίοδο. Γύρναγα από μια επίσκεψη
μου στο κτήμα της Ανάληψης. Πριν καλά-καλά αφήσω το μονοπάτι και να βγώ στο
εκκλησάκι της Ανάληψης με σταματά ένας άγνωστός μου και άρχισε να με διερευνά:
πώς από τα μέρη μας, τι σε φέρνει κατά ’δω, κλπ κλπ. Η κουβέντα γύρισε γρήγορα πολύ
φιλική μετά τις αλληλο-συστάσεις μας για να μάθω στη συνέχεια και την αιτία της
«ανάκρισης» που βάλθηκε να μου κάνει ο άγνωστος μου αυτός που καθόταν εκεί με
συντροφιά τα κυάλια του. Ήταν ο πυροφύλακας της περιοχής κατασκηνωμένος σ΄ένα
από τα πόστα του προσέχοντας κάθε γνωστό και άγνωστό του εισβολέα «του μερά του».
Ταμένος να φυλάττει τις ομορφιές της περιοχής, που δυστυχώς ύστερα από λίγα χρόνια,
λόγω έλλειψης πυροφύλλαξης και πρόληψης, έγιναν κι αυτές παρανάλωμα της φωτιάς.
Με τις πιο πάνω αναφορές μου δεν θέλω να νομισθεί ότι η αναφορά μου στην
χρησιμότητα των αγροφυλάκων σχετίζεται κυρίως με τα αγροτοκτηνοτροφικά θέματα
των περασμένων χρόνων. Τα περισσότερα από αυτά τα προβλήματα τα προσπεράσαμε
ανεπιστρεπτί. Όπως για παράδειγμα, το αν μπήκαν τα ζώα του ενός στο κτήμα ή το
μπαχτσέ του άλλου. Αν «οι χώρσες» δεν καταπατήθηκαν και αν «μαζεύτηκαν» ισομερώς
από τους γείτονες. Αν τηρούνται οι χρονικές περίοδοι ελεύθερης βοσκής των μεγάλων
ζώων, κλπ κλπ. Οι σημερινές ανάγκες σίγουρα απαιτούν μια αναπροσαρμογή του
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 33
χαρτοφυλακίου ενός αγροφύλακα, που συγχρόνως με τα παραδοσιακά καθήκοντα θα
μπορούσε να αναλάβει και την εποπτεία πολλών άλλων, όπως για παράδειγμα την
επίβλεψη για: Παράνομες γεωτρύσεις, που θέτουν σε κίνδυνο τον υδροφόρο ορίζοντα.
Παράνομες χωματερές, που μολύνουν τόσο το περιβάλλον όσο και τον υδροφόρο
ορίζοντα και κυρίως τις μικρές «μάννες» νερού, που αποτελούν διαμαντένια στολίδια
των βουνών μας. Παράνομες διανοίξεις αγροτικών δρόμων που πολλές φορές αλλάζουν
τη φυσική ροή των όμβριων υδάτων και πληγώνουν το περιβάλλον. Παράνομες εκχύσεις
λημμάτων. Είναι μερικά από τα θέματα που θα μπορούσε να επιληφθεί μια σύγχρονη
υπηρεσία αγροφυλακής. Κι αν ακόμη σκεπτόμαστε σοβαρά την ανάπτυξη του
Αγροτοτουρισμού, πάλι μια σύγχρονη Αγροφυλακή θα είχε πολλά να δώσει. Να εξετάζει
για παράδειγμα την καταλληλότητα του νερού των διάφορων πηγών που βρίσκονται
κατά μήκος (και όχι μόνο) των «Περιπατητικών ∆ιαδρομών» (μονοπάτια). Να επιβλέπει
για την καθαριότητα και το προσβάσιμο των Περηπατητικών ∆ιαδρομών. Να επιβλέπει
την καθαριότητα και συντήρηση των κυνηγετικών καταφυγίων. Να επιβλέπει την συνεχή
λειτουργία τηλεφώνων άμεσης ανάγκης που θα πρέπει να υπάρχουν κατά μήκος των
Περηπατητικών και όχι μόνο ∆ιαδρομών. Να επιβλέπει την τοποθέτηση και συντήρηση
καλαίσθητων πινακίδων αγροτικών δρόμων και μονοπατιών καθώς και χαρτών περιοχής.
Γιατί όλες αυτές οι εργασίες αποτελούν τον πυρήνα της υποδομής του Αγροτοτουρισμού
αν πραγματικά επιθυμούμε να τον αναπτύξουμε.
Είναι πολλά που μπορούν να γίνουν. Είναι πολλά που μπορούν να γίνουν σε συνδυασμό
με την πυροφυλακή και τους εθελοντές της πυρασφάλειας. Αλλά κι άλλα πολλα μπορούν
να γίνουν σε συνεργασία με τους διάφορους πολιτιστικούς μας συλλόγους. Αρκεί να το
θελήσουμε!
Επικοινωνία με την πόλη
Εκτός από τις καθημερινές μας ασχολίες, η ζωή στο κτήμα είχε κι άλλες υποχρεώσεις.
Άλλες που αφορούσαν τον εφοδιασμό μας με τρόφιμα και διάφορα χρειαζούμενα υλικά
από τις πλησιέστερες αγορές. Άλλες, που είχαν να κάνουν με εποχικές δουλειές, όπως για
παράδειγμα την συλλογή των αμύγδαλων, των καρυδιών, των σταφυλιών, των
δαμάσκηνων, των αχλαδιών· την «επεξεργασία» τους, αν χρειαζόταν, και την
αποθήκευσή τους.
Η τροφοδοσία μας σε σαλατικά, και φρούτα γινόταν κυρίως από τον μπαχτσέ μας και
από την τοπική αγορά της Άμαξος. Η επιμονή όμως του πατέρα μου να μη χρησιμοποιεί
παρά μόνο κοπριά των ζώων μας για τη λίπανση του κήπου μας, δεν μπορώ να πώ ότι
κατάφερνε να έχουμε επάρκεια των σαλατικών μας κατά την μεγαλύτερη περίοδο της
παραμονής μας στην εξοχή. Έτσι, τακτικά πηγαίναμε στους γειτονικούς μπαχτσέδες,
στους πιο «επαγγελματικούς», απ΄ όπου και αγοράζαμε δροσερά φασολάκια και
αλίπαστες (κατά τους ισχυρισμούς του πωλητή) ντομάτες. Ακόμα θυμάμαι τις έντονες
συζητήσεις που κατά κανόνα γινόντουσαν στο καφενείο της ∆έσποινας ή στις φιλικές
συντροφιές σχετικά με την αποστροφή των μπαχτσαβάνηδων για το (χημικά
παρασκευαζόμενο) λίπασμα. Όρκοι δίδονταν και λόγοι τιμής επικαλούντο για να σε
διαβεβαιώσουν ότι λίπασμα δεν έμπαινε ποτέ στον κήπο τους. Για να ξεχαστεί έτσι η
κουβέντα αυτή και να μένει μόνο ο απόηχος των ψιθυριστών, που φρόντιζαν  Για να ξεχαστεί έτσι η
κουβέντα αυτή και να μένει μόνο ο απόηχος των ψιθυριστών, που φρόντιζαν να
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 34
μολύνουν την «αλίπαστη» γειτονιά μας με ψίθυρους για ζαβολιές χημικής λίπανσης σε
μερικούς από τους μπαχτσέδες της περιοχής.
Η τροφοδοσία μας στα υπόλοιπα τρόφιμα γινόταν κυρίως από το Πλωμάρι. Αλλά, αν ήτο
ανάγκη, γινόταν και από τα μαγαζιά του Παλαιοχωρίου και του Καμμένου-Χωριού, που
ήταν σε απόσταση μισής ώρας το καθένα από τον πύργο μας. Κάθε βδομάδα, ο πατέρας
μου στην αρχή, και αργότερα κι εγώ αντ’ αυτού, κατεβαίναμε στο Πλωμάρι καβάλα σε
ένα από τα δυό μουλάρια μας, εφοδιασμένοι με τέσσερες καλαθίδες, βαλμένες μέσα σε
δυό «χιχμπέδις» κατασάμαρα φορτωμένους, έτοιμες να υποδεχτούν τις παραγγελίες του
σπιτιού αλλά και, αν τύχαινε, και των γειτόνων. Μιάμιση ώρα, το λιγότερο, μας έπαιρνε
να κατεβούμε στο Πλωμάρι με την ησυχία μας χωρίς να ζορίζουμε το μουλάρι. Στο
γυρισμό, ανάλογα με το φόρτωμα του ζώου κάναμε λίγη περισσότερη ώρα.
Το δεκαπενταύγουστο, οι παραγγελίες για τρόφιμα δεν ήταν και τόσο πολλές. Και τούτο
γιατί η νηστεία της περιόδου αυτής, που τηρούνταν ευλαβικά με ευθύνη της γιαγιάς και
της μητέρας μου, περιόριζε τις παραγγελίες στην αγορά 2-3 καρπουζιών, λίγου χαλβά,
ταραμά, ταχίνη, καφέ, ζάχαρι, αλεύρι, σιτάρι για τον τραχανά, και παρόμοια. Καμμιά
φορά έπαιρνα και κανένα ψωμί αν τύχαινε και δεν θα μας έβγαζε το ψωμί, που ζύμωνε η
μητέρα μου, μέχρι το νέο ζύμωμα. Μετά το δεκαπενταύγουστο, οι παραγγελίες
περιλάμβαναν την αγορά λίγου κρέατος μια και η έλλειψη ψυγείου δεν επέτρεπε την
αγορά μεγαλύτερης ποσότητας. Εκτός από αυτό, και το κρέας έπρεπε να είναι από
φρεσκο-σφαγμένο ζώο πράγμα που μας ανάγκαζε να κατεβαίνουμε στο Πλωμάρι τα
Σάββατα μια και την Παρασκευή κυρίως λειτουργούσε το σφαγείο του Καναρά. Εκτός
και εάν καταφεύγαμε σε κανένα από τα καλοθρεμμένα κοτόπουλά μας που τα
μεγαλώναμε για το σκοπό αυτό. Γι΄αυτό και η προτίμησή μας ήτο στο ψάρι, που απ’ την
1η Σεπτεμβρίου, οπότε άρχιζαν οι τράτες το ψάρεμα, το έβρισκες φρέσκο και άφθονο
καθημερινά.
Αυτή ή όχι και τόσο συχνή σχέση μας με το κρέας και το ψάρι τα γλύκανε και τα
νοστίμιζε διπλά και τριπλά και μάλιστα ύστερα από τη νήστεια του δεκαπενταύγουστου.
Που έκανε τη τσίκνα από το ψήσιμό τους να συναγωνίζεται τη ευωδιά της θεϊκής
αμβροσίας και το ούζο και το κρασί να ταυτοποιούνται σαν το νέκταρ το Πλωμαρίτικο.
Ακόμα θυμάμαι το τηγάνισμα της μαρίδας, που ακολουθούσε μια τέτοια τροφοδοσία μας
από το Πλωμάρι. Ήταν ένα γιορτινό τραπέζι που δικαιολογούσε και μια-δυο σταγόνες
ούζου στο νεροπότηρό μας και για μας τους πιτσιρικάδες.
Οι βαρειές παραγγελίες που είχαμε αφορούσαν υλικά περίφραξης (αγκυλωτό και απλό
σύρμα, καρφιά διαφόρων ειδών), κανένα σακί τσιμέντο και «άσβεστο» («ατσίμστουν»)
ασβέστη, καθώς και την μεταφορά αγροτικών εργαλείων, ιδιαίτερα των «τσαπιών»
(κασμάδων), που έπρεπε από καιρού εις καιρόν να ατσαλωθούν σ’ ένα από τα
σιδεράδικα του Πλωμαριού. Ακόμα έπρεπε να φροντίσουμε και το «πετάλωμα» των
ζώων μας και πολλές φορές να κουβαλήσουμε στο πύργο και καμμιά «μπάλα» άχυρο
μια και οι κοντινές βοσκές αποψιλωνόντουσαν πολύ γρήγορα. (Το αναφέρω αυτό για να
δώσω έμφαση στο γεγονός ότι η αποψίλωση που γινόταν από το βόσκημα των ζώων
ήταν τέτοια που έκανε «καθρέπτες» τα κτήματα και δεν άφηνε περιθώρια για την
ανάπτυξη ή εξάπλωση των πυρκαγιών σε αντίθεση με την σημερινή εικόνα).
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 35
Στη περίπτωση που είχα να κουβαλήσω και το άχυρο στην εξοχή μας, έπρεπε να
φορτώσω την «μπάλα» προσεκτικά για να αντέξει στα ταρακουνήματα του μουλαριού
και για να την πάω ακέραια στον προορισμό της. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μου
έτυχε να κάνω μια τέτοια μεταφορά και τη λαχτάρα που πήρα λόγω της ατζαμοσύνης
μου. Και τούτο γιατί ενώ ήμουν πολύ καλός στο φόρτωμα, εν τούτοις μου έλειπε η πείρα
για κάτι τέτοιες μεταφορές. Και εξηγούμαι: Όλα πήγαιναν μια χαρά κατά την παρθενική
επιστροφή μου με φορτωμένο το άχυρο. Όμως λίγο πιο πάνω «απ’ τ’ Πουλίκ του
Κάμπου», ένα άκουσμα «πατ» με έκανε να αλλάξω χρώμα. Το «πατ» ήταν από το
σπάσιμο ενός από τα σύρματα με τα οποία δένεται η μπάλα το άχυρο, που όπως
διαπίστωσα ήταν ένα από αυτά που δένουν τη μπάλα κατά το μήκος της, ό,τι χειρότερο
δηλαδή μπορούσε να μου συμβεί. Κι αυτό ήταν το αποτέλεσμα από το συνεχές τρίψιμο
του σύρματος της μπάλας στο ξύλο του σαμαριού του ζώου λόγω του συνεχούς
λικνίσματος που συνοδεύει την κάθε ημιονική κίνηση. Το «πατ» ήταν το αποτέλεσμα της
απειρίας μου, της ατζαμοσύνης μου, θάλεγα, για τέτοιες δουλειές. Γιατί ένας έμπειρος
αγωγιάτης θα προνοούσε να προφυλάξει το σύρμα που εφάπτετο με το σαμάρι, με ένα
αδειανό τσουβάλι ή με κάποιο ύφασμα. Έλα όμως που εγώ δεν ήξερα από τέτοια;
Από το σημείο που έσπασε ένα από τα σύρματα της μπάλας και μετά, η επιστροφή μου
στο πύργο ήταν ένας εφιάλτης. Και τούτο γιατί δεν είχα διαθέσιμα τσουβάλια να βάλλω
το άχυρο αν τύχαινε και μου διαλυόταν η μπάλα, κι ούτε ήθελα να πάω στο πύργο
έχοντας μια αβαρεία στο ενεργητικό μου. Έτσι, έδεσα με το «φόρτωμα» του σαμαριού
όσο καλλίτερα μπορούσα τη μπάλα και συνέχισα την επιστροφή μου σε χαμηλή
ταχύτητα προσευχόμενος. Όσο ήμουν στον αμαξιτό δρόμο, και στην κατηφόρα από το
Σελάδι και μετά, τα πράγματα δεν πήγαιναν και άσχημα. Άρχισα να ξεθαρρεύω. Κι αυτή
η χαρά κράτησε μέχρι το καφενείο της ∆έσποινας απ΄όπου άφηνα τον αμαξιτό δρόμο και
ακολουθούσα το μονοπάτι προς το πύργο μας. Στην τελευταία και απότομη ανηφόρα από
τη λαγκαδιά προς τον πύργο, φίδια άρχισαν να με ζώνουν μια και έβλεπα την μπάλα το
άχυρο να αλλάζει σχήμα, να καμπυλώνεται, να «ανοίγει» μεγάλες ρωγμές, έτοιμη να
διαλυθεί. Με τη ψυχή στο στόμα φτάνω επί τέλους στον κάγκελο του κτήματος έξω από
τον πύργο. Κι εκεί ακριβώς συνέβη αυτό που φοβόμουνα. Η μπάλα το άχυρο έσπασε σε
τρία-τέσσερα μεγάλα κομμάτια που έπεσαν στο χώμα με ένα τρόπο που έμοιαζε να
μούλεγε: «Βλέπεις κρατηθήκαμε όσο έπρεπε για να φτάσουμε ως εδώ». Απ’ τη μεριά
μου πάλι, δεν είχα λέξεις να ευχαριστώ το Θεό που τέλειωσε έτσι η αγωνία μου και γιατί
μου πλούτησε την εμπειρία μου με ένα όχι και τόσο ακριβό μάθημα.
Παρασκευή του ψωμιού
Όπως και πιο πάνω είπα, κατά κανόνα η αγορά του ψωμιού δεν συμπεριλαμβάνετο στη
λίστα των αγαθών που έπρεπε να προμηθευθούμε από το Πλωμάρι. Και τούτο γιατί, κατά
την διάρκεια του παραθερισμού μας το ψωμί το ζύμωνε η μητέρα μου και το έψηνε στο
μικρό φουρνάκι που ήταν κτισμένο κολλητά δίπλα από το πύργο μας από τον οποίον το
χώριζε μια μικρή αποθήκη που την χρησιμοποιούσαμε και σαν κοτέτσι.
Το ψήσιμο του ψωμιού ήταν μια μέρα γλυκειάς αναμονής για φρέσκο ζεστό ψωμί (και
ό,τι άλλο ήθελε προκύψει – κουλουράκια, κέϊκ κλπ ) αλλά και δουλειά για κάθε μέλος
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 36
του σπιτιού. Από βραδύς έπρεπε να γίνει η προετοιμασία, το προζύμωμα με τη μαγιά σε
μια σκάφη μικρή που χρησιμοποιείτο μόνο για το ζύμωμα. Και τούτο γιατί το ψωμί που
έφτειαχνε η μητέρα μου ήταν για τις ανάγκες μιας ολόκληρης εβδομάδας και ίσως και
για περισσότερες μέρες. Η προετοιμασία ξεκίναγε με το κοσκίνισμα του αλευριού με το
κυκλικής βάσης κόσκινο, που πάντα φροντίζαμε να ήταν σε καλή κατάσταση. Το
κοσκίνισμα ήταν απαραίτητο γιατί το αλεύρι τότε δεν ήταν των σημερινών
προδιαγραφών τόσο ως προς την ποιότητα όσο και ως προς την συσκευασία του. Αλεύρι
από το τσουβάλι ήταν, που συνήθως το προμηθευόμαστε από τον μπακάλη μας μέσα σε
μεγάλους «σουφράδες» φτειαγμένους επίτηδες για το σκοπό αυτό. Με το κοσκίνισμα το
αλεύρι όχι μόνο αποκτούσε ανάλαφρη χνουδάτη υφή αλλά και απαλλασσόταν από
διάφορα σκουπίδια και από το πολύ χοντρό πίτουρο, που κι αυτό με τη σειρά του δεν
πήγαινε χαμένο, μια και ήταν ένας πρώτης τάξεως μεζές για τις κατσίκες μας ή,
υγραμένο με λίγο νερό, για τις κότες μας.
Μετά το κοσκίνισμα του αλευριού, άρχιζε το επίπονο στάδιο του προζυμώματος και του
ζυμώματος. Το προζύμωμα γινόταν αποβραδίς. Είναι το στάδιο κατά το οποίο
μεταφυτεύεται η δύναμη της «μαγιάς» στη ζύμη που θα της επιτρέψει να «ανεβεί» και να
μεταμορφωθεί με το ψήσιμο σε αφράτο ψωμί. Κι αυτό αντικατοπτριζόταν στην ιερότητα
της μαγιάς πούχε φτειαχθεί μέρες πριν, με ευλάβεια κι υπομονή με τον «αγιασμό του
Σταυρού». Η παρασκευή της γινόταν ανακατεύοντας στην αρχή λίγο κοσκινισμένο
αλεύρι με τον αγιασμό και αφήνοντας τη μικρή αυτή ποσότητα της ζύμης που
δημιουργείτο να «ανέβει» σε ζεστό περιβάλλον. Μετά το ανέβασμά της, η ζύμη
ξαναπλάθονταν με την προσθήκη αλευριού και αγιασμού. Στην συνέχεια, η νέα ζύμη
αφήνονταν να ανεβεί και επαναλαμβάνετο η διαδικασία αυτή αρκετές φορές έως ότου
φτειάχνετο η ποσότητα της ζύμης-μαγιάς που ήθελε η νοικοκυρά. Αυτή τη ζύμη την
φύλαγαν για μαγιά και απ’ αυτήν έπαιρναν ένα μικρό μέρος για το προζύμωμα κάθε
φορά που θα ζύμωναν για ψωμί. Σιγά-σιγά όμως ο τρόπος αυτός της παρασκευής της
μαγιάς έδωσε τα σκήπτρα του στην έτοιμη, την αγοραστή, την μαγιά της μπύρας, που
μπορούσαμε να την προμηθευτούμε από τον φούρνο της γειτονιάς μας. Και μαζί μ’ αυτή
την αλλαγή, χάθηκε και η αίσθηση της ιερότητας του ψωμιού που αντικατοπτρίζονταν
στην αντίδρασή μας αν τύχαινε και μας έπεφτε ένα κομμάτι του από τα χέρια, πράγμα
που μας έκανε να σκύβουμε αυτόματα για να πιάσουμε το ψωμί, που το φιλούσαμε
σταυροκοπούμενοι με ευλάβεια.
Το προζύμωμα τελείωνε μετά από καλό πλάσιμο της ζύμης με την προσθήκη της μαγιάς
και του απαραίτητου αλατιού. (Άλλοι συνήθιζαν να προσθέτουν και λίγο λάδι). Η ζύμη
αφήνονταν να ανεβεί σε ζεστό περιβάλλον που το διασφάλιζαν μια-δυο «βελέτζες» σε
μια γωνιά της κουζίνας. Το επόμενο πρωϊνό, η ανεβασμένη ζύμη αφού ζυμώνονταν πάλι
για λίγο, πλάθονταν σε καρβέλια διαφόρων μεγεθών που τοποθετούντο στην πινακωτή
και αφήνονταν πάλι να ανεβούν στη ζεστασιά των «βιλέτζων». ∆εν ήταν λίγες οι φορές
που υπήρχε μέριμνα για την παρασκευή και ενός ή δύο «πρόσφορων» που ξεχώριζαν από
τα άλλα ψωμιά λόγω του μικρότερου μεγέθους τους αλλά και της εκκλησιαστικής
σφραγίδας με την οποία σφραγίζονταν.
Για μας τους πιτσιρικάδες το πανηγύρι άρχιζε με την προετοιμασία του μικρού μας
θολωτού ξυλόφουρνου, που ήταν κτισμένος στη σειρά δίπλα από τον πύργο και μετά την
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 37
αποθήκη. Κτισμένος από καλό κοκκινότουβλο με μαστοριά, ενισχυμένος ολόγυρα και
από την οροφή με παχείς τοίχους, που του εξασφάλιζαν την απαιτούμενη θερμομόνωση
για το χρονικό διάστημα του ψησίματος και όχι μόνο. Η βάση του φούρνου ήταν
φτιαγμένη από μεγάλες πλάκες καλά αλφαδιασμένες και στρωμένες πάνω σε χοντρή
βάση. Ένα μικρό πορτάκι από χοντρή λαμαρίνα, που σφάλιζε ερμητικά με μια μικρή
«τσάγκρα», χώριζε το εσωτερικό του φούρνου από ένα μικρό προθάλαμο. Κι ο
προθάλαμος με τη σειρά του έκλεινε πρόχειρα με μια λαμαρίνα που λειτουργούσε σαν
συρόμενο πορτάκι και απομόνωνε έτσι το εσωτερικό μέρος του φούρνου από τον
περιβάλλοντα χώρο. Ήταν ένας πρακτικός τρόπος για να προφυλλάγεται η χόβολη και τα
αναμμένα κάρβουνα από τους δυνατούς αέρηδες των καλοκαιρινών μελτεμιών. ∆εξιά κι
αριστερά, υπήρχαν κατάλληλοι αναρτήρες από μικρά πασαλάκια μπηγμένα στον τοίχο,
που επέτρεπαν την ανάρτηση των πιο σημαντικών σύνεργων που ήσαν απαραίτητα για το
«πύρωμα» του φούρνου και για το φούρνισμα και ξεφούρνισμα ψωμιών και νταβάδων
όπως τα «φραγκόφτυαρο», «ζντιρόφκυαρο», «τσατάλι», «σχίβαστρο», «πάνα», «μασιά».
Λιόκλαδα, μαζεμένα από δω κι από κει ήταν αυτά, που με την δυνατή φλόγα τους θα
«πύρωναν» το θόλο και τα πλευρά του φούρνου. Λίγα ξύλα χοντρά θα εφοδίαζαν το
φούρνο με σιγόκαυτα πυρωμένα κάρβουνα, που θα διατηρούσαν την «πυρωσιά» του όσο
θα χρειαζόταν για να ψηθεί καλά το ψωμί.
Λιόκλαδα, δυο-τρία χοντρά ξύλα και λίγο προσάναμμα, όλα σε στάση αναμονής για να
αρχίσει το «πύρωμα» του φούρνου. Κι όταν δινόταν η συγκατάθεση των μεγάλων, ένα
σπίρτο ήταν αρκετό για να λαμπαδιάσει το εσωτερικό του φούρνου. Σ’ αυτή τη φάση το
πιο πολύτιμο εργαλείο ήταν το «τσατάλι», το δίχαλο από ξύλο ελιάς, που
χρησιμοποιούσαμε για να σπρώχνουμε τα κλαδιά στο εσωτερικό μέρος του φούρνου.
Τα ξερά λιόκλαδα στην αρχή, έδιδαν την τεράστια φλόγα που χρειαζόταν για να «κάψει»
η οροφή και τα πλαϊνά μέρη. Έπρεπε όλα να κοκκινίσουν για να μπορέσουν να
διατηρηθούν σε υψηλή θερμοκρασία και το κοκκίνισμα έπρεπε να ήταν καθολικό για ένα
ομοιόμορφο ψήσιμο που συνήθως χρειαζόταν αν θα ψήνονταν και νταβαδωτές νοστιμιές
(παξιμάδι, κουλουράκια, φαγητό, κλπ).
Το «κάψιμο» και «πύρωμα» του φούρνου κράταγε αρκετή ώρα. Κι όταν πια το έμπειρο
μάτι των μεγάλων έγνευε συγκαταβατικά, τρίβαμε το δάπεδο του φούρνου με το
«σχίβαστρο» και με ειδική τσουγκράνα τραβούσαμε τα αναμμένα κάρβουνα και τις
στάχτες από το εσωτερικό προς το πορτάκι και τον προθάλαμο του φούρνου. Εκεί
παρέμειναν τα κάρβουνα, σκεπασμένα αν χρειαζόταν με μια λαμαρίνα ανάλογα, για να
διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία του φούρνου κατά την διάρκεια του ψησίματος.
Μετά το καθαρισμό του φούρνου από τα «χοντρά» άρχιζε το «πάνισμα» της βάσης του
φούρνου με την βρεγμένη και καλά στραγγισμένη «πάνα». Με το πάνισμα ο φούρνος
ήταν έτοιμος για το φούρνισμα του ψωμιού και για ότι άλλο θα επακολουθούσε.
Όταν πια όλα ήταν έτοιμα, φέρναμε την «πινακωτή» (την ειδική μακρόστενη σκάφη τη
χωρισμένη σε θήκες) με τα ανεβασμένα καρβέλια που φουρνίζονταν πρώτα. Ήταν
μεγάλα, περίπου των δύο κιλών σε βάρος (μετά το ψήσιμο) και έπρεπε να ψηθούν με
προσοχή, σε μέτρια θερμοκρασία, για να μη μείνουν «λασπωμένα» στο εσωτερικό τους.
Το προσεκτικό και ομοιόμορφο ψήσιμό τους θα επέτρεπε να διατηρηθούν αφράτα για
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 38
πολλές μέρες χωρίς να μουχλιάζουν. Σε τούτο βοηθούσε και το φύλλαγμά τους στο
ξύλινο σεντούκι της κουζίνας, τυλιγμένα σε κατάλληλες υφαντές «μεσάλες» (πεσέτες),
που επέτρεπαν τον ελαφρύ αερισμό τους. Οποία αντίθεση με τη σημερινή χρήση των
πλαστικών σακκούλων που κρατούν ερμητικά τυλιγμένα τα ψωμιά και τα μετατρέπουν
σε μαστιχοειδή σκευάσματα μετά από μια-δυο μέρες!
Τα καρβέλια φουρνίζονταν στο μέσα μέρος του ξυλόφουρνου με ένα καθαρισμένο καλά
μεγάλο ξύλινο φτυάρι, το φραγκόφτυαρο, αφού το πασπάλιζαν με αρκετό αλεύρι για να
μη κολλάνε σ’ αυτό τα ψωμιά. Είχε καθιερωθεί μαζί με τα καρβέλια να φουρνίζεται και
μια λεπτή «πίττα» ανέβαστου ψωμιού, που αποτελούσε και τον κράχτη όλης αυτής της
επίπονης διαδικασίας της παρασκευής του ψωμιού. Φουρνίζονταν έξω-έξω, κοντά στο
πορτάκι του φούρνου και δεν χρειαζόταν το μακροχρόνιο ψήσιμο που χρειάζονταν τα
καρβέλια. Αρκούσε σχετικά λίγη ώρα για να ψηθεί και να ξεφουρνιστεί η
ροδοκοκκινισμένη πίττα. Ήταν η ώρα της μεγάλης-μικρής μας απόλαυσης. Ζεστή όπως
ήταν, την έκοβε η μητέρα μου σε μεγάλα κομμάτια που θα έδινε ένα στον καθένα μας
αφού θα τα «άνοιγε» στο μέσον, θα τα πασπάλιζε με μαγειρικό λεπτόρευστο βούτυρο και
θα τα δίπλωνε πάλι για να διαχυθεί το βούτυρο σ΄όλο το κομμάτι. Αυτή ήταν η στιγμή
της επιβράβευσης της συνεισφοράς μας στην όλη διαδικασία της παρασκευής του
ψωμιού. Ήταν κι αυτό μια από τις λαχταριστές λιχουδιές του αγροτικού νοικοκυριού.
Εκτός από το ψωμί, έπρεπε να κάμει η μητέρα μου το παξιμάδι και διάφορες άλλες
νοστιμιές όπως κουλουράκια, καρυδόπιττα, αμυγδαλόπιττα, διάφορα κέϊκ και ότι θα
μπορούσε να γίνει με τα λιγοστά μέσα που πρόσφερε το νοικοκυριό του βουνού. Το
παξιμάδι ήταν απαραίτητο για το πρωϊνό μικρών και μεγάλων είτε με το λιγοστό γάλα
που μας εξασφάλιζαν οι δυο κατσίκες μας (κατά το τέλος της γαλακτοκομικής περιόδου
τους) είτε με ένα «ζεστό» του βουνού (δεντρολίβανο ανακατεμμένο με φασκόμηλο και
«πιντόνικο»). ∆εν μας χαλούσε καθόλου αν το παξιμάδι το αντικαθιστούσαμε με τα
νοστιμότατα σουσαμένια λαδερά κουλουράκια, τα οποία συνήθως προορίζονταν για τις
ώρες του καφέ, λίγο αργότερα το πρωΐ ή το απόγευμα την ώρα της καμπάνας του
εσπερινού ο ήχος της οποίας μας ερχόταν διαπεραστικός από την Μεταμόρφωση του
Σωτήρος («τη Παναγιά») απέναντι από το Μεγαλοχώρι.
Τα κουλουράκια και τα παξιμάδια είχαν καθένα την δική τους προετοιμασία και τα δικά
τους μυστικά της παρασκευής τους. Όλα νταβαδωτά, φουρνίζονταν σε νταβάδες
κατάλληλους σε μέγεθος που καθορίζονταν από τις διαστάσεις του είχε το πορτάκι του
φούρνου. Το «ζντιρόφκυαρο»7 ήταν το κατ’ εξοχήν σύνεργο στη περίπτωση αυτή. Για
μας, το ενδιαφέρον δεν εστιάζετο στο στάδιο της παρασκευής των νοστιμιών αυτών. Το
ενδιαφέρον μας επικεντρωνόταν στο στάδιο του ξεφουρνίσματός των, όταν μισο-ζεστά,
πια, αφράτα και τρωγανά, θα μπορούσαμε να τα γευθούμε ή να βουτήξουμε σ’ένα
κουπάκι με γάλα αρωματισμένο με λίγο (ελληνικό) καφέ.
Εκτός από τις νοστιμιές των ζυμωτών αγαθών, ο φούρνος έδινε την ευκαιρία για το
ψήσιμο κάποιου εκλεκτού φαγητού (όπως για παράδειγμα μελιτζάνες παππουτσάκια,
κοτόπουλο - της παραγωγής μας - με πατάτες, κλπ) αλλά και για να «ρίξουμε» στο
7 Το «ζντιρόφκυαρο» χρησιμοποιείτο για το ξεφούρνισμα, για τους νταβάδες, κλπ, κλπ.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 39
φούρνο κυδώνια και μήλα του μπαχτσέ μας για ψήσιμο. Τα μήλα και τα κυδώνια τα
αφήναμε να ψηθούν σε σιγανό φούρνο μέσα σε μικρά αλουμινένια ταψιά ή (ειδικά για τα
κυδώνια) αφήνοντάς τα κοντά ή μέσα στη «μισοχωνεμένη» χόβολη στον προθάλαμο του
φούρνου. Θυμάμαι την υπέροχη γεύση και ευωδιά τους την ανάκατη με την μυρωδιά της
κανέλλας με την οποία τα πασπαλίζαμε πλουσιοπάροχα. Ακόμα και πατάτες ψημένες στη
χόβολη ήταν για μας μια άλλη θεσπέσια νοστιμιά που γινόταν ακόμα πιο λαχταριστή
τρώγοντάς την αχνιστή προσθέτοντας λίγο αλατισμένο μαγειρικό βούτυρο.
Μετά τα ψησίματα, αφήναμε την «αχλιά» (στάχτη) να χωνέψει τελείως και να κρυώσει
μέσα στο φούρνο για να μπορέσουμε να την αποθηκεύσουμε με σιγουριά πυρασφαλείας
σε ένα παληό τενεκέ του λαδιού κατάλληλα διαμορφωμένο. Η στάχτη αυτή δεν «πήγαινε
χαμένη». Αποτελούσε το «βιομηχανικό» απορρυπαντικό της εποχής εκείνης, που
χρησιμοποιείτο ευρύτατα για τη λεύκανση των άσπρων ρούχων και σεντονιών. Τίποτε
δεν πήγαινε χαμένο στο κύκλο αυτό της χρήσης του φυσικού αγαθού του ξύλου, όπως
ακριβώς είδαμε πως συνέβαινε και με τη χρήση του άλλου φυσικού αγαθού, του νερού,
κάθε σταγόνα του οποίου εύρισκε και τον κατάλληλο αποδέκτη της.Εργασίες συντήρησης του κτήματος
Μια από τις παραγωγικότερες και σπουδαιότερες καλοκαιρινές μας δραστηριότητες στο
κτήμα ήταν η συντήρησή του, η οποία ουσιαστικά επικεντρωνόταν στην επιδιόρθωση
των «πεζούλων» και της περίφραξης του κτήματος, στο πότισμα των «φτυφτών» (των
νεοφυτευθέντων δενδρυλλίων της ελιάς), στην επιδιόρθωση των κεραμιδιών του σπιτιού
και του στάβλου, στον καθαρισμό των υδρορροών (χαντακιών) του σπιτιού, στον
καθαρισμό και στη συντήρηση του νερού και της χαβούζας, κλπ, κλπ.
Με τον όρο «πεζούλα», αναφερόμαστε στο ανάχωμα που χτίζεται σε επικλινή ορεινά
εδάφη για την συγκράτηση των βρόχινων νερών και της διάβρωσης του εδάφους αλλά
και για την δημιουργία επίπεδων τμημάτων κατάλληλων για καλλιέργεια. Στο κτήμα μας,
οι πιο πολλές πεζούλες αφορούσαν κυρίως το περιχαράκωμα των λιόδενδρων αν και
υπήρχαν μερικές μεγάλες πεζούλες, τα «σέτια», που συγκροτούσαν τον μπαχτσέ μας ή το
μικρό αμπελάκι μας. Το βασικό μέρος και χαρακτηριστικό μιας πεζούλας είναι το κτιστό
μέρος της, γνωστό και σαν ξερολιθιά. Αυτό κτίζεται μόνο με πέτρες που αφήνουν πολλά
μικρά κενά μεταξύ τους διευκολύνοντας έτσι την απορροή των παραπανήσιων νερών της
βροχής, αυτών που ξεπερνούν σε ποσότητα την απορροφητικότητα του εδάφους. Αυτό
το κτιστό κομμάτι, με την πάροδο του χρόνου χαλάει, γκρεμίζεται, και πρέπει να
επιδιορθωθεί ή να κτιστεί από αρχής. Συνήθως κτίζεται από αρχής, σε νέα θεμέλια και με
καινούργιες ως επί το πλείστον πέτρες. Το άλλο μέρος της πεζούλας αφορά το έδαφος
που περιχαρακώνεται από την ξερολιθιά. Συνήθως στο έδαφος της πεζούλας
«φιλοξενούνται» και αναπτύσσονται τα λιόδεντρα ή δημιουργούνται μπαχτσέδες ή
αμπέλια.
Η επιδιόρθωση των πεζούλων έδινε άλλη εικόνα στη παραθεριστική μας ζωή. Έδινε
άλλη ζωντάνια στην καθημερινότητά μας, μια και ένα συνεργείο ολόκληρο από
μαστόρους και βοηθούς, ανελάμβαναν να ξανασυνθέσουν τις «πεσμένες» (χαλασμένες)
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 40
πεζούλες και να συγκρατήσουν τις απότομες πλαγιές του κτήματός μας από του να
κυλήσουν στο ποτάμι και να εξαφανιστούν μαζί του ή να ξαποστάσουν με τα χρόνια σαν
βοτσαλάκια στην παραλία της Μελίντας. Και δεν ήταν μόνο γι’ αυτό. Γιατί οι
καλοχτισμένες πεζούλες κρατούν στην αγκαλιά τους τα λιγοστά βρόχινα νερά για να μας
τα ανταποδώσουν με τη μορφή μικρών πηγών («μάννες»), οάσεις δροσιάς, κατά την
περίοδο του καλοκαιριού. Και τέτοιες ήταν διάσπαρτες στα βουνά της Άμαξος και
κυρίως κατά μήκος της λαγκαδιάς με τις πιο απόμακρες και αραιοσύχναστες πηγές να
προσελκύουν τα κοπάδια από τις πέρδικες, που πρωΐ και απόγευμα, τις άκουγες να
διαλαλούν την ξένοιαστη παρουσία τους, από τα Βρυσούδια και την Βέρση μέχρι το
Γυαλί και τον Καλόγερο και τις κορφές της Κάτω Άμαξος. Ένα πανδαιμόνιο χαράς, που
έσβησε από το αλόγιστο κυνήγι και τα φυτοφάρμακα. Και είναι κρίμα αυτά τα όμορφα
πουλιά με το διαπεραστικό κελάηδημά τους να τα αιχμαλωτίζουμε σε κλουβιά σαν μικρά
καναρίνια ή να τα μεγαλώνουμε σε ειδικά εκτροφεία και να τα αφήνουμε, δήθεν για
εμπλουτισμό της πανίδας, βορά των αλεπούδων και των ασυνείδητων κυνηγών.
Όλο το έργο της συντήρησης του κτήματος, που ήταν ένα ξεχωριστό έργο ζωής, ήταν
αφημένο στους μαστόρους της πέτρας, στο μεράκι τους και την αγάπη τους για τη
δουλειά τους. Γι’ αυτό και η εξασφάλιση ενός καλού κτίστη πεζούλας ήταν μια μικρή-
μεγάλη επιτυχία. Κι ευτυχώς οι καλοί μαστόροι δεν ήσαν και λίγοι.
Το χτίσιμο μιας καλής πεζούλας προϋποθέτει την ύπαρξη καλής και σκληρής πέτρας,
μαρμαρόπετρας. Και από τέτοια, «δόξα τω Θεώ» υπήρχε άφθονη στην Άμαξο μια και η
λαγκαδιά της ήταν ο μεγάλος τροφοδότης της. Που έπαιρνε ακατέργαστη την άφθονη
μαρμαρόπετρα την οποία πλουσιοπάροχα της παρείχε η χειμερινή διάβρωση των γύρο
λόφων, και την δούλευε στα ορμητικά χειμερινά νερά της με υπομονή και μαστορικά,
στρογγυλεύοντάς την και αποτιμώντας την αντοχή της και την σκληράδα της. Αυτή τη
πέτρα, την ετοιμοπαράδοτη, τη φύλαγε στη μάντρα τής κοίτης της από τη Βέρση και
κάτω, μέχρι τη θάλασσα. Αυτή η πέτρα αποτελούσε την πρώτη ύλη και τη βάση για το
κτίσιμο μιας στέρεης πεζούλας. Ένα μικρό συνεργείο από δυο εργάτες με δυο-τρία ζώα,
μουλάρια και γαϊδούρια, ανελάμβαναν να μεταφέρουν την πέτρα αυτή από το ποτάμι στο
κτήμα εκεί που θα κτίζονταν οι πεζούλες. Για τη μεταφορά αυτή, δυο σανίδες
στερεώνονταν στο σαμάρι κάθε ζώου, μια από κάθε πλευρά του σαμαριού. Στις σανίδες
αυτές φορτώνονταν οι μεγάλες πέτρες και δένονταν καλά για να μεταφερθούν με
ασφάλεια ακολουθώντας τα μαιανδρικά ανηφορικά μονοπάτια που ένωναν το κτήμα με
τη λαγκαδιά.
Η μεταφορά της λαγκαδίσιας πέτρας είχε και τα τυχερά της. Κι ήταν αυτά για τα οποία
καιροφυλλακτούσαμε την άφιξη του συνεργείου με τα φορτωμένα με τις πέτρες ζώα.
Ξέραμε, ότι σε κάθε τέτοια «στράτα», ο Μιχάλης Κουτλής θα μας έφερνε 3-4 μεγάλα
καβούρια του ποταμού, που τα εύρισκε κάτω από τις πέτρες της κοίτης του. Κι εμείς,
παρά το φόβο μας να μας δαγκάσουν, δεν χάναμε καιρό. Μια και μια τα παίρναμε και τα
ρίχναμε στα αναμμένα κάρβουνα που υπήρχαν σχεδόν ολημερίς στο τζάκι μας. Μια
μικρή γλυκειά αναμονή 10-15 λεπτών μας χώριζαν από μια από τις ωραιότερες γεύσεις
του βουνού. Όλη η αυλή γέμιζε με την γλυκομύριστη ευωδιά του ψημένου καβουριού,
που έκαναν όλους, μικρούς και μεγάλους, ευάλωτους στη πρόσκληση για ένα ρούφηγμα
μιας καβουροδαγκάνας ή ενός άλλου καβουρο-κομματιού. Κι ήταν τόση η λαιμαργία μας
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 41
γι’ αυτή τη καβουρολιχουδιά, που πολλές φορές το παρακάναμε. Τρώγαμε όσα καβούρια
μας έφερναν από το ποτάμι. Και έτσι δεν άργησε να πάρουμε ένα πολύ καλό μάθημα.
Μια «μόλυνση» από τη μεγάλη κατανάλωση καβουριών που έπαθα μια μέρα μεγάλης
λαιμαργίας, μου έβαλε φρένο στην αλόγιστη κατανάλωση καβουριών και την απαξίωση
αυτής της θεϊκής λιχουδιάς και απόλαυσης.
Οι πέτρες που μεταφέρονταν από το ποτάμι, ξεφορτώνονταν κοντά στις πεζούλες που
έπρεπε να κτιστούν. Εκεί τις υποδεχόταν ο μάστορας, που εν τω μεταξύ, είχε «ανοίξει το
πλατύ θεμέλιο» και είχε στερεώσει το «ράμμα» του στα δύο άκρα του θεμέλιου με τη
βοήθεια δυο μεγάλων καρφιών ένα από τα οποία χρησίμευε για να τυλίγει τον «μίτο»
του ράμματος μετά την χρήση του. Ο μάστορας, με μια γρήγορη ματιά, «ζύγιζε» τις
πέτρες που είχε στη διάθεσή του, έπιανε αυτή που ταίριαζε καλλίτερα στις διαθέσιμες
επιφανειακές υποδοχές που σχημάτιζαν οι πέτρες που είχαν πρωτύτερα τοποθετηθεί. Αν
χρειαζόταν, με το σφυρί του έφτιαχνε το «πρόσωπο» ή τη βάση της πέτρας έτσι ώστε να
δένει καλλίτερα και να «βγάζει» τη μαστοριά και το γούστο του. Ο βοηθός του μάστορα,
από την άλλη μεριά, επιφορτιζόταν με το να φέρνει μικρότερες πέτρες καθώς και μικρά
και μεγάλα πετραδάκια, που χρησιμοποιούσε ο μάστορας για να στερεώνει καλλίτερα τις
μεγάλες πέτρες καθώς τις ταίριαζε τη μια δίπλα στην άλλη. Αυτή τη δουλειά την
συμμεριζόμουνα κι εγώ, μια και ο μάστορας με ενεθάρρυνε προς τούτο μαθαίνοντάς με
να γεμίζω τα κενά που άφηναν οι πέτρες κατά το κτίσιμο. Τα πιο μικρά πετραδάκια τα
χρησιμοποιούσε για να μπαζώνει το κενό πίσω από τις πέτρες που έκτιζε. Αυτά όχι μόνο
έδεναν τις πέτρες της μόστρας αλλά και έπαιζαν το ρόλο ενός διαχωριστικού στρώματος
μεταξύ του εξωτερικού μέρους του τοίχου της πεζούλας και του εσωτερικού χωμάτινου
όγκου της. Σ’ αυτό το στρώμα από τα μικρά πετραδάκια βασίζεται η μακροζωΐα μιας
πεζούλας, μια και την προστατεύει από το «φούσκωμα», το «πέσιμο» (γκρέμισμα) και
τελικά την διάβρωσή της.
Έτσι, πέτρα με τη πέτρα, «ανέβαινε» το κτίσιμο της πεζούλας μέχρι λίγο πιο πάνω από το
επίπεδο της επιφάνειας του χωμάτινου όγκου της. Επίπεδες πέτρες (πλάκες)
χρησιμοποιούνταν πολλές φορές για το αποτέλειωμά της. Το κτίσιμο τέλειωνε με μια
διαμόρφωση πρόχειρη του χώματος της πεζούλας και του γύρο χώρου που γινόταν με
την βοήθεια μιας τσουγκράνας. Με τη διαμόρφωση αυτή, σκεπάζονταν με χώμα το πάνω
μέρος του κτιστού κομματιού και το έδενε έτσι καλλίτερα. Το έδαφος γύρο από την ελιά
έπαιρνε μια ελαφρά κλίση προς το εσωτερικό μέρος και συνήθως «αυλακιάζονταν»
ημικυκλικά γύρω από την ελιά για τη καλλίτερη συγκράτηση των όμβριων υδάτων.
Σήμερα, ύστερα από πενήντα και πλέον χρόνια, κάνοντας ένα προσκύνημα στα
«(η)μέτερα», βλέπω τις πεζούλες που παρακολουθούσα να κτίζονται και για τις οποίες
έβαλα κι εγώ ένα πετραδάκι !! Αποτελούν μια αδιάψευστη μαρτυρία για την απλή
τεχνική της ξερολιθιάς που δάμασε το χρόνο και αντιστάθηκε στην δύναμη των
ορμητικών βρόχινων νερών· που βοήθησε να γεμίζουν οι ταμιευτήρες του νερού της
περιοχής και να τη στολίζουν με τις υπερχειλίσεις τους, τις μικρές και μεγάλες «μάννες»,
τα στολίδια της περιοχής· που μένουν μακρόχρονο μνημόσυνο των μαστόρων της πέτρας
που ημέρωναν τα βουνά μας με μικρά και μεγάλα στολίσματα. Ας είναι αιωνία τους η
μνήμη.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 42
Περίφραξη του κτήματος
Εκτός από την επιδιόρθωση των πεζούλων, το ίδιο κοπιαστική ήταν και η συντήρηση της
περίφραξης του κτήματος με αγκαθωτό σύρμα. Για την περίφραξη με αγκαθωτό σύρμα,
ξυλοπάσσαλοι τοποθετούνταν κατά μήκος των ορίων (συνόρων) του κτήματος και πάνω
σ’ αυτούς στερεώνονταν το αγκαθωτό σύρμα σε τέσσερες-πέντε παράλληλες με το
έδαφος σειρές. Τόσο η απόσταση από το έδαφος της πλησιέστερης προς αυτό σειράς όσο
και η απόσταση της μιας σειράς του σύρματος από την άλλη ήταν τέτοια ώστε να είναι
αδύνατο να περάσει ζώο ή άνθρωπος μέσα από τα κενά που άφηναν.
Αυτή η συντήρηση ήταν απαραίτητη, μια και το κτήμα φιλοξενούσε τα ζώα μας,
μουλάρια και γαϊδούρια, τα πολύτιμα μεταφορικά μας μέσα. Ένα άνοιγμα στη
περίφραξη, μια «αμπασιά»8, ήταν ένας όλεθρος, μια δοκιμασία για μικρούς και μεγάλους
αν τύχαινε και δεν προλαβαίναμε να την εντοπίσουμε πριν από τα ίδια τα ζώα. Γιατί τότε
αυτά ξέφευγαν και μπορούσε να μας πάρει ολόκληρη τη μέρα, και όχι μόνο, ψάχνοντας
για τα ξεστρατισμένα ζώα, που εύρισκαν τη χαρά της ελευθερίας τους και της
συναγέλωσης με τα ομοειδή τους, που έβοσκαν ελεύθερα στα άφρακτα γύρο κτήματα.
Η δημιουργία μιας «αμπασιάς» ήταν μια, λίγο πολύ, συνηθισμένη κατάσταση σε
κτήματα με περίφραξη με αγκαθωτό σύρμα και ξυλοπάσσαλους. Πότε γιατί σάπιζαν οι
ξυλοπάσσαλοι στη βάση τους, με αποτέλεσμα να «μπουσκέρνανε» τα σύρματα, πότε
γιατί κάποιοι ασυνείδητοι κυνηγοί δημιουργούσαν εύκολα περάσματα, πότε γιατί τύχαινε
να πέσει πάνω στο φράκτη ένα μεγάλο «κλαδί» ελιάς που έσπασε το δυνατό μελτέμι.
Όλα αυτά μας έκαναν να ζούμε πάντοτε με την έννοια της ύπαρξής μιας «αμπασιάς».
∆εν χρειαζόταν και μεγάλο άνοιγμα για να ξεφύγουν τα ζώα. Χαρακτηριστική και
ιδιαίτερα διδακτική ήταν η εμπειρία πού είχα βλέποντας ένα από τα γαϊδούρια μας να
προσπαθεί με την κοιλιά να συρθεί κάτω από τη περίφραξη, κάτω από τη χαμηλότερη
σειρά του αγκυλωτού σύρματος, που ήταν σε μικρή απόσταση από το έδαφος, σε αρκετό
όμως ύψος για να χωρέσει με το πλάϊ ο γάϊδαρος κάτω από αυτήν!
Εκτός απ’ αυτό, έπρεπε να προφυλάξουμε τον μπαχτσέ μας από την εισβολή των
μεγάλων ζώων μια και για την προφύλαξή του από τις κατσίκες δεν γινόταν λόγος. Αυτές
έπρεπε να ήταν δεμένες, γιατί πάντα εύρισκαν τον τρόπο να περνούν μέσα από τα
σύρματα και να απολαμβάνουν ένα γιορτινό γεύμα από δροσερά ζαρζαβατικά και
τρυφερά φύλλα από κλήματα και κλαδιά των «δεντρικών» του κήπου. Πού η σημερινή
ευπρόσιτη και εύκολη λύση της συρματότελας, που και τον ποντικό ακόμη δεν αφήνει να
την διαπεράσει πράγμα που μπορεί να κάνει μόνο με το σκαρφάλωμά του. Γι’ αυτό
πολλές φορές μπλέκαμε στα σύρματα της περίφραξης κλαδιά πρίνου ή και ελιάς
κάνοντας έτσι πιο αποτελεσματική τη περίφραξη.
Η καλή και βιώσιμη περίφραξη με το «αγκαθωτό» είχε κι αυτή την τέχνη της. Βασική
προϋπόθεσή της ήταν η ύπαρξη των κατάλληλων «πασσάλων» πάνω στους οποίους θα
στερεώνονταν το αγκαθωτό σύρμα. Τέτοιους πασσάλους συνήθως μας τροφοδοτούσε το
8 Θυμάμαι την αναφορά του αείμνηστου καθηγητή μου Π. Ξανθούλη στο ετυμολογικό της λέξης αυτής.
Όπως μας έλεγε, δεν είναι παρά μια παράφραση της αρχαιοελληνικής λέξης ‘εμβασία’ (από το ρήμα
βαίνω).
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 43
ανοιξιάτικο κλάδεμα της ελιάς και το καθάρισμα του κτήματος. Πολλές φορές και το
κλάδεμα των πλατάνων της λαγκαδιάς, που γίνονταν για να ελευθερωθεί η κοίτη της και
να αφεθεί ελεύθερη η χειμερινή ροή του νερού της, μας έδιδε για αντάλλαγμα
πασσάλους που χρειαζόμασταν. Ήταν μια αμοιβαία εξυπηρέτηση μεταξύ περιβάλλοντος
και των φιλοξενουμένων του, που κάλυπτε τις ανάγκες μας και συγχρόνως συντηρούσε
την μαγεία της λαγκαδιάς και τον βιότοπό της. Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο. Τίποτε δεν
καταστρέφονταν. Τίποτε δεν περιμέναμε «από το κράτος». Φροντίζαμε τον χώρο που
μας φιλοξενούσε σαν νάταν όλος δικός μας, σαν να ήταν επέκταση της καθισιάς μας, του
κτήματός μας.
Έχοντας ετοιμάσει όλα τα υλικά της περίφραξης και εξοπλισμένοι με τα απαραίτητα και
στοιχειώδη εργαλεία, που δεν ήταν άλλα παρά ένα τσαπί, ένας σιδερολοστός σε μορφή
σφήνας, ένα σκεπάρνι, μια τανάλια, «βελόνες» (δηλαδή καρφιά) διαφόρων ειδών, ένα
κομμάτι «σαγλί» και μια βαριοπούλα, αρχίζαμε την περίφραξη. Πρώτα έπρεπε να
ανοιχτούν οι λάκκοι και να στερεωθούν οι πάσσαλοι. Συνήθως, για κάθε πάσσαλο,
ανοίγονταν ένας κυλινδρικός λάκκος 40-50 εκατοστών βάθους, λίγο πιο ευρύχωρος από
το πάχος του πασσάλου. Μια παλιοκουτάλα ήταν ό,τι πιο χρήσιμο εργαλείο θα μπορούσε
νάχε κανείς για να ανασύρει τα χώματα μέσα από το λάκκο καθώς αυτός βάθαινε με τα
κτυπήματα του λοστού. Μετά τοποθετείτο μέσα στο λάκκο ο πάσσαλος και
στερεώνονταν με πέτρες μεγάλες και μικρές, που συμπλήρωναν τα κενά μεταξύ
πασσάλου και των τοιχωμάτων του λάκκου. Τέλος με χώμα, που το ποδοπατούσαμε
αρκετές φορές, συμπληρώνονταν η κάλυψη όλων των εναπομείναντων κενών και
αποκαθίστατο η ομοιομορφία του εδάφους γύρω από τη βάση του πασσάλου.
Μετά τη στήριξη όλων των απαραίτητων πασσάλων, άρχιζε η τοποθέτηση του
αγκαθωτού σύρματος και η στερέωσή του πάνω στους πασσάλους. Αρχικά ξετυλίγαμε το
ρολό του αγκαθωτού κατά μήκος των πασσάλων. Αυτό το κομμάτι του αγκαθωτού
προορίζετο για τη πρώτη, την υψηλότερη από το έδαφος, σειρά της περίφραξης. Ο
πάσσαλος από τον οποίον άρχιζε το στερέωμα του αγκαθωτού έπρεπε να ήταν πολύ καλά
στερεωμένος. Γι’ αυτό και συνήθως τοποθετούσαμε ένα ή δυο αντιστηρίγματα, που δεν
ήταν παρά προεκτάσεις του αγκαθωτού, που τις δέναμε είτε σ’ ένα κοντινό δένδρο είτε
σε κάποιο πασσαλάκι που καρφώναμε στο έδαφος κοντά στον πάσσαλο-αγκωνάρι.
Το αγκαθωτό σύρμα στερεώνονταν πάνω στον αρχικό πάσσαλο καρφώνοντας ένα-δυο
καρφιά δίπλα στο αγκαθωτό και λυγίζοντάς τα πάνω από το σύρμα σε σφιχταγκάλισμα
με την επιφάνεια του πασσάλου, πράγμα που πετυχαίναμε με την βοήθεια του
σκεπαρνιού. Στη συνέχεια το ίδιο γινόταν στον διπλανό πάσσαλο μέχρι τον τελευταίο
που είχε την ίδια φροντίδα αντιστήριξης όπως και ο αρχικός πάσσαλος. Από πάσσαλο σε
πάσσαλο έπρεπε να τεντωθεί καλά το αγκαθωτό και από το τέντωμα που πετυχαίνετο,
μπορούσε κανείς να διακρίνει την μαστοριά της όλης εργασίας. Και τούτο γιατί το
τέντωμα ήταν το δυσκολότερο αλλά και το βασικότερο κομμάτι της περίφραξης. Ο
τρόπος με τον οποίον συνήθως τεντώνονταν το αγκαθωτό, ήταν με την βοήθεια ενός
μικρού και λεπτού σχοινιού (του σαγλιού), το οποίο δένανε (και μπλέκανε) πάνω στο
αγκαθωτό σύρμα. Έτσι με την βοήθεια του σχοινιού τράβαγε και τέντωνε κανείς το
σύρμα απεφεύγοντας την αρκετά επικίνδυνη (και πολλές φορές τραυματική) επαφή του
με το αγκαθωτό σύρμα. Μ’ αυτό το τρόπο συνεχίζετο και η στερέωση και των άλλων
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 44
σειρών του αγκαθωτού. Σε πολλά σηµεία µεταξύ των πασσάλων, δέναµε τις σειρές του
αγκαθωτού τη µια µε την άλλη µε σύρµα απλό εκεί όπου νοµίζαµε ότι υπήρχε κίνδυνος
τα ανοίγµατα να προδιέθεταν για την δηµιουργία µιας αµπασιάς. Τέλος, σε σηµεία όπου
βλέπαµε, ότι η κοντινή προς το έδαφος σειρά άφηνε ανοίγµατα πονηρά, πάλι µε σύρµα
απλό, που δέναµε µεταξύ της σειράς του αγκαθωτού και µικρών πασσαλίσκων που
καρφώναµε στο έδαφος, διορθώναµε τέτοιες ατέλειες.
Κάθε δουλειά στο κτήµα ήθελε και την µαστοριά της. Ήθελε το µεράκι του µάστορα.
Ήθελε να ξέρεις τις µικρές εκείνες λεπτοµέρειες που κάνουν την διαφορά· που κάνουν
την αγροτική ζωή πιο ξεκούραστη αλλά και το εισόδηµά της πιο αποδοτικό. Ειδικά όταν
τέτοιες δουλειές έπρεπε να γίνουν σ ένα κτήµα που το ζούσες κάθε µέρα, που το
νοιαζόσουνα σαν σπίτι σου και µοιραζόσουνα µαζί του τις χαρές της παραγωγής και τις
απογοητεύσεις από τις φυσικές καταστροφές και τις φτωχιές σοδειές.
Τα Καµίνια
Μετά το δεκαπενταύγουστο, µια ξεχωριστή αγροτική δραστηριότητα της περιοχής ήταν
η προετοιµασία των «καµινιών», των παραδοσιακών εργοταξίων παρασκευής
ξυλοκάρβουνου. Και η περιοχή της Άµαξος προδιέθετε γι αυτό. Τεχνίτες απ τους
καλλίτερους του είδους, απ΄ την αρχή ακόµη του καλοκαιριού, τριγύριζαν τις λαγκαδιές
και τα κτήµατα, εντόπιζαν και κατέγραφαν εκείνα τα δένδρα, που θα µπορούσαν να
αποφέρουν καλό και γερό ξυλοκάρβουνο για να ξανάλθουν λίγο αργότερα να τα κόψουν
και να τα µεταφέρουν στο χώρο που θα «έκαβαν» το καµίνι. Έπρεπε να πάρουν πρώτα
την άδεια και την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη και της Αγροφυλακής. Τις πιο πολλές
φορές µάλιστα ο κάθε ιδιοκτήτης των ξύλων συµφωνούσε να δώσει τα ξύλα του αντί
µιας ποσότητας του παραγοµένου ξυλοκάρβουνου. Η συµφωνία ήταν συνήθως
προφορική, βασισµένη στο λόγο της τιµής και των δύο µερών - άλλοι καιροί άλλα έθιµα.
Με τον τρόπο αυτό και καθαρίζετο το κτήµα του ιδιοκτήτη από τα ανεπιθύµητα άγρια ή
ξερά δένδρα και εξασφαλίζονταν συγχρόνως οι ανάγκες της χρονιάς του ιδιοκτήτη για
ξυλοκάρβουνο και ίσως και για καρβουνόσκονη για το µαγκάλι. Έτσι, ξερά λιόδενδρα,
µεγάλοι πρίνοι, πλατάνια της λαγκαδιάς, αποµεινάρια χοντρών ξύλων από τα ανοιξιάτικα
κλαδέµατα της ελιάς, και ό,τι άλλο ήταν διαθέσιµο, µαζεύονταν µε υποµονή όλο το
καλοκαίρι στο χώρο όπου θα «έκαιγε» το καµίνι. Που πάντα ήταν κοντά σε «µάννα»
νερού και για τις ανάγκες της παρασκευής αλλά και για την πλήρωση ενός ή δυο
βαρελιών νερού για την πυρόσβεση µιας ενδεχόµενης εξάπλωσης φωτιάς ιδίως κατά το
«ξεφούρισµα» του καµινιού, που µπορούσε να λάβει χώρα και µε δυνατό µελτέµι.
Μ άρεσε να παρακολουθώ το κάθε στάδιο προετοιµασίας ενός καµινιού. Να βλέπω πώς
στοιβάζονταν τα ξύλα µε υποµονή και µεράκι, µε τα χοντρά να τοποθετούνται στο
κέντρο του καµινιού αφήνοντας ένα µικρό κυλινδρικό άνοιγµα και τα λεπτότερα να
σχηµατίζουν ένα πέπλο, που κάλυπτε ολόγυρα όλα τα άλλα ξύλα. Και όπως
συµπληρώνονταν το «φόρτωµα» του καµινιού, το στοίβαγµα των ξύλων έπαιρνε το
σχήµα ενός παραµορφωµένου ηµισφαιρίου, ενός τρούλου θα έλεγα µιας εκκλησιάς.
Ήταν τέτοια η µαεστρία του «φορτώµατος» του καµινιού, που πολλές φορές, αν δεν
ήσουν εξοικειωµένος µε το θέµα, θα µπορούσες να στοιχηµατίσεις ότι το στοίβαγµα
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 45
αυτό των ξύλων δεν ήταν παρά η καλύβα κάποιων ιθαγενών της Αφρικής, που
ξεστράτισαν προς τα µέρη της Άµαξος. Το «φόρτωµα» µπορούσε να κρατήσει και µέρες
ανάλογα µε το µέγεθος του καµινιού. Με το που τέλειωνε το φόρτωµα, όλος ο σωρός
από τα ξύλα καλύπτονταν µε µια στρώση «πευκατσίγινο» (ξερά φύλλα των πεύκων) που
το εύρισκες άφθονο σε παρακείµενα πευκοδασάκια της περιοχής. Αυτό το στρώµα από
πευκατσίγινα είχε το ρόλο του υποστρώµατος πάνω στο οποίο θα στρώνονταν ένα
συµπαγές χωµάτινο κάλυµµα από το οποίο µόνο µια τρύπα στην κορυφή του τρούλου
και τρις-τέσσερις στη βάση του καµινιού εξασφάλιζαν την επικοινωνία του εξωτερικού
µε τον εσωτερικό του καµινιού χώρο. Για το συγκράτηµα αυτού του χωµάτινου µανδύα,
γύρο-γύρο στη κυκλική του βάση, τοποθετούντο µεγάλες πέτρες προσέχοντας πάντα να
διατηρούνται ανοικτά τα στόµια από τις τρύπες της βάσης. Γιατί αυτές οι τρύπες είχαν
τον βασικό ρυθµιστικό ρόλο του εξαερισµού του καµινιού. Από εκεί έµπαινε ο λιγοστός
αέρας και έβγαινε ο καπνός της ατελούς καύσης των ξύλων, που θα τα µετέτρεπε σε
ξυλοκάρβουνα. Απ την άλλη µεριά, η τρύπα της κορυφής του καµινιού χρησιµοποιείτο
για να αρχίσουν το άναµµα της φωτιάς στο εσωτερικό και στη βάση του καµινιού. Σ
αυτό βοηθούσε το κεντρικό κυλινδρικό άνοιγµα που δηµιουργείτο κατά το αρχικό στάδιο
του φορτώµατος. Μετά το άναµµα της φωτιάς, η τρύπα της κορυφής κλείνονταν µε
κατάλληλη προέκταση του διπλού µανδύα (από πευκατσίγινο και χώµα).
«Ξεφούρισµα» σε καµίνι στο δροµο Άµαξος-Ακρασίου.
Αυτή την εικόνα του στησίµατος ενός καµινιού την έβλεπα και δυο και τρεις φορές κάθε
καλοκαίρι µια και στο απέναντι από τον πύργο µας κτήµα (αργότερα ιδιοκτησίας Αλέκου
Λαγουµίδη) υπήρχε µόνιµος χώρος όπου «έκαβαν» καµίνια. Με συνέπαιρνε και µε
συνεπαίρνει µέχρι σήµερα ακόµα η µυρωδιά του καπνού του καµινιού, όπως και η
µυρωδιά της άκαυτης και φρέσκιας πυρήνας, που αισθάνεσαι περνώντας κοντά από ένα
ελαιοτριβείο. Είναι οι µαγικές αυτές µυρωδιές, που µε δένουν µε το παρελθόν και µε
αναβαπτίζουν στα περασµένα, όπου κι αν τύχει και αισθανθώ τη παρουσία τους.
Τέτοιες δυνατές εικόνες που αποτυπώνονταν κάθε καλοκαίρι µέσα µου, δεν µπόρεσαν
παρά να µου βάλουν την ιδέα να φτειάξω ένα µικρό καµίνι κι εγώ. Να όµως, που τόσο η
ηλικία όσο και τα παιχνίδια µε τη φωτιά το καλοκαίρι στο βουνό δεν συνηγορούσαν για
να επιτύχω την συγκατάνευση των γονιών µου να κάνω κάτι τέτοιο. Γι αυτό και
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 46
σοφιστήκαµε τη πιο λογική λύση: Να παρακαλέσουµε τον ∆ηµήτρη Κουτλή, µάστορα
του είδους, να µας συνδράµει σ αυτή την προσπάθεια και να µας βοηθήσει να στήσουµε
ένα µικρό καµίνι δίπλα απ την αυλή του σπιτιού. Πράγµατι τα παρακάλια έπιασαν τόπο,
∆ιδυµα καµίνια στο δρόµο Άµαξος-Ακρασίου.
και µε την άδεια των µεγαλυτέρων, µια µέρα χωρίς δυνατό µελτέµι, αρχίσαµε το στήσιµο
του µικρού µας καµινιού. Ξεχυθήκαµε σ όλο το κτήµα για να µαζέψουµε ό,τι καλλίτερο
ξύλο µπορούσαµε και για να µαζέψουµε την απαραίτητη ποσότητα πευκατσίγινο. Με το
που µαζεύτηκαν τα υλικά, και αφού προετοιµάσαµε το έδαφος κάτω από µια ελιά σε
απόσταση αναπνοής από την αυλή µας, άρχισε µε επιµέλεια το «φόρτωµα» του καµινιού
στοιβάζοντας τα ξύλα όρθια το ένα δίπλα στο άλλο σε ακριβή µίµηση όλων όσων µέχρι
τότε είχα αποτυπώσει παρατηρώντας τα όλα αυτά τα χρόνια. Σε λίγη ώρα, το φόρτωµα
ενός µικρού καµινιού, διαµέτρου εβδοµήντα πόντων και ύψους πενήντα περίπου, ήταν
ήδη πραγµατικότητα. Η χαρά ήταν απερίγραπτη! ∆εν έµενε πια τώρα παρά να το
καλύψουµε µε το πευκατσίγινο και το χώµα. Το πευκατσίγινο στρώθηκε γρήγορα, και
αφού το πασπαλίσαµε µε λίγο νερό για να συγκρατιέται καλλίτερα το χώµα επάνω του,
µε προσοχή το καλύψαµε µε χώµα αφράτο που µαζέψαµε από τις διπλανές πεζούλες
όπου συνηθίζαµε να δένουµε τις κατσίκες µας κατά τα βράδια. Το σκεπάσαµε όλο τα
καµίνι χωρίς να αφήσουµε τρύπα στην κορυφή. Μόνο δυο-τρις τρύπες στη βάση
αφήσαµε για τον απαιτούµενο εξαερισµό. Το µικρό µέγεθος του καµινιού επέτρεπε να το
ανάψουµε µέσω µιας από της τρύπες της βάσης του. Τέλος, τοποθετήσαµε πέτρες µικρές
γύρω-γύρω στη βάση µε συνέπεια στο σχέδιο που ακολουθούσαµε υπό κλίµακα. Και η
µεγάλη στιγµή είχε φτάσει. Θα ανάβαµε τη φωτιά και θα περιµέναµε να γίνει η µαγική
µετατροπή του ξύλου σε ξυλοκάρβουνο.
Η µέθοδο αυτή της παραγωγής ξυλανθράκων βασίζεται στο φαινόµενο της πυρόλυσης
δηλαδή της θερµοχηµικής διεργασίας αποσύνθεσης ενός οργανικού υλικού (του ξύλου)
µε την βοήθεια της θερµότητας και σε απουσία επαρκούς οξυγόνου. Η έλλειψη επαρκούς
ποσότητας οξυγόνου οδηγεί σε ατελή καύση σε αντίθεση µε την τέλεια καύση που
λαµβάνει χώρα σε ατµόσφαιρα επαρκούς οξυγόνου. Κι αυτή η βασική συνθήκη για να
µετατραπούν τα ξύλα σε ξυλοκάρβουνα κανονίζεται και ρυθµίζεται από το µέγεθος που
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 47
έχουν οι τρύπες που αφήνουµε στη βάση του καµινιού αλλά και από την διαπερατότητα
του χωµάτινου µανδύα που καλύπτει το καµίνι.
Ανάψαµε τη φωτιά στο καµίνι σπρώχνοντας ένα αναµµένο χαρτί µέχρι το κέντρο της
βάσης του, όπου είχαµε φροντίσει να τοποθετήσουµε κατά το φόρτωµα λίγο
προσάναµµα. Το καµίνι άρχισε να δουλεύει, αφήνοντάς µας να χαζεύουµε το καπνό που
έβγαζε από τις τρύπες της βάσης του. Εκεί δίπλα µείναµε για δυο µε τρις ώρες µε
αισθήµατα χαράς και περηφάνειας, που καταφέραµε να δούµε το όνειρό µας να
πραγµατώνεται. Εκεί µείναµε ανάκατοι µε καπνούς και χώµατα, καπνισµένοι µέχρι τα
κόκαλα και µουτζουρωµένοι απ το κεφάλι ως τα νύχια των ποδιών, εµποτισµένοι µε την
«καµινίλα», την οποία θα κουβαλούσαµε για αρκετές µέρες παρά τα πλυσίµατα και τις
αλλαξιές ρούχων που µας επέβαλε η µητέρα µας. Η µυρωδιά του καµινιού, είχε µείνει
µέσα µας, ανάκατη µε την µαγεία της εξοχής και τις εµπειρίες που µας άφηνε. Και που
έγινε ένα κοµµάτι από το είναι µας που ζωντανεύει όταν αναπάντεχα βρεθεί σε ένα
τέτοιο βασίλειο των αισθήσεων.
Αφήσαµε τη φωτιά να σιγοκαίει µέσα στο καµίνι για τρις-τέσσερες ώρες προσέχοντας
µόνο µην τύχει και µας σβύσει (από τυχόν «µπούκωµα» της φωτιάς λόγω ελλειπούς
εξαερισµού). Όλα όµως µας πήγαν ρολόϊ. Το καµίνι δούλεψε κανονικά και ήρθε η ώρα
του «ξεφουρίσµατος». ∆υο-τρις κουβάδες νερό για το «σβύσιµο» ήταν το
προαπαιτούµενο για να αρχίσει η διαδικασία αυτή. Από ένα πλάγιο µέρος του καµινιού
αφαιρέσαµε το χώµα επικάλυψης µέχρις ότου φάνηκαν τα µισοκαµµένα εξωτερικά ξύλα
και πιο µέσα τα ξυλοκάρβουνα. Με το νερό «σβύσαµε» και τα τελευταία αποµεινάρια
φωτιάς και χωρίσαµε τα ξύλα από τα ξυλοκάρβουνα, τα µεν ξύλα για να πάρουν το
δρόµο προς το τζάκι, τα δε κάρβουνα για τη φουφού µια και καταφέραµε να
διαπραγµατευτούµε µια καλή τιµή αγοράς τους από τον πατέρα µου. Η παραγωγή
ξυλοκάρβουνων δεν µπορώ να πω ότι ήταν η αναµενόµενη (σε σχέση µε την ποσότητα
των ξύλων που χρησιµοποιήσαµε). Ήταν όµως αρκετή για να αφήσει ένα ανεξίτηλο
σηµάδι στις καρδιές µας.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 48
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Κοινωνικές εκδηλώσεις
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 49
Αλλά ας µη νοµισθεί ότι η ηµέρα µας στο βουνό γέµιζε µ όλες αυτές τις ασχολίες
που αναφέραµε στις προηγούµενες παράγραφες. Η ζωή στο βουνό είχε τόσες άλλες
δραστηριότητες για το κάθε µέλος της οικογένειας, που µας έκανε να µη µπορούµε να το
αποχωριστούµε, όταν ερχόταν η ώρα της επιστροφής µας στο Πλωµάρι.
Με την τράπουλα και την τόµπολα
Στα διαλείµµατα των πρωϊνών εργασιών και υποχρεώσεών µας, έπρεπε να κάνουµε και
την προετοιµασία µας για την επόµενη σχολική περίοδο. Που περιλάµβανε επαναλήψεις
ανάγνωσης και ορθογραφίας, το διάβασµα κάποιου παιδικού βιβλίου, την εξάσκησή µας
στην προπαίδεια του πολλαπλασιασµού και την λύση απλών προβληµάτων της
πρακτικής αριθµητικής. Πάντως για νάµαι ειλικρινής, την πιο καλή εξάσκηση στην
αριθµητική την έκαµα παίζοντας «πάστρα» («ξερή») µε τους µεγαλύτερους. Και τούτο
γιατί έπρεπε να συνδυάζω µε γρηγοράδα τα αθροίσµατα των χαρτιών και να διαλέγω τον
πιο καλλίτερο συνδυασµό, που θα µου απόφερνε και πόντους (τόσο από συγκεκριµένα
χαρτιά, όπως οι άσσοι, το δέκα το «καλό», το δυάρι το «σπαθί» κλπ, όσο και από το
πλήθος των χαρτιών που θα µάζευα). Σιγά-σιγά έµαθα όλα τα παιχνίδια της τράπουλας
µια και είχα µια τέτοια έφεση!
Ο πιο καλός δάσκαλος στην χαρτοπαιξία µου, ήταν η γιαγιά µου η Σουλτάνα, Θεός
«σχωρές την». ∆εν µπορώ να πω ότι είχε µανία µε το χαρτί, αλλά µάλλον µε ένα δυο
παιχνίδια κατάφερνε να κάνει ένα µικρό διάλειµµα από άλλες δουλειές, που την
κράταγαν σκυµµένη όλη µέρα. Όπως το πλέξιµο διάφορων καλυµµάτων µε το
«βελονάκι» της ή το κόψιµο των παληών ρούχων (αυτών που δεν φοριόντουσαν πια
λόγω παλαιότητας) σε στενές ταινίες (λουρίδες) και την συρραφή τους για την
τροφοδοσία της «κρεββατής» όπου υφαίνοντο τα αναγκαία «κουρέλια»
κουρελούδες»), τα «σκαλόπανα» αλλά και πεσέτες και «χράµια».
Έτσι, εκτός από την «πάστρα», µ έµαθε να παίζω την «αβυσσινία» και το «σκαµπίλι».
Το τελευταίο ήταν το πιο αγαπηµένο της παιχνίδι, και το παίζαµε οι δυό µας. Ίσως γιατί
ήµουνα ο µόνος υπολήψιµος αντίπαλός της αλλά και ίσως ο µοναδικός γνώστης του
παιχνιδιού αυτού. Όταν όµως µεγάλωνε η παρέα, τότε παίζαµε την «πάστρα» ή την
«αβυσσινία». Παιχνίδι της µεγάλης παρέας ήταν και ο «µουτζούρης». Σ αυτό το
παιχνίδι, µέληµα του κάθε παίκτη είναι να µη έχει στα χαρτιά του ένα συγκεκριµένο
χαρτί, µια µοναδική και συγκεκριµένη «φιγούρα» της τράπουλας, τον «µουτζούρη»,
που, αν του τύχαινε να τον «τραβήξει» κατά την διάρκεια του παιχνιδιού, θα
προσπαθούσε να τον περάσει σε άλλα χέρια. Αυτό που έκανε το παιχνίδι τούτο
διασκεδαστικό, ήταν ότι γνωρίζαµε όλοι οι παίχτες, πού φιλοξενούνταν ο «µουτζούρης»
ανά πάσα στιγµή και το ενδιαφέρον επικεντρωνόταν στο πως θα πασάρονταν στον
επόµενο φιλοξενητή του. Συνήθως προσπαθούσαµε να πασάρουµε µε πονηριά τον
«µουτζούρη» στη γιαγιά και να διασκεδάζουµε προσπαθώντας να τη πείσουµε να
υποστεί τις συνέπειες της φιλοξενίας, που του φύλαγε και της ατυχίας της να βρεθεί στο
τέλος µε τον «µουτζούρη» στα χέρια.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 50
Τα βράδια πάλι, που η παρέα µεγάλωνε µε τη συντροφιά των γειτόνων µας,
µαζευόµασταν όλοι γύρο από το µεγάλο τραπέζι, για να παίξουµε την τόµπολα κάτω από
το φως µιας λάµπας «λουξ», που βοηθούσε µικρούς και µεγάλους να διαβάζουν µε
αρκετή ευκολία τους αριθµούς της «καρτέλας» τους. Ο πατέρας µου απολάµβανε αυτό
το οικογενειακό παιχνίδι και του άρεσε να είναι αυτός που θα κλήρωνε τους αριθµούς,
που τους φύλαγε µέσα σ ένα µικρό σακουλάκι. Για τις ανάγκες του παιχνιδιού, ο
πατέρας µου καθόταν πάντα στο µέσον της µακρύτερης πλευράς του τραπεζιού µε την
πλάτη προς το λουξ έτσι να µπορεί να διαβάζει τους αριθµούς, που ο ίδιος κλήρωνε.
Χωρίς βιασύνη, έβγαζε από το σακουλάκι ένα-ένα τα «πούλια» (πάνω σε κάθε ένα από
τα οποία ανεγράφετο και ένας αριθµός από το 1-99), διάβαζε και ανακοίνωνε αρκετά
δυνατά (προς χάριν της γιαγιάς που δεν καλο-άκουγε) µια και δυο φορές τον αριθµό που
είχε το «πούλι» και µετά το τοποθετούσε πάνω σε ένα πίνακα αριθµών στην κοινή θέα
όλων των παικτών. Κι έτσι, ανά πάσαν στιγµήν, µπορούσε ο κάθε παίκτης να «τσεκάρει»
(ελέγξει) αν είχαν κληρωθεί οι αριθµοί της καρτέλλας του. Τούτο ήταν απαραίτητο, γιατί
τα ξεφωνητά και οι επιδοκιµασίες που συνόδευαν την εκφώνηση κάθε αριθµού που
κληρώνονταν αλλά και οι συζητήσεις µεταξύ των παικτών µπορούσαν να αποσπάσουν
την προσοχή των περισσοτέρων. Στη µέση του τραπεζιού φροντίζαµε να υπάρχει ένας
«κούκος» (σωρός) από ξηρά κουκιά ή άσπρες φασόλες που χρησιµοποιούσαµε για να
σηµειώνουµε πάνω στη καρτέλα µας εκείνους από τους αριθµούς που κληρώνονταν.
Κάθε καρτέλα είχε τρεις σειρές από πέντε αριθµούς (από το 1-99). Κέρδιζε ο πρώτος και
ο δεύτερος από τους παίκτες που θα συµπλήρωνε µια «τσινκουΐνα», δηλαδή µια πλήρη
σειρά καρτέλας µε πέντε κληρωµένους αριθµούς. Και τέλος, κέρδιζε και αυτός που θα
συµπλήρωνε πρώτος την καρτέλα του µε κληρωµένους αριθµούς, δηλαδή αυτός που θα
έκανε «τόµπολα».
Με την συµπλήρωση από κάποιο παίκτη της πρώτης και της δεύτερης τσινκουΐνας, ο
παίκτης σηκωνόταν από το κάθισµα και ανεφώνιζε δυνατά: Τσινκουΐνα ! ∆εν µπορείτε
να φανταστείτε το πανδαιµόνιο που ακολουθούσε. Το ίδιο γινόταν και όταν κάποιος
συµπλήρωνε τόµπολα. Ακολουθούσαν πανηγυρισµοί από την παρέα του κερδισµένου,
πειράγµατα, γκρίνιες για την περίσσια εύνοια της τύχης σε κάποιους από τους παίκτες ή
για την «γκίνια» άλλων. Μέσα σ αυτό το πανδαιµόνιο γινόταν η επαλήθευση της
τσινκουΐνας ή της τόµπολα από τον πατέρα µου και µετά την αίσια έκβασή της αυτός που
κέρδιζε λάµβανε και το µικρό χρηµατικό ποσό όπως προκαθορίζονταν από την αρχή του
παιχνιδιού.
Μέσα στην ίδια ατµόσφαιρα µπορούσε καµµιά φορά να παίζαµε και την «τριανταµία» ή
κάποιο άλλο παιχνίδι της τράπουλας. Συνήθως όµως ήταν η τόµπολα που προτιµούσαµε
όχι µόνο για την οµαδικότητά της αλλά και γιατί είχε πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της
αµεριµνησίας και ξεγνοιασιάς. Με τον τρόπο που διεξήγετο το παιχνίδι, δεν σε κράταγε
δεµένο στην καρέκλα σου. ∆εν περιοριζόταν σ΄ ένα παίκτη. Μοιράζονταν µε όλους τους
παίκτες. Σ άφηνε να πειράξεις, να συζητήσεις, να ξεφωνήσεις, να γελάσεις µε την
καρδιά σου. ∆εν είχε αυτοσκοπό το κέρδος αν και αυτό γλύκανε την συµµετοχή µικρών
και µεγάλων. Μικρά τα ποσά που παίζαµε, εικονικά θα έλεγα. Όµως, για µας τους
πιτσιρικάδες, και το πενηνταράκι ακόµα φάνταζε εκατοµµύριο και ανακατευόταν µε την
χαρά του νικητή. Ήταν ένα µείγµα που, όταν πραγµατώνονταν, µας έστελνε για ύπνο
έτοιµους να ονειρευτούµε τις καλλίτερες επενδύσεις του κέρδους µας.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 51
Σήµερα, τη χαρά αυτή των «τυχερών» οικογενειακών παιχνιδιών έρχεται να την
αντικαταστήσει ο ΟΠΑΠ ή και η τηλεόραση µε παρόµοια παιχνίδια, που δυστυχώς
εστιάζονται στο κέρδος και περιχαρακώνονται από την ατοµικότητα, που διακρίνει τη
σηµερινή µας ζωή· που της λείπει το γέλιο, ο αυθορµητισµός, η χαρά της επικοινωνίας.
Πολλές φορές το βραδυνό µας παιχνίδι, το ακολουθούσε και κάποιος µεζές συνοδευτικός
του ούζου και του κρασιού. Κι έτσι συνεχίζετο η ευθυµία που γεννούσε το παιχνίδι, ενώ
οι κουβέντες σιγά-σιγά περνούσαν στη σφαίρα της καθηµερινότητας. Σ αυτές
ανταλλάσσονταν ιδέες και προτάσεις για το πώς πρέπει να γίνει τούτο, πώς το άλλο κοκ.
Μα τις πιο σηµαντικές στιγµές της βραδιάς τις οφείλαµε στο µικρό πρασινωπό φορητό
µας ραδιόφωνο. Λειτουργούσε µε εξωτερική «ξηρή» µπαταρία και το φυλάγαµε πάντα
στο εσωτερικό του σπιτιού για να το προφυλάσσουµε από τη σκόνη και την
κατασκήνωση των ζωυφίων µέσα σ αυτό. Όταν θέλαµε να το λειτουργήσουµε, το
φέρναµε στην υπαίθρια αυλή και το συνδέαµε στις υποδοχές µιας κεραίας και της
απαραίτητης γείωσης. Τάχε φροντίσει όλα µε µαστοριά ο Γιάννης Παλαιολόγος, που
εκείνη την εποχή άρχιζε τη λαµπρή καριέρα του ηλεκτρονικού και διατηρούσε το
εργαστήριο του στο Πλωµάρι. Τη γείωση του ραδιοφώνου µας την είχε «κρύψει» στο
κοντινό παρτέρι και το σύρµα της κεραίας το είχε «κατεβάσει» µέσα από τη «φρίτζα» της
αυλής µας, κατά µήκος ενός από τους σιδερένιους στυλίσκους που την στήριζαν. Ήταν
τόσο µακρύ το σύρµα της κεραίας που εκτείνετο από την κορφή ενός ψηλού λιόδεντρου,
που ήταν δίπλα στην αυλή, µέχρι την κορφή ενός άλλου 20-25 µέτρα µακρυά.
Το ραδιόφωνο ήταν απαραίτητος σύντροφος για όλους µας και κυρίως για τον πατέρα
µου, που ήθελε να είναι ενηµερωµένος πάνω στα διάφορα θέµατα. Η ώρα των
«ειδήσεων» ήταν µια ιερή περίοδος, που έπρεπε να µη διαταράσσεται από τις φωνές και
τους θορύβους µας. Αλλά µόλις πέρναγε η ιερότητα της περιόδου των ειδήσεων, το
ραδιόφωνο γινόταν το µέσον της µουσικής µας εκπαίδευσης! Μαθαίναµε ό,τι
καινούργιο τραγουδιόταν εκείνες τις µέρες για να το προβάρουµε στη συνέχεια πάνω
στη ξύλινη κούνια, που ολογυρίς κρεµόταν από ένα γερό κλαδί ελιάς στην διπλανή της
αυλής µας πεζούλα. Επάνω στη κούνια γίνονταν οι πρόβες των τραγουδιών καθώς
ανέµελα προσπαθούσαµε να τη πάµε µε το κούνηµα όσο ψηλότερα µπορούσαµε
ακολουθώντας το ρυθµό του κάθε τραγουδιού. Το βράδυ όµως, µετά τις ειδήσεις, και αν
το επέτρεπε το µελτέµι το καλοκαιριανό, το ραδιόφωνό µας είχε άλλο ρόλο. Μας έφερνε
στο κέφι µε το άκουσµα των τραγουδιών και µας έβαζε στο σιγοτραγούδισµα πράγµα
που το απαιτούσε και το ουζάκι και η παρέα.
Αυτά τα γιορτινά γεµάτα ζωή βράδια δεν είχαν παρά ένα µονάχα ανταγωνιστή: Το
Αυγουστιάτικο φεγγάρι και το κλαρίνο του Καµπάνη που γλυστρούσε τον γλυκό του ήχο
από τον Καλόγερο και παίρνοντας την λαγκαδιά της Αηδονιάτισας ανέβαινε ίσαµε το
πύργο µας και ακόµη πιο πέρα. Μαγευτικές εικόνες που τις διέκοπτε µόνο κάποιο
γαύγισµα της Έλλης, του σκύλου φύλακά µας, όταν µυρίζονταν παρείσακτους στη
 
γειτονιά
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 52
Τα καλοκαιρινά πανηγύρια κι οι εκδροµές
Η παραµονή στην εξοχή είχε και αξιοζήλευτες κοινωνικές δραστηριότητες βασισµένες
σε έθιµα που διατηρούνταν µε συνέπεια τουλάχιστον µέχρι τη χρονιά που η οικογένειά
µου εγκατέλειψε τον παραθερισµό της στην Άµαξο. Ανάµεσα σ αυτές τις κοινωνικές
δραστηριότητες και εκδηλώσεις αναφέρω τα πανηγύρια του καλοκαιριού, τις εκδροµές
σε διάφορα προσκυνήµατα και τις επισκέψεις σε συγγενείς και φίλους που παραθέριζαν
σε κοντινές αποστάσεις από το κτήµα µας.
Μέσα στο δεκαπενταύγουστο, δυο ήταν κυρίως οι σηµαδιακές µακρινές εκδροµές που
έκαναν οι παραθεριστές της Άµαξος. Η πρώτη ήταν η εκδροµή προς την Αγιάσσο και η
δεύτερη προς τα Μιλαντά, στον Άη Γιώργη. Η εκδροµή προς την Αγιάσσο ήταν πιο
προσιτή για πολλούς, µια και ήταν λίγο παραπάνω από τρείς ώρες δρόµο από τον πύργο
µας. Η εκδροµή όµως προς τα Μιλαντά ήταν πολύ µακρινή και µόνο λίγοι απεφάσιζαν
να την αποπειραθούν. Κι εµείς είµασταν από αυτούς που συστηµατικά το είχαµε
αποφύφει. Άκουγα όµως µε µεγάλο θαυµασµό τις αφηγήσεις των γνωστών µας και τις
εντυπώσεις τους από µια εκδροµή που φάνταζε όνειρο στο παιδικό µου µυαλό.
Μέρες πριν από κάθε έκδροµή, κοινοποιούνταν σε φίλους και γνωστούς η πρόθεση να
γίνει µια τέτοια εκδροµή και δηµιουργείτο µια αρκετά πολυπληθής παρέα που
συµφωνούσε στις λεπτοµέρειες του προγράµµατός της. Σε κάθε εκδροµή ο καθένας
χρησιµοποιούσε τα υποζύγιά του, τα ζώα του, για µεταφορικό µέσο, τις υπηρεσίες των
οποίων τις περισσότερες φορές τις µοιράζονταν µε κάποιους από την παρέα που
στερούντο ζωικού µέσου µεταφοράς. Κατά αναλογία µε τα σηµερινά δεδοµένα, όπου το
αυτοκίνητο αντικατέστησε το γαϊδούρι ή το µουλάρι (ανάλογα µε τη προτίµηση
«κυβικών» του καθενός) και η αλλοτινή πολυπληθής παρέα περιορίστηκε στις µέρες µας
όχι τόσο από τον περιορισµένο αριθµό θέσεων ενός αυτοκινήτου, όσο από την έλλειψη
κοινωνικότητας και την ανάγκης για µια οµαδική εκδήλωση και επικοινωνία.
Η εκδροµή προϋπέθετε σοβαρή προετοιµασία από κάθε οικογένεια. Έπρεπε να
ετοιµαστούν φαγητά και κανένα κουλουράκι για την συµπλήρωση του «µενού». Τα
φαγητά συνήθως ήταν χωρίς λάδια και σάλτσες, πρώτον για να µη κινδυνεύει κανείς να
τα περιχυθεί και λαδωθεί ο ίδιος αλλά και λαδώσει τα σαµάρια και τα χραµάκια της
ιππασίας. Βλέπετε, δεν είχε έλθει ακόµα η ευλογηµένη και συνάµα καταραµένη µέρα
του πλαστικού που θα αντικαθιστούσε την µαντεµένια ή αλουµινένια «καστανιά» µε τα
διάφορης ποικιλίας αεροστεγή πλαστικά κουτάκια που τα βάζεις και τα τοποθετείς όπου
και όπως θέλεις. Έτσι, τα φαγητά περιορίζονταν στις τηγανητές πατάτες, τις προπέτες,
τους κολοκυθοκεφτέδες, τα βραστά αυγά τα «σφιχτά», το τυρί του λαδιού και ίσως και
σε κανένα γιαλαντζή µια και ο µπαχτσές µας είχε όλες τις πρασινάδες και τα υλικά που
απαιτούσε η παρασκευή τους. Αυτά τα φαγητά είχαν και ένα άλλο µεγάλο πλεονέκτηµα.
Μπορούσες να τα κεράσεις στην παρέα χωρίς πιρούνια και κουτάλια. Απλά µε τη
καστανιά, απ όπου καθένας µπορούσε να τα κεραστεί χρηριµοποιώντας το φυσικό
πιρούνι που είχε στη διάθεσή του, το χέρι του. Ούτε λόγος για χάρτινα πιάτα, πλαστικά
ποτήρια και πλαστικά µαχαιροπήρουνα που σηµαδεύουν το εξευρωπαϊσµένο τωρινό
στάδιο των εκδροµών µας. Ακόµα και οι πρόχειρες σαλάτες που περιλάµβανε το µενού,
φτιάχνονταν στο ίδιο µοτίβο. Αγγουράκια φρεσκοκαθαρισµένα και κοµµένα σε χοντρά
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 53
κοµµατάκια, ντοµάτες πλυµένες από το σπίτι κοµµένες στα τέσσερα και µαυρο-εληές του
αλατιού που συνόδευαν λαχταριστά την δροσεράδα του αγγουριού και τη χυµώδη
νοστιµιά της ντοµάτας. Ξέχασα να πω, ότι εκτός από τα φαγητά, έπρεπε να ετοιµάσουµε
και τα παγούρια µας µε νερό για το δρόµο, που έπρεπε να µας αρκούσε µέχρι την
επόµενη κατάλληλη πηγή από την οποία και θα τα ξαναγεµίζαµε. Θυµάµαι το µεγάλο
παγούρι του πατέρα µου µε το χακί υφασµάτινο κάλυµµά του και το βιδωτό ποτηράκι
γύρο από το επίσης βιδωτό καπάκι του. Βρέχοντας το κάλυµµά του µπορούσες να
διατηρήσεις το περιεχόµενό του αρκετά δροσερό, πράγµα που µας έκανε τους πιο
τακτικούς πελάτες του καθ όλη την διαδροµή µιας εκδροµής. Μας µαγνήτιζε το µικρό
βιδωτό ποτηράκι, µια και µας άφηναν αδιάφορους τα αλουµινένια ποτηράκια εκδροµής,
που µπορούσαν να ανοίγουν και να κλίνουν σαν φυσούνα του ακορντεόν. Και τούτο
γιατί ήταν δύσκολο να τα συγκρατήσεις για πολύ «ανοιχτά» σε πλήρη ανάπτυξη της
φυσούνας των, που τις πιο πολλές φορές «έκλινε» από µόνη της µε αποτέλεσµα να
χύνεται το νερό απάνω σου.
Εκδροµή στην Αγιάσσο
Η εκκίνηση για την εκδροµή στην Αγιάσσο, όπως και για κάθε µακρυνή ηµερήσια
εκδροµή, γινόταν πολύ πρωΐ, τα χαράµατα, για να µη µας έκαιγε ο ήλιος του καλοκαριού
και «έκοβε» τόσο τα πόδια µας όσο και των ζώων καθώς θα ανεβαίναµε τις δύσκολες
ανηφοριές που είχαµε να αντιµετωπίσουµε. Συνήθως διαλέγαµε σαν µέρα εκδροµής,
µέρα µε πρωινό, σχεδόν-ολόγιοµο, φεγγάρι, 2-4 µέρες µετά την πανσέληνο. Και τούτο
γιατί στα µονοπάτια του βουνού δεν είναι εύκολο το βάδισµα στο σκοτάδι. Για καλό και
για κακό όµως, η παρέα ήταν εφοδιασµένη µε τους ευρισκόµενους ηλεκτρικούς φακούς
µε τις «πλακέ» µπαταρίες, που µας βοηθούσαν σε σκοτεινά σηµεία του δρόµου που ήταν
απρόσιτα στο φως του φεγγαριού.
Αγιάσσος: Το εκκλησάκι του Αγίου Αγάθωνα όπου και το αγίασµα.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 54
Πολύ πριν την εκκίνηση, έπρεπε να φροντίσουµε τα ζώα που θα αφήναµε πίσω µας και
να ετοιµάσουµε τα ζώα που θα παίρναµε µαζί µας. Κατσίκες και κότες κλίνονταν στο
σταύλο µε αρκετό νερό και φαγητό για ολόκληρη τη µέρα. Τα µουλάρια και τα γαϊδούρια
ετοιµάζονταν µε επιµέλεια και στολίζονταν πανηγυριώτικα. Αρκούσε µια χούφτα από
λίγα κουκιά να τυµπανίσουν σ ένα κουβά, και µαζεύονταν όλα στον κάγκελο του
κτήµατος δίπλα από την αυλή του σπιτιού. Αφού τα καπιστρώναµε τα δέναµε στα
κοντινά ελιόδεντρα όπου γινόταν η προετοιµασία τους. Ελαφρό «κασιάνισµα» και
σαµάρωµα µε προσοχή ώστε να δεθούν καλά οι «µισιές». Οι «χιχµπέδες», µε τις
καλαθίδες στις θήκες των, έµπαιναν κατασάµαρα µε τις καλαθίδες γεµάτες µε τα φαγητά,
τα παγούρια, τους φακούς, και κάποια ρούχα, όπως φανέλες και «µπέρτες», χρήσιµα για
την προφύλλαξη από το πρωϊνό κρύο. Πάνω από τους χιχµπέδες στρώνονταν τα
«χραµέλια» που σε προφύλλαγαν από τις ανωµαλίες και τη σκληράδα των ξύλινων
µερών του σαµαριού. Στη καλλίτερη περίπτωση, µικρά «σελτεδάκια» ειδικά φτιαγµένα
στρώνονταν πάνω από τα «χραµέλια» για να ανακουφίζεται ο καβαλάρης µ αυτή την
πουπουλένια αίσθηση από το στρίµωγµά του στο σαµάρι. Αυτή τη πολυτέλεια πρώτης
θέσεως, που την είχαν µόνο οι µεγαλύτεροι, έκανε εµάς τους πιτσιρικάδες να την
αναζητούµε σε κάθε ευκαιρία.
Αφού πια ήταν όλα έτοιµα, και είχε κλειστεί και ο πύργος, ένα-ένα τα ζώα, αφού τους
βάζαµε και το γιορτινό επάνω-κάπιστρο που λαµποκοπούσε µε τις πολύχρωµες χάντρες
και ψηφίδες του, τα φέρναµε δίπλα στη πεζούλα έξω από την αυλή, σε παράλληλη θέση
µε την ξερολιθιά, έτσι ώστε ο καβαλάρης να µπορέσει να καθίσει µε ευκολία πάνω στο
σαµάρι πλάγια, µε τα δυο του πόδια από τη µια µεριά του σαµαριού. Χιχµπέδες και
καλαθίδες δεν επέτρεπαν καβαλίκευµα τύπου κάου-µπόϊ, δηλαδή µε κρεµασµένα τα
πόδια δεξιά κι αριστερά του σαµαριού. Για τους πιτσιρικάδες, η µόνιµη θέση ιππασίας
ήταν το πίσω ξύλο του σαµαριού ή ο «καπλοδέτης» που κάλυπτε το πίσω µέρος του
ζώου (καβάλα στο κώλο όπως λέγαµε) σε καου-µπόϊκη στάση. Για το λόγο αυτό υπήρχε
φροντίδα τα «χραµέλια» να είναι αρκετά µεγάλα ώστε να καλύπτουν και το µεγαλύτερο
µέρος του «καπλοδέτη».
Με το καβαλλίκευµα και το απαραίτητο σταυροκόπηµα για την «καλή τη στράτα», το
καραβάνι έπαιρνε το δρόµο του προορισµού, που κάποιος από τους µεγαλύτερους
αναλάµβανε να οδηγήσει.
Στην Αγιάσσο, πηγαίναµε πάντα ακολουθώντας το µονοπάτι της λαγκαδιάς προς τη
Βέρση ανηφορίζοντας σιγά-σιγά προς την Σίντα. Απ όσο θυµάµαι συνεχίζαµε προς τα
«Απόταµα» για να βγούµε στο Σταυρί, την είσοδο της Αγιάσσου από τον δρόµο του
Μεγαλοχωρίου. Περνώντας από τα Απόταµα, θυµάµαι την εντυπωσιακή όσο και φοβερή
για την παιδική µου ηλικία εικόνα της απότοµης µαρµαρο-πλαγιάς µε τις βαθειές
διαβρώσεις γνωστής µε το όνοµα Γλίστρες. Φτάνοντας στην Αγιάσσο, το πρώτο µας
µέληµα ήταν να βρούµε ένα χάνι όπου θα αφήναµε τα ζώα και µετά τραβούσαµε ολόϊσια
προς την Παναγιά µέσα από τα πλακόστρωτα σοκάκια.
Μετά το προσκύνηµά µας, συνήθως καθόµασταν σ ένα από τα γύρο του περιβόλου
καφενεία για ένα καφέ ή γλυκό του κουταλιού, αφορµή για να απολαύσουµε άφθονο και
δροσιστικό νερό. Ο πατέρας µου δεν έχανε την ευκαιρία να συναντήσει εµπόρους και
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 55
φηµισµένους βιοτέχνες της περιοχής, που κατασκεύαζαν «πανιά» ελαιοτριβείων. Τα
«πανιά» ήταν απαραίτητα στα ελαιοτριβεία της εποχής. Σε κάθε ένα από αυτά,
τοποθετούνταν στρωµένη η πολτοποιηµένη µάζα των ελιών, που έβγαινε από τα
«βόλια» του ελαιοτριβείου και στην συνέχεια στοιβάζονταν στα «µπασκιά», τις πρέσσες,
όπου και γινόταν η συµπίεσή (σύνθλιψή) τους για την έκθλιψη και παραγωγή του λαδιού.
Οι βιοτεχνίες της Αγιάσσου είχαν προοδεύσει στον τοµέα αυτό και πολύ γρήγορα
αντικατέστησαν τα «τσπιά» που ήταν δύσκολα στο δέσιµό τους, µε πιο ευκολόχρηστα
που είχαν το σχήµα ενός επιστολοφακέλου, που έκλινε µε την βοήθεια του γλωσσιδίου
τους πράγµα που ελάττωνε το χρόνο και το κόστος της παραγωγής του λαδιού
σηµαντικά. Ακόµη µπορούσε κανείς να προµηθευτεί χιχµπέδες καλής ποιότητας και
τρουβάδες. Συγγενική της ελαιοκαλλιέργειας οικογενειακή βιοτεχνία ήταν και αυτή της
κατασκευής καλαθίδων για το µάζεµα της ελιάς, καθώς και καλαθιών και κοφίνων κάθε
είδους.
Μετά το καφέ και τα γλυκά, σειρά είχε µια βόλτα τουριστικής φύσεως, που ήταν και η
αφορµή να προµηθευτούµε ροζακιές ντοµάτες, πράσινα Αγιασσώτικα µήλα, µοναδικά
του είδους, και κάνα (πήλινο) κουµάρι προς αντικατάσταση αυτών που δεν έτυχε να
µακροζωίσουν στον πύργο µας από τις κακουχίες της µεταφοράς του νερού και της
χρήσης των σαν κανάτες νερού «παρά τους πόδας» του τραπεζιού! Εµάς τους
πιτσιρικάδες άρεσε να χαζεύουµε τα παραδοσιακά πήλινα κοµψοτεχνήµατα που
απεικόνιζαν εικόνες της αγροτικής ζωής της περιοχής. Γαϊδουράκια φορτωµένα µε
κουµάρια ή τσουβάλια µε ελιές, κοπελιές µε τη στάµνα στο χέρι ή τον ώµο, ανάγλυφες
εικόνες ελιοµαζώµατος, ζωγραφιστά κουµαράκια και θυµιατά, αλλά και πήλινα
µικροπαιχνίδια όπως αυτό το µικρό βριχτουράκι/καλαθάκι που βάζοντάς του λίγο νερό
και φυσώντας στο ακροφύσιό του, µεταµορφώνονταν σε ένα γλυκοκέλαηδο πουλάκι που
µπορούσε να σου πάρει τα αυτιά. Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, όταν περνώ από
την Αγιάσσο, αναζητώ αυτά τα αυθεντικά αριστουργήµατα τέχνης που φαίνεται να έχουν
εξαφανίστεί πια από τα ράφια των καταστηµάτων δίδοντας την θέση τους σε
νεωτερίστικα, πιο γκλαµουράτα και πιο βιοµηχανοποιηµένα προϊόντα. Κρίµα !!
Σπάνια, σε µια ή δυο από τις καλοκαιρινές επισκέψεις µας στην Αγιάσσο, κάναµε και την
«εκπαιδευτική», για µας τους πιτσιρικάδες, έφιππη ανάβαση στο Προφήτη Ηλία, στη
κορφή του Ολύµπου, το καµάρι της περιοχής. Ήταν µια γνωριµία µας µε το δεύτερο
ψηλότερο βουνό του νησιού µε ύψος 967 µέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας (κατά
την σχολική µας γεωγραφία), ένα µολις µέτρο χαµηλότερο από τον ψηλότερο Λεπέτυµνο
του βόρειου µέρους του νησιού. Ακόµα αναλογίζοµαι την εντύπωση που µου έκανε η
πανοραµική θέα του νησιού από την κορφή του Όλυµπου. Ό,τι είχα µάθει στο σχολείο,
ξεδιπλώνονταν µπροστά µου, µε το κόλπο της Καλλονής από την µια µερια και τον
κόλπο της Γέρας από την άλλη στις άκρες µιας καταπράσινης έκτασης από απέραντα
δάση από πεύκα, καστανιές και εληές. Η θέα αυτή από τον Όλυµπο, συναγωνίζετο στο
µυαλό µου αυτή που είχα από την κορυφή της Αγκαθερής που µ άφηνε να ταξιδεύω
στην απεραντοσύνη του Αιγαίου, στα κοντινά νησιά της Χίου και των Ψαρών αλλά και
στις παραλίες των χαµένων πατρίδων µας.
Για φαγητό πηγαίναµε συνήθως στον Κήπο της Παναγιάς όπου και απλώναµε τα
φαγώσιµά µας τα οποία και τιµούσαµε δεόντως. Ένας καφές και λίγο ξεκούρασµα στη
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 56
δροσιά του κήπου ήταν αρκετά για να αναλάβουµε δυνάµεις και να ξεκινήσουµε το
ταξίδι της επιστροφής.
Εκκλησιασµός στο Παλαιοχώρι και το Καµµένο-Χωριό
Μικρότερης κλίµακας κοντινές εκδροµές ήταν και αυτές ενός Κυριακάτικου
εκκλησιασµού µας στην Παναγιά την Ευαγγελίστρα στο Παλαιοχώρι αλλά και της
συµµετοχής µας στα πανηγύρια της «Παναγιάς» (της Μεταµόρφωσης του Σωτήρος, και
της Κοίκησης της Θεοτόκου) στο Μεγαλοχώρι. Γι αυτές τις εκδροµές δεν γινόταν
µεγάλη προετοιµασία. Απλά ετοιµάζαµε µε επιµέλεια τα ζώα, τα µεταφορικά µας µέσα,
µη παραλείποντας να φορτώσουµε κι ένα χιχµπέ µε τις δυο καλαθίδες του για κάθε
ενδεχόµενη αγορά µας: Λίγο ψωµί φρέσκο ή και κάνα λαχανικό από τα ελλείποντα στον
κήπο µας. Το γεγονός ότι σ αυτές τις εκδροµές πηγαίναµε µε τα καλά µας τα ρούχα, για
µεγάλη µας χαρά, δεν γινόταν λόγος για οποιονδήποτε συνδυασµό τους µε κάποια
αγροτική ενασχόληση αν και ο δρόµος µας περνούσε από γειτονικά κτήµατά µας. Έτσι,
αυτές οι µικρές εκδροµές ήταν αφιερωµένες στο ξεκούρασµα και σε κοινωνικές
εκδηλώσεις.
Οι εκδηλώσεις µας αυτές γέµιζαν µε τον εκκλησιασµό και στη συνέχεια µε το καφέ και
το γλυκό σ ένα από τα καφενεία του χωριού. Στο Μεγαλοχώρι, καθόµασταν άλλοτε σε
ένα από τα καφενεία της «Καρυδιάς» και άλλοτε σ ένα του «Πλάτανου» ανάλογα µε το
που τελείτο η θεία λειτουργία µια και υπήρχε έθιµο την µια Κυριακή να λειτουργείται η
«Παναγιά» και την άλλη ο Άγιος Γιάννης. ∆εν αποκλείονταν όµως η επιλογή του
καφενείου να καθορίζονταν ανάλογα µε τη παρέα γνωστών και φίλων που τύχαινε να
ανταµώσουµε. Συνήθως τα καφενεία της «Καρυδιάς» ήσαν σε πλεονεκτικότερη θέση µια
και γειτόνευαν µε την εκκλησία «του Σωτήρος» που πανηγύριζε δυο και τρείς και
τέσσερις φορές το καλοκαίρι: Την ηµέρα της Μεταµορφώσεως του Σωτήρος (6
Αυγούστου), στην εορτή της Κοιµήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου), στα «Νιάµερα»
(23 Αυγούστου) και του Σταυρού» (14 Σεπτεµβρίου). Τον καφέ τον διαδέχονταν το
καραφάκι, το πρώτο για το καλό, το δεύτερο για το «και του χρόνου», το τρίτο για το
δρόµο, κοκ. Η παρουσία όµως η δικιά µας των πιτσιρικάδων, ανάγκαζε και τους
µεγαλύτερους να επισπεύδουν την επιστροφή µας για µεσηµεριανό φαγητό και
απογευµατινό ύπνο στο εξοχικό µας. Σ αυτό το πρόγραµµα βοηθούσε τόσο η κοντινή
απόσταση που µας χώριζε από τα δυο αυτά χωριά (που την καλύπταµε σε 45-60 λεπτά
της ώρας), όσο και η πολύ καλή κατάσταση των δρόµων και µονοπατιών που
χρησιµοποιούσαµε (σε αντίθεση µε την σηµερινή τους εικόνα).
Για το Παλαιοχώρι ακολουθούσαµε τον χωµάτινο αµαξιτό δρόµο από το καφενείο της
Ρουτζίνας µέχρι το χωριό. Θυµάµαι ακόµα εκείνες τις φορές που το δυνατό µελτέµι
φοβέριζε µε την µανία του, και µας έκαµε να προσπερνάµε µε κοµµένη την ανάσα, την
περιοχή του «Άνεµου» λίγο πριν µπούµε στο χωριό. Πηγαίναµε κατ΄ευθείαν στη
Βαγγελίστρα έχοντας φροντίσει να αφήσουµε τα ζώα µας δεµένα κάπου εκεί κοντά. Στο
ναό της Ευαγγελίστριας χοροστατούσε ο Αµαξιώτης συµπαραθεριστής και καλός
γείτονας, ο γλυκόφωνος ∆ηµήτρης Χριστέλης, πράγµα που έκανε και τον εκκλησιασµό
µας ακόµα πιο οικογενειακό. Μετά την απόλυση, η επίσκεψή µας τελείωνε µε τον καφέ ή
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 57
το γλυκό σ ένα από τα καφενεία του κεντρικού δρόµου τα οποία όλα γέµιζαν από κόσµο
πολλοί από τους οποίους συνεδύαζαν τον εκκλησιασµό τους µε τη σχολιανή κοινωνική
δραστηριότητά τους. Η επίσκεψή µας στο Παλαιοχώρι τέλειωνε µε την τροφοδοσία µας
µε το φηµισµένο Παληοχωριανό ψωµί, πού όχι µόνο το άρεσαν µικροί και µεγάλοι αλλά
και γιατί µετέθετε για µια-δυο µέρες την κοπιαστική παρασκευή του δικού µας ψωµιού.
Στο Μεγαλοχώρι πηγαίναµε από το µονοπάτι που ξεκινούσε από τις παρυφές του
κτήµατός µας, από την λαγκαδιά της Άµαξος και ανηφόριζε προς το Γυαλί για να
περάσει δίπλα από το δασύλλιο του Βρασίδα Λαγουµίδη και να βγει από εκεί στις
Σπίδες. Μπορούσες όµως µισόστρατα να πάρεις και τη διαδροµή που σεβγαζε στο
Κρυονέρι κι από κεί στην «Παναγία» του χωριού.
Eµείς προτιµούσαµε το δρόµο που σ έβγαζε στις Σπίδες παρά το φόβο που µας
προξενούσαν τα πανέφορφα σκυλιά του κυρ-Βρασίδα, που σου έδιναν να καταλάβεις ότι
έπρεπε να έχεις τα διεπιστευτήριά σου για να µπορέσεις να περάσεις τον κάγκελο ή τον
τοίχο του κτήµατος. Προτιµούσαµε το δρόµο αυτό και τούτο γιατί το αµπελοχώραφο που
είχαµε στις Σπίδες προσφέρονταν σαν το πιο ιδανικό µέρος για να αφήσουµε τα ζώα να
βοσκήσουν στο πλούσιο χορτάρι του µια και αφήναµε «ατάϊστο» το κτήµα αυτό για
τέτοια δικιά µας χρήση. Ιδιαίτερα, όταν στα µέσα του καλοκαιριού γίνονταν πιο συχνές
οι επισκέψεις µας στο αµπέλι για να κόψουµε κάνα πρώιµο σουλτανί και ροζακί σταφύλι
και να µαζέψουµε σύκα από τις συκιές πούχε φροντίσει ο παππούς να τις χρωµατίσει µε
ποικιλίες της κοντινής Μικρασίας και της Προποντίδας. Κρίµα που όλο αυτό το µεράκι
του παππού και του πατέρα µου έγινε παρανάλωµα της µεγάλης φωτιάς του 1987
µπροστά στα µάτια µου, µια και οι προσπάθειες της πυρόσβεσης στη περιοχή αυτή
επικεντρώνονταν στο να περισώσουν µόνο τις αγροτικές και εξοχικές κατοικίες και
απέτρεπαν τον κόσµο να µπούν στη µάχη της φωτιάς. Στο αµπελοχώραφο, αφήναµε τα
ζώα ξεσαµάρωτα φροντίζοντας να τοποθετήσουµε τα σαµάρια και τα πάνω-κάπιστρα σε
µέρος όπου δεν είχαν πρόσβαση τα ζώα. Κοντά στα σαµάρια αφήναµε και όλα τα
πράγµατά µας. ∆εν µας περνούσε καν από το µυαλό, ότι µπορεί να µας τα κλέψουν. Με
τα πόδια, µετά, πηγαίναµε από τις Σπίδες στο Χωριό. ∆εν ήταν και λίγες οι φορές, που
πηγαίναµε µε τα ζώα µέχρι το Χωριό αν το απαιτούσαν οι ανάγκες της οικογένειας.
Τα πανηγύρια του Καµµένου Χωριού είχαν τη ζωντάνια και το κέφι το πηγαίο. Οι
µουσικές στο Πλάτανο και στη Καρυδιά συναγωνίζονταν η µια την άλλη και έδιναν το
ρυθµό και µεράκλωναν τους πανηγυριώτες. Ανήµερα του πανηγυριού, και µετά τη θεία
λειτουργία οι µουσικές έπαιρναν σειρά γύρο στο µεσηµέρι, όταν άρχιζαν οι ουζοποσίες
µετά τον καφέ ή το γλυκό που ακολουθούσαν την απόλυση της εκκλησίας. Ήταν το
προζέσταµα, γι αυτό που θα ακολουθούσε µέχρι το επόµενο πρωινό µε χορούς
οµαδικούς και χορούς-παραγγελιές για µοναχικούς χορευτές αλλά προπάντων και για
οικογενειακές παρέες. Ήταν τέτοια η επιθυµία να χορέψει ο κόσµος, που από νωρίς
έπρεπε να εξασφαλίσεις την σειρά σου γράφοντας το όνοµά σου στη λίστα των
«παραγγελιών». Τις πιο πολλές φορές όµως οι παραγγελιές δεν ήσαν αυστηρά
προσωπικές και µε προτροπή του παραγγέλνοντα ή του µαέστρου πολλά φιλικά
«τραπέζια» συµµερίζονταν την παραγγελιά στους οµαδικούς χορούς κυρίως,
καλαµατιανό, συρτό, µπάλο.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 58
Η χαρά αυτή της µουσικής και του χορού δεν ήταν για τους µικρούς πανηγυριώτες. Γι
αυτό και η δική µας παρουσία στο πανηγύρι τελείωνε µε το που τέλειωνε ο καφές και το
γλυκό ή και ένα ούζο για το δρόµο µετά τη θεία λειτουργία. ∆εν χάναµε όµως τη χαρά
της µουσικής. Την ακούγαµε µε την επιστροφή µας στο πύργο µας στην Άµαξο, µια και
η συνοικία της «Παναγίας» του Χωριού δέσποζε αµφιθεατρικά ακριβώς απέναντι από το
κτήµα µας. Μπόρεσα όµως να χαρώ κι εγώ ζωντανά αυτή την ατµόσφαιρα του Χωριανού
πανηγυριού σαν φοιτητής και όσο ακόµα ζούσα στο Πλωµάρι· πού διασκεδάζαµε µε τη
ψυχή µας συµµετέχοντας σε ατέλειωτους χορούς και τραγούδια µέχρι που µας έβρισκε το
χάραµα να κατηφορίζουµε µε τα πόδια για το Πλωµάρι µέσα σ ένα πανδαιµόνιο
τραγουδιών και καντάδων. Για να σβύσει το µεθύσι της χαράς και του κεφιού µέσα στο
ερωτικό αντάµωµα του Αυγουστιάτικου φεγγαριού µε την γαλαζοκόκκινη συνοδεία της
ανατολής του ήλιου.
Επίσκεψη στο Ακράσι
Μια µακρινότερη ηµερήσια εκδροµή, οικογενειακή αυτή τη φορά, γινόταν κάθε χρόνο
και προς το Ακράσι, για να επισκεφτούµε τη θεία µας Ζαχαρώ, την αδελφή του πατέρα
µου, η οποία παραθέριζε εκεί µε τον σύζυγό της Παναγιώτη Χατζηβασιλείου. Συνήθως
ακολουθούσαµε τον αµαξιτό δρόµο και δεν χρησιµοποιούσαµε τα «ξιασταυρώµατα». Ο
πατέρας µου θεωρούσε ασφαλέστερο τον χωµάτινο αµαξιτό δρόµο, µια και στο καραβάνι
της εκδροµής είχαµε και την υπερήλικη γιαγιά µας. Εξαίρεση αποτελούσε το
«ξιασταύρωµα» που σ έβγαζε «στ Λουβιάρ του Πεύκου», που ήταν σε καλή κατάσταση
κι έκοβε αρκετό δρόµο. Ξεκινούσε κοντά στην διακλάδωση του αµαξιτού δρόµου
Παλαιοχωρίου-Ακρασίου και έβγαινε ακριβώς στην κορυφή του λόφου όπου δέσποζε
ένας µεγάλος πεύκος, «τ Λουβιάρ η πεύκους». Ήταν τόπος σηµαδιακός και θύµιζε
άλλες εποχές και ειδικά την εποχή που η λέπρα λούβα») µάστιζε την περιφέρεια του
Πλωµαριού και το νησί ολόκληρο και που οι λεπροί (οι «λουβιάρηδες») εκδιώκοντο από
τα χωριά και ζούσαν αποµονωµένοι σε αποµακρυσµένο τόπο. Για τους Πλωµαρίτες
λεπρούς, ο λόφος του Λουβιάρ ήταν ο τόπος της αποµόνωσής τους.
Aπό τον πεύκο του Λουβιάρ ο δρόµος γίνεται κατατηφορικός ανάσα για τα ζώα για
να σε φέρει στη λαγκαδιά του Πριόνα που τροφοδοτεί µε το ασπρόµαυρο χαλικάκι την
παραλία της ∆ρώτας. Πριν το Ακράσι, συνήθως περνούσαµε κι ανάβαµε ένα κερί στην
Αγία Αικατερίνα στο Μπορό (σηµερινό Νεοχώριον) και σταµατούσαµε για λίγο για να
χαιρετήσει ο πατέρας µου γνωστούς και φίλους που είχε στο χωριό. Μετά, λίγο δρόµο
ακόµα, και φθάναµε στη πλατεία του Ακρασιού πούχε καµάρι και δροσιά της τον
ισκιόφυλλο πλάτανό της και προστάτη του την πολιούχο Αγία Παρασκευή. Λίγο πιο
πέρα από την πλατεία, προς την λαγκαδιά, ήταν και το κτήµα των θείων µου, όπου και
αφηνόµασταν στην υπερφροντίδα της θείας και του θείου, αφήνοντας τα ζώα µας να
βοσκήσουν στο πλούσιο χορτάρι του συνήθως «ατάϊστου» κτήµατος. Εκεί περνούσαµε
τη µέρα µας µια και εκεί µαζεύονταν γνωστοί µας και φίλοι απ το χωριό για να µας
καλοσωρίσουν αφού η θεία είχε προφθάσει σ αυτούς τα µαντάτα της επίσκεψής µας.
∆εν παραλείπαµε όµως και µια βόλτα στο χωριό, ένα προσκύνηµα στην Αγία
Παρασκευή και µια γρήγορη κουβέντα µε τον ζωγράφο παπά-Βερβέρη, ο οποίος από
καιρό σε καιρό φιλοτεχνούσε εικόνες των παρεκκλησίων της γύρο περιοχής και όχι µόνο.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 59
Έργο του και οι εικόνες του προσκυνηταριού και του τέµπλου του Άη-Στάθη της
Άµαξος.
Οι ώρες της επίσκεψής µας περνούσαν γρήγορα. Κουβέντα στη κουβέντα, ένα-δυο
ουζάκια για το καλώς-όρισες, και ένα πλουσιότατο γεύµα που µας µάζευε γύρο από τον
τραπέζι της αυλής κάτω από δυο µεγάλα πεύκα, τα µόνα µεγάλα δένδρα που υπήρχαν
γύρο από τον πύργο. Γέµιζαν µε την ευωδιά τους το γύρο χώρο και εξασφάλιζαν
συγχρόνως µια ανάλαφρη δροσιά, µια όαση στις αφιλόξενες πλαγιές της λαγκαδιάς του
Πριόνα.
Είχε γίνει πια έθιµο σ αυτές τις επισκέψεις µας να µας αφήνουν οι γονείς µας για λίγες
µέρες κοντά στη θεία µας η οποία και θα φρόντιζε να µας στείλει στην Άµαξο µε το
µοναδικό πρωινό λεωφορείο της γραµµής. Τότε εύρισκα την ευκαιρία να κατέβω στη
λαγκαδιά του Πριόνα, να ανεβώ τις απότοµες πλαγιές της, να κατέβω µέχρι τη ∆ρώτα και
να πάω µέχρι το Αµπελικό. Τη πρώτη φορά που κατέβηκα στη ∆ρώτα είχα παρέα µου
τον Στάθη, τον Αµπελικιώτη αγροφύλακα, που όλο καλοσύνη και αγάπη για τον «µερά»
του δεν έπαυε να µου εξυµνεί τις οµορφιές του τόπου του. Σε µια λαγκαδιά µάλιστα
θυµάµαι να σιγοµουρµουρίζει: «σαν το πετ
  Σε μια λαγκαδιά μάλιστα
θυμάμαι να σιγομουρμουρίζει: «σαν το πετροχελιδόνι κελαηδεί μόνο τ’ αηδόνι». Σ’ αυτά
τα μέρη, λίγο αργότερα, θα μ’ έφερναν οι προσκοπικές κατασκηνώσεις, που με μεράκι κι
αγάπη για τον Προσκοπισμό οργάνωνε επί σειρά ετών η Τοπική Εφορία Προσκόπων
Πλωμαρίου υπό την αρχηγία του αείμνηστου δασκάλου και Τοπικού Εφόρου Γεωργίου
Νικολιά.
Την πρώτη φορά, σαν λυκόπουλα, «κατασκηνώσαμε» στο δημοτικό σχολείο του
Αμπελικού. Τα επόμενα καλοκαίρια «κατασκηνώναμε» είτε σαν λυκόπουλα είτε σαν
προσκοπάκια στο δημοτικό σχολείο του Ακρασίου. Η κατασκήνωση όμως που μου
έμεινε αξέχαστη, ήταν αυτή που κάναμε κοντά στον οικισμό της ∆ρώτας, 500-1000
μέτρα μακρυά από την μαυρόασπρη στρογγυλοχάλικη παραλία της ∆ρώτας. Ήταν μια
κατασκήνωση σ’ ένα λιόφυτο της πλατανόφυτης λαγκαδιάς κοντά σε πηγάδι με νερό, απ’
όπου και εξυπηρετούμασταν. Τα πλατάνια και οι πικροδάφνες της λαγκαδιάς μας
πρόσφεραν την πρώτη ύλη για να φτειάξουμε τις «σκηνές» μας ενώ τα «ξερά» της
λαγκαδιάς ήταν η βασική πηγή της καύσιμης ύλης που απαιτούσε ο μάγειράς μας (που
πάντα ήταν ένας από μας).
Το καλό ήταν ότι αυτές οι θερινές κατασκηνώσεις προγραμματίζονταν συνήθως λίγο
πριν την αναχώρηση της οικογένειάς μου για την εξοχή μας στην Άμαξο κι έτσι δεν
έχανα ποτέ την παραθεριστική μου περίοδο αν και καμμιά φορά κουτσουρεύονταν λίγο.
Κοντινοί περίπατοι
∆εν ήταν λίγα τα απογεύματα, που μαζί με τον αδελφό μου, ξεκινούσαμε από τον πύργο
για να ένα περίπατο μέχρι το «Σιλάδ», που έσφιζε από ζωή και ζωντάνια με τα δυο του
καφενεία και τους πολυπληθείς παραθεριστές του. Λόγω του κομβικού τους σημείου,
πάνω στη διακλάδωση Μεγαλοχωρίου-Ακρασίου/Παλαιοχωρίου, τα δυό καφενεία
μάζευαν καθημερινά αρκετούς θαμώνες, άλλους περαστικούς που κοντοστέκονταν για
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 60
ένα νερό και λίγο ξεκούρασμα και άλλους που έρχονταν να συμμεριστούν ένα καφέ ή
ένα ουζάκι με παρεπιδημούντας φίλους και γνωστούς. ∆εν ήταν και λίγες οι φορές, που
ντόπια μουσικά συγκροτήματα προσκαλούνταν στα καφενεία αυτά για να επισφραγίσουν
το κέφι μιας παρέας που της τύχαινε το ένα ουζάκι να φέρει ακόμη ένα, κι αυτό άλλο
ένα, και που με τη σειρά τους τα ουζάκια έφερναν και το τραγούδι και τον αμανέ στο
κατόπι.
Και για μας ο απογευματινός περίπατος, είχε έντονα τα κοινωνικά κίνητρα. Ήταν η
αφορμή να δούμε φίλους και γνωστούς που οι πύργοι τους ήταν σκορπισμένοι κατά
μήκος του αμαξιτού δρόμου Άμαξος-Σελάδι. Ήταν οι καθισιές οικογενειακών γνωστών
μας, που καλόκαρδα ανταπέδιδαν τους φωναχτούς χαιρετισμούς μας κάθε φορά που
προσπερνούσαμε τον πύργο τους καβάλα στα υποζύγιά μας. Με τον περίπατό μας,
ερχόμασταν πιο κοντά. Κοντοστεκόμασταν για λίγη κουβέντα, για λίγο ξεκούρασμα.
Απαραίτητος σύντροφος στους περίπατους αυτούς, ήταν το καλαίσθητο μπαστούνι μου,
φτιαγμένο με μαεστρία από κλαδί κυπαρισσιού με τα παρακλάδια του κλωσμένα γύρω
από το κεντρικό-μητρικό κλαδί σαν μια πλεξούδα κοπελιάς ανέμελ’ αφημένη. Το
μπαστούνι ήταν και όπλο σε περίπτωση που αδέσποτα σκυλιά θα έκαναν την εμφάνισή
τους αλλά προ παντός το μπαστούνι έπαιζε το ρόλο του ανιχνευτή των φιδιών που
έστηναν την ενέδρα τους κρυμμένα σε μέρη του δρόμου με παχύ χώμα ή σε μέρη
μονοπατιών καλυμμένα με ξερόφυλλα. Άσε που τις περισσότερες φορές το μπαστούνι,
και μάλιστα το κυπαρισσένιο, ήταν ένα «αξεσουάρ» της όλης εμφάνισης ανάλογο με τα
γυαλιά ηλίου που κατάντησαν να είναι τις περισσότερες φορές «αξεσουάρ» της κεφαλής
μας.
Μετά το καφενείο της ∆έσποινας, ανηφορίζοντας τον αμαξιτό από την Άμαξο για το
Σελάδι, τη πρώτη καθισιά που συναντούσαμε ήταν του συμμαθητή μας Τάκη Βάρου. Πιο
πάνω ήταν ο πύργος του λίγο νεώτερου μας φίλου Αντώνη Αράμβογλου, που ήταν
σχεδόν δίπλα στον πύργο του αείμνηστου οδοντογιατρού Μενέλαου Κλειδαρά.
Προχωρώντας, περνούσαμε από μια πλουσιοσκιόφυλλη μικρή επικλινή λαγκαδιά στη
αγκαλιά της οποίας παραθέριζε ο συμμαθητής μας Γιάννης Καλδέλης. Και τέλος, στο
Σελάδι, πριν τη διακλάδωση παραθέριζαν οι αγαπητοί μας φίλοι τα αδέλφια Βασίλης,
Γιώτης και Αριστείδης Φρυδάς. Εκεί ήταν και ο τελευταίος σταθμός αυτής της
εξόρμησης όπου η κ. Πελαγία, η μητέρα τους, δεν ήξερε τι να μας πρωτοπροσφέρει.
Στο ύψος της διασταύρωσης προς την Κουρνέλα, ένα μονοπάτι μας έβγαζε στην
Παραδοχή, στο κτήμα της συγγενικής μας οικογένειας Ανδρόνικου-Αυγουστίδη.
∆ιατηρούνταν ακόμη το προγονικό τους πυργάκι με μια καρπερή «φρίτζα» με τρωγανά
όψιμα σταφύλια, που πάντα όμως έμεναν για ένα υπέροχο γεύμα για τις κάθε λογής
σφίγγες, μέλισσες και «μπαμπούρους» από τη μέρα που το εγκατέλειψε ο κυρ-Στεφανής.
Σχεδόν παρα-χρόνο, οι συγγενείς μας έρχονταν για ένα προσκύνημα στο τόπο που
βίωσαν παιδικές χαρές και εφηβικά όνειρα. Η Παραδοχή για τη θεία Ζαχαρώ
Αυγουστίδη-Ανδρονίκου ήταν κάτι περισσότερο από ιερό μέρος. Ήταν ο επίγειος
παράδεισός της. Ακόμη κι όταν ερήμωσε το πατρικό πυργάκι, κι είχαν ξεθωριάσει τα
σημάδια της οικιστικής περιόδου της περιοχής. Για ’κείνη, ήταν το μέρος όπου ο αέρας
γινόταν ανάλαφρος και δροσερός και σ’ έπαιρνε μαζί του να ξαναπαίξεις στις γύρο
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 61
μικρές πεζούλες, να τραγουδήσεις με φίλες και γείτονες, να ονειρευτείς. Για ’κείνη,
ακόμη και τώρα όταν ερχόταν τα καλοκαίρια από το Cape Town, άξιζε μια φευγάτη
επίσκεψη για να εφοδιαστεί με την ενέργεια που θα τη κράταγε σε εγρήγορση μέχρι την
επόμενή της επίσκεψη.
Παρόμοια συναισθήματα διαπίστωσα και σε πολλούς Αμαξώτες μετανάστες. Για την
οικογένεια Παρόλη, για την οικογένεια Μαμάκου, η Άμαξος έπαιρνε τη θέση του
κοσμοπολίτικου τουριστικού θέρετρου, όπου μαζεύονταν ξεχωριστές συντροφιές που
έσμιγαν πότε κάτω από τον μεγάλο πεύκο του Άγιου Αντύπα και τις γύρο καρυδιές, πότε
στο κυπαρίσσι της Αηδονιάτισας, πότε στις πάντα φιλόξενες αυλές των πύργων τους.
Το αξιοσημείωτο ήταν ότι αυτή την αίσθηση της κοσμολίτικης εικόνας, που διατήρησαν
οι συγγενείς και φίλοι μετανάστες μας ζώντας στο εξωτερικό, μεταλαμπαδεύτικη
αυτούσια και στα παιδιά τους, στη φαντασία των οποίων γιγαντώθηκε με τα χρόνια και
στα μάτια τους πήρε η Άμαξος την εικόνα μιας σύγχρονης κοσμοπολίτικης περιοχής, για
την οποία έπλαθαν όνειρα να την επισκεφτούν. ∆εν μπορείτε όμως να φανταστείτε την
απογοήτευσή τους κατά την πρώτη τους επίσκεψη στα «μέτερα», όταν κατάλαβαν ότι
έπρεπε να θάψουν τα όνειρά τους στα ερηπωμένα πυργάκια και στα μισοσβησμένα
αχνάρια της πέρασης των δικών τους από τα μέρη αυτά. Που όμως, καίτοι
μισοσβησμένα, τους επιτρέπουν ύστερα από τόσα χρόνια το ψηλάφισμα των
οικογενειακών ριζών τους και όχι λίγες φορές τους ωθούν να τα ζωηρεύουν
φτειάχνοντας καινούργια, τα δικά τους αχνάρια, συνεχίζοντας το οικογενειακό ταξίδι στο
χρόνο.
Αυτό έκανα κι εγώ μέχρι σήμερα από τότε που έγινα μετανάστης και του εξωτερικού και
του εσωτερικού μια και ποτέ δεν ξεχώρισα την μεταξύ τους διαφορά· ξενητειά η μια,
ξενητειά κι η άλλη. Ένοιωθα κι εγώ πάντα την ανάγκη σε κάθε ευκαιρία να
αναβαπτίζομαι στον αέρα της λαγκαδιάς, στα καλωσορίσματα των αηδονιών της
Αηδονιάτισας, στα λιβανωτά των εξωκκλησιών της Άμαξος. Μια ζωή γεμάτη πόθο για
τον γυρισμό, για την ευκαιρία να ζωντανέψω τα ξεθωριασμένα όνειρα μου, να
αποτελειώσω ό,τι σχεδίαζα χρόνια πριν.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 62
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Φροντίζοντας τα μπερεκέτια μας
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 63
Η περίοδο της «εξοχής» στο βουνό δεν ήταν μόνο μια περίοδος φροντίδας των
κτημάτων μας και ιδιαίτερα του κτήματος στο οποίο ήταν ο πύργος μας. Ήταν και μια
περίοδος συλλογής αγαθών, μια περίοδος που μας επέτρεπε να κάνουμε την «κομπάνια»
μας σε πολλά αγαθά που θα μας λάφρυναν τον χειμωνιάτικο οικογενειακό μας
προϋπολογισμό. Ξύλα για τη φωτιά, δαδί και κουκουτζέλες για το προσάναμμα, φρούτα
ξεραμένα στον ήλιο και αποστειρωμένα με ζεμάτισμα, καρύδια, αμύγδαλα, κρασί,
τραχανάς αποτελούσαν το θησαυρό του βουνού που έπρεπε να συλλέξουμε, να
προετοιμάσουμε κατάλληλα και να τα αποθηκεύσουμε με επιμέλεια κατά την περίοδο
της «εξοχής».
Αποθήκευση σύκων και δαμάσκηνων
Η συλλογή των σύκων δέσποζε σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. ∆εν ήταν
μόνο το μάζεμά τους που γίνονταν κάθε μέρα μόνο από τις συκιές του κτήματός μας
στην Άμαξο. Έπρεπε από καιρού εις καιρόν να επισκεπτόμασταν και άλλα κοντινά
κτήματα και να μαζέψουμε τα σύκα και από κεί. Βλέπετε, τα σύκα δεν ήταν μόνο για
τους ανθρώπους. Τα περισσότερα τα διαθέταμε για τα μεγάλα ζώα τον χειμώνα σαν μια
μικρή ανταμοιβή τους για τις καθημερινές «στράτες» που έκαμαν φορτωμένα με τα
«γουμάρια» από ελιές. Γι’ αυτό και δεν πετούσαμε ούτε τα μισοφαγωμένα σύκα από τα
πουλιά. Όλα είχαν την αξία τους. Κι όλα περνούσαν τα ίδια στάδια ξήρανσης και
αποστείρωσης. Θυμάμαι που τότε τα τσιμπολογημένα από τα πουλιά σύκα ήταν και
περισσότερα, σε αντίθεση με σήμερα που ψάχνεις να βρείς ένα σύκο τσιμπιμένο από ένα
πουλάκι. Έχουν πια λιγοστέψει τα καμάρια αυτά της πανίδος μας κι έχει χαθεί η
πολύβουη και κελαηδοτράγουδη ζωντάνια του βουνού. Το αλόγιστο κυνήγι (που καιρός
πια είναι να καταργηθεί) και η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων έχουν καταφέρει να
οξύνουν το πρόβλημα της ερήμωσης των βουνών που τις τελευταίες δεκαετίας
σνομπαρίστηκαν και από ανθρώπους και από ζώα.
Με το που φέρναμε τα σύκα στον πύργο, η γιαγιά μου και η μητέρα μου αναλάμβαναν να
τα ξεδιαλύνουν, να κρατήσουν μερικά φαγώσιμα της ημέρας και τα υπόλοιπα να τα
απλώσουν στον ήλιο για να ξεραθούν. Για την ξήρανσή τους χρησιμοποιούσαμε μεγάλες
σανίδες στερεωμένες κατάλληλα στα κάγκελα του μπαλκονιού μας. Έπρεπε τα σύκα να
παραμείνουν στον ήλιο αρκετές μέρες κατά την διάρκεια των οποίων η γιαγιά φρόντιζε
να τα «γυρίζει» τα πάνω κάτω ώστε η ξήρανση να γίνει ομοιόμορφα από όλες τις
πλευρές χωρίς όμως να τα αφήνει να γίνονται «κούρτσαφλα» στον ήλιο. Με το που
ολοκληρώνονταν η ξήρανση, τα σύκα συλλέγονταν λίγα-λίγα μέσα σ’ ένα μεγάλο πανέρι
ή κατ’ ανάγκη σ’ ένα τσουβάλι που άφηνε περιθώρια ικανοποιητικού αερισμού τους.
Εκεί θα παρέμειναν μέχρις ότου θα ερχόταν η στιγμή για να αποστειρωθούν με το
ζεμάτισμα.
Το ζεμάτισμα δεν ήταν και καμμιά πολύπλοκη διαδικασία. Ένας μεγάλος «τσεντερές»
κοντόγιεμος με νερό στήνονταν πάνω στο τρίποδο και αφήνετο να βράσει στη φωτιά που
τροφοδοτούσαμε με ξερά λιόξυλα του κτήματος. Τα αποστειρωτικά υλικά ήταν δάφνες,
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 64
μυρσινιά και βασιλικός μαζί με τα οποία έβραζε το νερό επί κάμποση ώρα. Το ζεμάτισμα
γινόταν συνήθως με την βοήθεια μιας καλοπλυμένης και ζεματισμένης παληάς
καλαθίδας που χρησιμοποιείτο δίκην σουρωτηριού. Στη καλαθίδα έβαζαν μια ποσότητα
από τα ξηραμένα σύκα και τα βουτούσαν (με τη καλαθίδα) στο ζεματιστό νερό όπου και
τα άφηναν για λίγα λεπτά αρκετά για να απενεργοποιήσουν πιθανή ύπαρξη σκουληκιών.
Στη συνέχεια, βγάζανε την καλαθίδα από το ζεματιστό νερό και την άφηναν να
στραγγίξει για λίγο πάνω από τον κοχλάζοντα τσεντερέ. Τα ζεματισμένα σύκα έπρεπε κι
αυτά να «απλωθούν» πάλι στον ήλιο για να «τραβήξουν» λίγο την υγρασία τους και να
στεγνώσουν. Τέλος, αποθηκεύαμε τα σύκα στοιβάζοντάς τα σε διάφορα δοχεία μη
παραλείποντας να τα αρωματίσουμε σκορπώντας πάνω σε κάθε στρώση τους φύλλα
φρεσκοκομμένης μυρσινιάς.
Το ίδιο και με τη ξήρανση των δαμάσκηνων για τα οποία η παραγωγή μας ήταν πάντοτε
πλούσια μια και ο μπαχτσές του κτήματος φιλοξενούσε πολλές (αγριο)δαμασκηνιές που
φροντίζαμε πάντοτε να τις ανανεώνουμε. Τα ωοειδή, μικρά στο μέγεθος κοκκινομαβιά
δαμάσκηνα ήταν ένα υπέροχο ευωδιαστό και ζουμερό φρούτο εποχής που προηγείτο σε
ωρίμανση του όψιμου πρασινοκίτρινου θεσπέσιου Σεπτεμβριανού ροδάκινου. Τα
δαμάσκηνα εύρισκαν στους μεγαλύτερους μεγαλύτερη αποδοχή και εκτίμηση λόγω των
θεραπευτικών ιδιοτήτων τους κατά της δυσκοιλιότητας. Αυτός ήταν και ο λόγος που η
γιαγιά βαλνόταν να κάμει την χειμωνιάτικη της χρεία (κομπάνια) συντηρώντας τα με
ξήρανση και αποθηκεύοντάς τα κατάλληλα. Τη θυμάμαι ακόμα να λειώνει στο στόμα της
σαν καραμέλα τα ξηραμένα δαμάσκηνα κατά τις επισκέψεις μου στο σπίτι της ολογυρίς
το χρόνο. Τα ξηρά δαμάσκηνα και σύκα ήταν από τα καλλίτερα κεράσματα με τα οποία
η γιαγιά ανταποκρινόταν στις συχνές μας επισκέψεις. Αντίθετα με τα σύκα, τα
δαμάσκηνα δεν ζεματίζονταν. Απλά αποθηκεύονταν ξηραμένα και ήσαν έτοιμα για
χρήση.
Τη ξήρανση των φρούτων την χρησιμοποιούσαμε για πολλά φρούτα που τύχαινε να μας
περισσεύουν λόγω μιας πλούσιας καρποφορίας. Έτσι εκτός από τα σύκα και τα
δαμάσκηνα, πολλές φορές ξηραίναμε και τα απίδια τα οποία και προορίζαμε για τα ζώα.
Τα «απδουκόμματα» όπως έλεγαν τα ξηραμένα απίδια, σαν πιο ευαίσθητα, δεν
ικανοποιούσαν εκείνες τις συνθήκες υγιεινής διαφύλλαξης, που θα μας επέτρεπαν να τα
χρησιμοποιήσουμε και για δική μας χρήση. Η τεχνική μας της συντήρησης έφθανε μέχρις
εκεί. Ας είναι, κάποτε κάποιοι φωτισμένοι συμπολίτες μας να καταφέρουν να αναδείξουν
αυτές τις μέθοδες αποστείρωσης και συντήρησης σε μια συστηματική σύγχρονη
βιοτεχνική παραγωγική επένδυση.
Παρασκευή του τραχανά
Η παρασκευή του τραχανά ήταν μια κατ’ εξοχήν καλοκαιρινή δραστηριότητα που
γινόταν στον τόπο του παραθερισμού. Ξεκινούσε από της πρώτες μέρες που ανεβαίναμε
στο πύργο. Ένα μεγάλο «κουμλί» Αγιασσώτικο, με το στόμιό του σκεπασμένο με το
χαρακτηριστικό πήλινό του καπάκι ή (λόγω σπασίματος) με μια «φαντή» πεσέτα δεμένη
στο περιστόμιό του, και τοποθετημένο σε μια γωνιά του σπιτιού, ήταν συνήθως το δοχείο
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 65
συλλογής του γάλατος, που μας τροφοδοτούσαν οι δυο κατσίκες μας. Ό,τι γάλα
περίσσευε από την καθημερινή χρήση, αφού τόβραζε η μητέρα μου, τόρριχνε στο
κουμλί, όπου είχε φροντίσει προηγουμένως να βάλει και την απαραίτητη μαγιά.
Παληότερα λίγο γιαούρτι χρησιμοποιούνταν για μαγιά. Αλλά παρατηρήθηκε ότι έδινε
μια έντονη ξυνίλα στον τραχανά που θα γινόταν με τραχανόγαλο που προήρχετο με
μαγιά-γιαούρτι και γι’ αυτό χρησιμοποιούν τις περισσότερες φορές σήμερα μια χούφτα
αλάτι, που την ανακατεύουν (διαλύουν) με το πρωτόγαλα που θα μπεί στο δοχείο
συλλογής, το κουμλί. Στις επόμενες μέρες, η βασική διεργασία που απαιτούσε η
παρασκευή του τραχανόγαλου ήταν το τακτικό ανακάτεμμά του, που έπρεπε να γίνει και
δυο και τρεις φορές τη μέρα ανεξάρτητα αν θα συνοδεύονταν με νέα ρίψη γάλατος ή όχι.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου που συλλέγετο και παρασκευάζετο το τραχανόγαλο,
έπρεπε να προμηθευτούμε και την απαραίτητη ποσότητα «κουρκούτης». Κι αυτινής η
παρασκευή είχε τη δική της τρεχάλα. Η κουρκούτη είναι χοντροαλεσμένο ξανθό σιτάρι.
Εμείς αγοράζαμε το σιτάρι. Αυτό έπρεπε να το αλέσουμε σε κάποιο πετρόλιθο αλεστήρι,
το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά δυο στρογγυλές βαρειές μαρμάρινες πλάκες πάχους
περί τα 10-15 εκατοστά η κάθε μία και διαμέτρου περί τους 40-50 πόντους. Η μια πλάκα
είχε ένα σιδερένιο άξονα γερά στερεωμένο στο κέντρο της κάθετα στο επίπεδό της. Η
άλλη πλάκα εκτός από μια χειρολαβή που είχε στερεωμένη στη περιφέρειά της κάθετη
στο επίπεδό της, είχε ακόμα και μια οπή στο κέντρο της αρκετά φαρδύτερη από το πάχος
του σιδερένιου άξονα της άλλης πλάκας. Η πλάκα με την οπή τοποθετούνταν πάνω από
την άλλη πλάκα κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο άξονα της μιας να περνά μέσα από την οπή
της άλλης. Έτσι, με την βοήθεια της χειρολαβής της, η πάνω πλάκα μπορούσε να
περιστραφεί γύρω από τον άξονα της κάτω πλάκας, που λόγω του βάρους της έμενε
ακίνητη. Το σιτάρι αλέθονταν με το τριψιμό του ανάμεσα στις δυό πλάκες, μια διεργασία
που τη βοηθούσε πολύ το βάρος και η σκληρότητα των μαρμάρινων πλακών. Σ’ ένα
τέτοιον λιθόμυλο καταφεύγαμε για να αλέσουμε το σιτάρι και να κάνουμε την
κουρκούτη.
Ένα τέτοιο λιθόμυλο είχε ο αείμνηστος Μιχάλης Κριτζάς που έκανε την έξοχή του
τέσσαρα-πέντε κτήματα πιο πέρα από το δικό μας προς την περιοχή του Αγίου Αντύπα.
Εκεί συνηθίζαμε και πηγαίναμε για να αλέσουμε το σιτάρι μας. Πάντα ευπρόδεκτοι από
τον κυρ Μιχάλη και την κυρά Αμερσούδα. Με την βοήθειά τους και με προσοχή
απλώνανε μια μεγάλη μεσάλα κάτω από τον λιθόμυλο, και πέρναμε θέση για την
διαδικασία του αλέσματος. Το σιτάρι το ρίχναμε λίγο-λίγο στην οπή της πλάκας απ’
όπου και διαχέονταν σ’ ολόκληρο το επίπεδο ανάμεσα στις δύο πλάκες, καθώς
περιστρέφαμε την πάνω πλάκα με την βοήθεια της χειρολαβής της. Το αλεσμένο σιτάρι,
έβγαινε σιγά-σιγά από την περιφέρεια των πλακών. Έπρεπε να είχε το κατάλληλο
μέγεθος κόκκων και να ήταν όσο το δυνατόν ομογενές. Γι’ αυτό, αν δεν ήταν
ικανοποιητική η ποιότητα του αλεσμένου σιταριού, μ’ ένα πρόχειρο κοσκίνισμα
ξεχωρίζαμε το χοντροτριμμένο (χοντροαλεσμένο) σιτάρι, το οποίο και περνούσαμε για
μια ακόμη φορά από ένα καινούργιο άλεσμα. Η όλη διαδικασία ήταν αρκετά κοπιαστική
και πολύωρη, πάντοτε συνάρτηση της ποσότητας του σιταριού που θα αλέθαμε.
Μια πιο εύκολη λύση για την παρασκευή της κουρκούτης ήταν το άλεσμα του σιταριού
(επί πληρωμή) στον βιομηχανικό αλευρόμυλο του Πλωμαριού, που ευρίσκετο στη θέση
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 66
Ταρσανά λίγο πιο πέρα από την Αγία Παρασκευή. Σ’ αυτή τη λύση καταφεύγαμε όταν
ύστερα από χρόνια εγκαταλείψαμε την εξοχή της Άμαξος και μέναμε στο Πλωμάρι
ολογυρίς το χρόνο.
Με το που μαζεύονταν η απαραίτητη ποσότητα του τραχανόγαλου, έπρεπε να
παρασκευαστεί ο τραχανάς. Η διαδικασία απλή αλλά χρονοβόρα. Στήναμε το τρίποδο
πάνω από τη ξυλοφωτιά και πάνω σ’ αυτό τοποθετείτο ένας καλογανωμένος τσεντερές
με το τραχανόγαλο που αφήνονταν να βράσει σε μέτρια φωτιά και συνεχές ανακάτεμα.
Χαρακτηριστική ήταν η «κουτάλα» του ανακατέματος. Είχε τη μορφή μια
«κουπανίδας», σαν κι αυτής που χρησιμοποιούσαν για να κτυπούν τα «τσάντζαλα», που
έπλυναν στα πλυσταριά του χωριού ή με το τρεχούμενο νερό του ποταμού. ∆εν είχε τα
χαρακτηριστικά της κουτάλας και μάλλον μπορώ να πώ ότι πιο πολύ έμοιαζε με ρόπαλο
του κρίκετ (cricket bat). Το βράσιμο συνεχίζονταν επί πολύ ώρα και όσο αυτό
συνεχιζόταν τόσο και πιο προσεκτικά γινόταν το ανακάτεμα από το φόβο και «πιάσει» το
γάλα. Καθρέπτης και πυκνόμετρο εμπειρικό της κατάστασης του βρασμού ήταν η ίδια η
κουτάλα του ανακατέματος. Απλά με το που βγάζαμε την κουτάλα έξω από το γάλα
ύστερα από ένα ανακάτεμα, διαπιστώναμε το πόσο πυκνό είχε γίνει, λόγω «χωνέματος»
από τον βρασμό, το τραχανόγαλο, από την εικόνα της ροής του πάνω στη κουτάλα.
Έπρεπε να γίνει αρκετά πυκνόρευστο, να μη «τρέχει» πάνω στην κουτάλα αλλά να
«στέκει» πάνω σ’ αυτή. Κι όταν πια το βράσιμο του τραχανόγαλου έφθανε στο τέλος
του, το κατεβάζαμε από το τρίποδο μακριά από τη φωτιά για να ρίξουμε αμέσως σ’ αυτό
τη κουρκούτη ανακατεύοντάς την με την κουτάλα.
Συνήθως ένα κιλό κουρκούτη προς πέντε κιλά τραχανόγαλου ήταν η δοσολογία που
ακολουθείτο.
Το ανακάτεμα της κουρκούτης ήθελε γερά μπράτσα ιδίως όταν άρχιζε να ολοκληρώνεται
η προσθήκη της κουρκούτης στο βρασμένο και «χωνεμένο» τραχανόγαλο. Το
αναλάμβαναν οι μεγαλύτεροι. Κι εμείς όμως, που καμωνόμασταν τους μεγάλους, δεν
μπορούσαμε να μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια. Αναλαμβάναμε το πρώτο στάδιο του
ανακατέματος και μόλις άρχιζε να «κολλά» η κουτάλα και να μη μπορεί να προχωρήσει
το ανακάτεμα, παραδίναμε το τελείωμά του σε κάποιο μεγαλύτερο. Ο τραχανάς πια ήταν
έτοιμος. Καυτός ακόμη, έπρεπε να μείνει στον τσεντερέ για να κρυώσει. Και αυτό ήταν
το στάδιο που απολάμβαναν μικροί και μεγάλοι. Ήταν η ώρα που θα δοκιμάζαμε τον
τραχανά. Μ’ ένα καθαρό κληματόφυλλο στο χέρι, που χρησιμοποιούνταν σαν μικρό
πιατάκι, «κοπιάζαμε» στον ζεντερέ για να κεραστούμε λίγο ζεστό τραχανά, ξελιγωμένοι
από την πολύωρη αναμονή της παρασκευής του και την υπέροχη ευωδιά του. Ήταν μια
θεσπέσια λιχουδιά που την χαιρόμασταν το πολύ δυο φορές κάθε καλοκαίρι.
Το επόμενο στάδιο της παρασκευής του τραχανά το αναλάμβανε η γιαγιά μου η
Σουλτάνα. Τον μετάγγιζε σε μια πήλινη μεγάλη πιατέλα και τον άφηνε μέχρι το επόμενη
 Το επόμενο στάδιο της παρασκευής του τραχανά το αναλάμβανε η γιαγιά μου η
Σουλτάνα. Τον μετάγγιζε σε μια πήλινη μεγάλη πιατέλα και τον άφηνε μέχρι το επόμενο
πρωινό, μια και το βράσιμο του τραχανόγαλου γινόταν τις απογευματινές ώρες. Το πρωί,
με την ανατολή του ήλιου, την έβρισκες στην «αστρατσιά» του σπιτιού (στο μπαλκόνι)
να μεταλλάσσει την μάζα του τραχανά σε καλαίσθητες «χάχλες», χρησιμοποιώντας για
φόρμα το εξωτερικό της σφιγμένης γροθιάς της. Έτσι η «χάχλα» έπαιρνε το σχήμα μια
μικρής αυγοειδούς κουπίτσας με αρκετά λεπτό τοίχωμα, ένα σχήμα που βοηθούσε στην
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 67
αποξήρανσή της πότε με το κοίλο της και πότε με το κυρτό μέρος στραμμένο προς τον
ήλιο. Μια-μια τοποθετούσε η γιαγιά τις «χάχλες» της πάνω σε μεγάλες σανίδες, που
στηρίζονταν στη κουπαστή του μπαλκονιού, στρωμένες με καθαρές μεγάλες μεσάλες.
Εκεί θα έμεναν για λίγες μέρες για να αποξηρανθούν στον ήλιο πολύ καλά, χωρίς
υπολείμματα όποιας υγρασίας. Ήταν απαραίτητο να γίνει αυτό για να μπορέσουν να
αποθηκευτούν με σιγουριά οι θρυμματισμένες «χάχλες» του τραχανά μέσα σ’ ένα από
τους σοφράδες που είχαμε για το σκοπό αυτό. Η μόνη φροντίδα κατά τις μέρες της
αποξήρανσης ήταν να κρατάμε τα πουλιά μακρυά από τον τραχανά, που τον εύρισκαν
τόσο νόστιμο, ώστε να διακινδυνεύουν συχνές προσγειώσεις πάνω στα τραχανοσάνιδα.
Απ’ όλη τη διαδικασία της παρασκευής του τραχανά, δύο πράγματα μου έκαναν μεγάλη
εντύπωση. Το πρώτο ήταν η σύλληψη της τεχνικής της μακρόχρονης συντήρησης ενός
τόσου ευαίσθητου προϊόντος, όπως είναι το γάλα. Και το δεύτερο, η άριστη αποθήκευσή
του σε υπαεριζόμενους σοφράδες, που διατηρούσαν άσβεστη την ευωδιά του
φρεσκοαποξηραμένου τραχανά. Μπροστά σ’ αυτές τις δυο ανθρώπινες επινοήσεις,
έμοιαζαν να ωχριούν τα σύγχρονα μέσα συντήρησης και αποθήκευσης.
Συλλογή αμύγδαλων
Η συμπλήρωση της οικογενειακής «κομπάνιας» συνεχίζονταν με το μάζεμα των
αμύγδαλων και των καρυδιών. Πρώτα τα αμύγδαλα προς τα μέσα Αυγούστου κι ύστερα
τα καρύδια στις αρχές του Σεπτέμβρη.
Γύρο από τον πύργο υπήρχαν μεγάλες και μικρές μυγδαλιές δυο τρεις από τις οποίες
ήταν από τα κόπια του παππού μου Αντώνη. Είχαν γίνει δένδρα ολόκληρα που
συμμετείχαν στο σκίασμα της αυλής. Ήταν όμως τις πιο πολλές φορές λιγόκαρπες και τα
λιγοστά αμύγδαλα που έκαναν, τα διαχειρίζονταν με μαεστρία οι συμπαραθερίζοντες
αρουραίοι και οι νυφίτσες. Για μας τα πολύ λιγοστά αμύγδαλα που μας έμεναν, τα
βάζαμε σημάδι βελτιώνοντας την επίδοσή μας στη σφεντόνα. Οι μυγδαλιές όμως αυτές
μας προμήθευαν την πολύτιμη «γόμα» τους, το πηγμένο στα πληγωμένα κλαδιά
κεχριμπαρένιο δάκρυ τους, που χρησιμοποιείτο ευρύτατα για το μαλάκωμα του
κρυολογημένου λαιμού κατά το χειμώνα. Η γιαγιά μου η Σουλτάνα ήταν φανατική
συλλέκτρια αυτής της γόμας και βλέπαμε να αστράφτει το πρόσωπό της από χαρά όταν
τις φέρναμε κομμάτια γόμας που μαζεύαμε από τις μυγδαλιές που συναντούσαμε στις
περιπλανήσεις μας στα διάφορα κτήματα. Για μας, αυτή η συλλογή της γόμας ήταν μια
πρώτης τάξεως δικαιολογία για να σκαρφαλώνουμε στις μυγδαλιές συναγωνιζόμενοι
ποιος θα φθάσει ψηλότερα και εάν ήταν δυνατόν στην κορυφή τους. Προσωπικά, με
μάγευε η δυνατότητα μιας περισκοπικής παρατήρησης από την κορυφή ενός δένδρου,
καμουφλαρισμένος με τη φυλλωσιά του, καμώμενος τον λοκατζή στρατιώτη αλλά και
τους γνωστούς μου ελαιοραβδιστάδες. Μυγδαλιές, ελαιόδενδρα, πεύκα και κάθε λογής
δένδρο ήταν για μένα μια πρόκληση, ένα καινούργιο εγχείρημα. Έτσι μ’ αυτές τις
αναρριχήσεις μαθαίναμε τόσα άλλα που κρύβουν οι ψηλές και πυκνές φυλλωσιές.
Βρίσκαμε φωλιές πουλιών, και γρήγορα μάθαμε να τις προστατεύουμε. Αποκτήσαμε
απρόσμενη εμπειρία από σφηκοφωλιές και νοιώσαμε πολλές φορές το κεντρί της
σφίγγας που νόμισε ότι θα της κάνουμε κακό. Και δος του τρεχάματα στο σπίτι για τις
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 68
πρώτες βοήθειες: λίγη αμμωνία, και στην έλλειψή της, ένα κομμάτι ντομάτας για να
πάρει τον πρώτο πόνο. Με τις αναρριχήσεις μου έμαθα ακόμη ότι και τα ελαιόδενδρα
δακρύζουν κι αυτά όπως οι μυγδαλιές σε πολύ μικρότερη κλίμακα από αυτές και ότι το
δάκρυ της ελιάς θεωρείται σαν ένα από τα πιο εύωσμα λιβάνια πράγμα που γοήτευε τη
μητέρα μου.
Μυγδαλιές όμως είχαμε και σε άλλα κτήματα καθώς και μια πολύκαρπη μπροστά στο
σπίτι μας στο Πλωμάρι, που κυρίως αυτή μας προμήθευε τα μύγδαλα της χρονιάς. Αλλά
λόγω της μεγάλης ανάπτυξής της, δημιούργησε προβλήματα στα γειτονικά μας σπίτια
πράγμα που ανάγκασε τον πατέρα μου να την κόψει.
Τα αμύγδαλα, όπως και οι εληές έπρεπε να ραβδιστούν για να συλλεγούν. Το ράβδισμα
έπρεπε να γίνει στον κατάλληλο χρόνο, που τον καθόριζε η εποχή κατά την οποία τα
αμύγδαλα άρχιζαν να ανοίγουν σαν ράμφη πτηνού τις εξωτερικές κάψες τους και να
προβάλλουν το καστανόξανθο εσωτερικό περίβλημά τους. Όσα αμύγδαλα μαζεύαμε τα
φέρναμε στον πύργο όπου στρωνόμασταν μικροί και μεγάλοι στο ξεφλούδισμά τους,
στην αφαίρεση δηλαδή της πρασινοκίτρινης κάψας τους που μόλις είχε αρχίσει να
ανοίγει το στόμα της για να ξεπροβοδίσει τον καστανόξανθο καρπό στο ταξίδι του. Μετά
την αφαίρεση της πρασινοκίτρινης κάψας τους, τα αμύγδαλα έπρεπε να απλωθούν στον
ήλιο για να στεγνώσουν, να ξεραθούν, πράγμα απαραίτητο για να μη μουχλιάσουν κατά
την φύλλαξή τους. Κι αυτό βέβαια, για όσα προλάβαιναν να ξεραθούν, μια και τα νωπά
ακόμη αμύγδαλα ήταν πάντα ένας γευστικός πειρασμός, που σου άφηνε μια αλλοιώτικη
νοστιμάδα όταν αφαιρούσες τη πικράδα της εσωτερικής φλούδας τους όπως κάτι
παρόμοιο διαπιστώνει κανείς και με τα ξερά αμύγδαλα όταν ξεφλουδιστούν αφού
αφεθούν για λίγο χρόνο σε χλιαρό νερό. Θυμάμαι τη χαρά του πατέρα μου, όταν του
προσφέραμε αποφλοιωμένες φρέσκες αμυγδαλοπαπούδες σαν συνοδευτικό μεζέ του
πρωινού ή απογευματινού του καφέ.
Συλλογή καρυδιών
Για τη συλλογή των καρυδιών το σκηνικό ήταν πολύ διαφορετικό. Και τούτο γιατί είχαμε
αρκετές και μεγάλες καρυδιές που πάντοτε μας φίλευαν με ικανοποιητική παραγωγή.
Όταν ερχόταν η ώρα της συλλογής, όλη η οικογένεια ήταν παρούσα. Όλοι κατεβαίναμε,
αμέσως μετά τον πρωινό καφέ, στο μικρό μας κηπάριο, που φιλοξενούσε τις καρυδιές,
που συνόρευε με την κοίτη της λαγκαδιάς στις πρόποδες του κτήματός μας και αμέσως
ξεκινούσε το ράβδισμα των καρυδιών. Είχαμε τη καλή τύχη να έχουμε στην οικογένεια
μας ένα από τους καλλίτερους μάστορες του ραβδίσματος, τον ∆ημήτρη Κουτλή.
Εφοδιασμένος με μικρές και μεγάλες τέμπλες, που θα χρησιμοποιούσε ανάλογα με την
ανάγκη του ραβδίσματος, ανέβαινε σε κάθε καρυδιά για να τη απογυμνώσει από όλα της
τα καρύδια. Η χαρά η δική μου ήταν να ξετρυπώνω κάνα κρυμμένο στις φυλλωσιές
καρύδι και να του φωνάζω: Να κι άλλο ένα εκεί, πιο κεί, και τα τοιαύτα, καμαρώνοντας
για τις επισημάνσεις μου. Και να τρέχω να ανταποκρίνομαι στα κελεύσματα του
ραβδιστή δίνοντάς του πότε τη μικρή και πότε τη μεγάλη τέμπλα ανάλογα με την
περίπτωση.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 69
Αν τύχαινε να ραβδίζεται κάνα πλούσιο σε καρύδια κλαδί μιας καρυδιάς, τότε γινόταν
σωστό πανηγύρι. Τα καρύδια έπεφταν σαν χοντρό χαλάζι στο έδαφος, βομβαρδίζοντας
όσους τύχαινε να τα μαζεύουν στο μέρος εκείνο. Και δώστου να τρέχουμε να
αποφύγουμε κάνα κτύπημα στο κεφάλι, και δώστου να ξεφωνίζουμε στα ωχ αυτών που
«άρπαζαν» κατακέφαλα τις καρυδοριπές. Και γινόταν όλος αυτός ο σαματάς γιατί δεν
είχαμε την υπομονή να περιμένουμε να τελειώσει πρώτα το ράβδισμα κι ύστερα να
αρχίσουμε το μάζεμα των καρυδιών. Μας παρακινούσε ο συναγωνισμός που είχαμε για
το ποιος θα μαζέψει τα περισσότερα καρύδια και το γεγονός ότι προσπαθούσαμε να
εκμεταλλευτούμε τις ευκολομάζωχτες και πλουσιότερες σε ραβδισμένα καρύδια
περιοχές.
Κι αυτή ήταν η εύκολη όψη του μαζέματος. Τα δύσκολα άρχιζαν μετά, όταν τέλειωνε το
ράβδισμα, και έπρεπε να βγούμε στο λαγκάδι για να το ερευνήσουμε σπιθαμή προς
σπιθαμή για καρύδια που έπεφταν σ’ αυτό, μέσα στα ξηρά τα πλατανόφυλλα, στους
κισσούς και στις μικρές και μεγάλες «βατσνιές» (αγριόβατους), που πάντα δέσποζαν και
στις δυο όχθες της λαγκαδιάς. Μ’ ένα μικρό ξύλο στο ’να χέρι και με την καλαθίδα στ’
άλλο, άρχιζε το στάδιο αυτό που ήταν και το συναρπαστικότερο μια και εκεί μπορούσε
να φανεί η καπατσοσύνη του καθένα μας και η συναδέλφωσή του με τις πραγματικές
δυσκολίες της αγροτικής ζωής. Εκεί μπορούσες να καταλάβεις και να συμβιβαστείς με το
ρόλο κάθε φυτικής ύπαρξης και κάθε δυσκολίας. Εκεί μπορούσες να δεις τη «βατσνιά»
σαν ξεχωριστό κόσμημα της λαγκαδιάς και να ανεχτείς τα αγκαθωτά κλωνιά
(«τσαγκούνια») της κι όταν ακόμη προσπαθούσες να ξετρυπώσεις μέσα απ’ αυτά ένα
κρυμμένο καρύδι. Και όπως είναι φυσικό, μια τέτοια ομαδική εργασία είχε και μια καλή
οικολογική συνεισφορά. Καθαρίζονταν το λαγκάδι από κάθε λογής ξερά κλαδιά,
κλαδεύονταν οι «βατσνιές» της κοίτης, μαζεύονταν τα πλατανόφυλλα για να καούν με τα
πρωτοβρόχια. Μακρυά απ’ τη σύγχρονη λύση των φυτοφαρμάκων που πεθαίνουν κάθε
λογής ζωής, φυτικής και ζωικής, απειλώντας με μεγάλες πιθανότητες και τη ζωή τη δική
μας.
Παράλληλα μαζεύαμε και όλα τα χλωρά πράσινα καρυδόφυλλα που έπεφταν θύματα της
τέμπλας. Ήταν μια από τις λιχουδιές που αποζητούσαν οι κατσίκες και τα μεγάλα ζώα
(γαϊδούρια και μουλάρια). Κυρίως όμως τα καρυδόφυλλα τα προορίζαμε για τις κατσίκες
μας, μια και η ύπαρξη των καρυδόφυλλων μας έβγαζε για λίγες μέρες από το κόπο να
αναζητήσουμε την απογευματινή-βραδυνή τροφή τους (κάποιο πλούσιο κισσό, κάποιο
πλατανόκλαδο, κάνα κλαδί ελιάς, κλπ). Γι αυτό ήταν και ιδιαίτερη η σημασία που δίναμε
στο μάζεμά τους, παρά τη κούραση της καρυδοσυλλογής. Τα καρυδόφυλλα τα
στοιβάζαμε μέσα σε σακιά για ελιές και τα παίρναμε στον πύργο. Μαζεύαμε ακόμα κι
όλα τα ξερά καρυδόκλαδα που έσπαγαν με το ράβδισμα αφήνοντας πίσω μας το κηπάριο
πιο καθαρό απ’ ό,τι το βρήκαμε πριν το ράβδισμα. Και πάλι, τίποτε δεν έμενε
ανεκμετάλλευτο!
Το μάζεμα των καρυδιών τελείωνε με το κουκολόϊ. Πάλι με την καλαθίδα στο ’να χέρι κι
μ’ ένα ξύλο-ανιχνευτή στο άλλο, παίρναμε μια γύρα το κηπάριο και τη λαγκαδιά και τους
παραπλήσιους χώρους για να μαζέψουμε ό,τι άλλο είχε απομείνει αφήνοντας στις
νυφίτσες («γαλιές») μόνο εκείνα τα καρύδια, που δεν θα έπεφταν στην αντίληψή μας. Κι
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 70
όταν τέλειωνε και το κουκολόϊ, άρχιζε η μεταφορά των καρυδιών στο πύργο με τη
βοήθεια των μουλαριών που, άντεχαν το βαρύ φορτίο και την ανηφοριά του δρόμου.
Στο πύργο, άρχιζε η διαδικασία του καθαρισμού των καρυδιών από το εξωτερικό
πράσινο περίβλημά τους. Στη διπλανή της αυλής πεζούλα, αδειάζονταν λίγα-λίγα τα
τσουβαλιασμένα καρύδια και μικροί-μεγάλοι παίρναμε θέση γύρω από το σωρό μ’ ένα
μαχαίρι στο χέρι καθισμένοι είτε σ’ ένα από τα μικρά καρεκλάκια μας είτε κατάχαμα
πάνω σε καμιά στρωμένη κουρελού. Ανάλογα με την παραγωγή που είχαμε, και από το
πόσο ώριμα ήταν τα καρύδια, το καθάρισμα μπορούσε να κρατήσει αρκετές μέρες. Κι
έπρεπε να γίνει το συντομότερο δυνατό για να μείνει ασπρακάτη η ψύχα των καρυδιών
και να αποφευχθεί μια ενεδρεύουσα μούχλα.
Ενδεικτικό της συνεισφοράς μας στο καθάρισμα των καρυδιών ήταν η ένταση της
μαύρης βαφής (το στύψιμο) που άφηναν οι φλοιοί των καρυδιών στο μεγαλύτερο μέρος
της παλάμης μας, αυτής κυρίως που διαφέντευε το μαχαίρι. Κι εμείς, που το είχαμε πάρει
είδηση αυτό, δώστου και τρίβαμε τα δάχτυλά μας με καρυδότσουφλα (καρυδόφλοιους)
και δείχνοντάς τα, δώστου να κοκορευόμαστε για την απόδοση της δικής μας
συνεισφοράς στο καθάρισμα. Με τη δεύτερη μέρα κιόλας, οι παλάμες μας είχαν πάρει
νέγρικη απόχρωση, κυρίως από το μέσα μέρος των. ∆εν έμεινε, παρά να διατηρήσουμε
το χρώμα αυτό στα χέρια μας για λίγο καιρό, (μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου), για να το
δείχνουμε στους συμμαθητές μας με το άνοιγμα των σχολείων, που δεν ήταν και πολύ
μακριά.
Τα καθαρισμένα από το πράσινο περίβλημα καρύδια απλώνονταν αμέσως για ξήρανση
στον ήλιο, πάνω σε τσουβάλια, στα πιο «λιακά» μέρη των πεζούλων γύρω από τον
πύργο. Εκεί θα ’μεναν αρκετές μέρες ώσπου να αποξηρανθούν καλά για να μπορέσουν
να αποθηκευτούν με ασφάλεια. Μόνη έγνοια μας ήταν μια πιθανή βροχή, που δεν έπρεπε
να επηρεάσει την αποξήρανση. Περιττό να πω, ότι για πολλές μέρες τόσο τα φρέσκα
καρύδια, όσο και τα ημίξερα, ήταν ένα πρώτης τάξεως μικρο-έδεσμα (σνακ !) σε
οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και το απαραίτητο συνοδευτικό του απογευματινού καφέ
του πατέρα μου.
Κι ενώ συνεχίζονταν το καθάρισμα των καρυδιών, πότε με τον πατέρα μου και πότε
μόνος μου, αλλά πάντα με την συνοδεία του ∆ημήτρη Κουτλή, πηγαίναμε και σε άλλα
κτήματα όπου είχαμε μια ή δυο καρυδιές για να τις ραβδίσουμε. ∆εν έπρεπε να πάει
χαμένο ούτε ένα καρύδι. Ήταν όμως και μια ευκαιρία να επιθεωρήσουμε και άλλα
κτήματά μας και να εκτιμήσουμε τις καλλιεργητικές ανάγκες τους. Για παράδειγμα, στην
Κάτω-Άμαξο, λίγο πιο κάτω από τον Ταξιάρχη, είχαμε δυο-τρείς «φυντάνες» (νέες
καρυδιές) στο κάτω μέρος του κτήματος δίπλα στη λαγκαδιά καλά περιφραγμένες από το
υπόλοιπο κτήμα, το οποίο αφήναμε στη βοσκή των ζώων μας μια και υπήρχε πλούσια
μάννα νερού σ’ αυτό. Η περίφραξη των καρυδιών, δημιουργούσε μια λωρίδα κατά μήκος
της λαγκαδιάς που προσπαθήσαμε να την εκμεταλλευτούμε φυτεύοντας εκεί μεγάλο
αριθμό από λεύκες. Ήταν η χαρά μας, κάθε φορά που πηγαίναμε εκεί, να τις ποτίζουμε,
να τις κλαδεύουμε, να καθαρίζουμε τον γύρο χώρο τους. Η ύπαρξη των καρυδιών ήταν
μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να γίνουν κι αυτές οι δουλειές και να καθαριστεί η μάννα
του νερού. Αυτή η χαρά μας με τα μικρά λευκάρια όμως δεν κράτησε για πολύ. Πρόλαβε
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 71
κάποιος γάϊδαρος της ελεύθερης βοσκής να τα κάνει μεζεδάκι του παραβιάζοντας την
περίφραξη στην οποία κάποιος ασυνείδητος περαστικός ή κυνηγός είχε καταφέρει να
αφήσει μια ευκολοδιάβατη «αμπασιά». Επέζησαν, όπως θυμάμαι δυο-τρία λευκάρια από
τα εκατό που είχαμε φυτέψει. Και αυτά τα τρία κατάφεραν να ανδρωθούν, να ψηλώσουν
και να μας θυμίζουν και κάποιες άλλες δυσκολίες της αγροτικής ζωής, που έγιναν
περισσότερο έντονες με την κατάργηση της αγροφυλακής.
Άλλες αγροτικές δραστηριότητες
Η πιο μακρινή από τις επισκέψεις μας σε άλλα κτήματα ήταν αυτή προς την Μέσουνα, τα
Βουρνά και τη Σεδούντα, όπου είχαμε κτήματα. Για την παιδική μου ηλικία, αυτή η
εξόρμηση ήταν μια δύσκολη αλλά και συναρπαστική εμπειρία κάθε φορά που έπρεπε να
συμμετάσχω σ’ αυτήν. Και τούτο γιατί με συνέπαιρνε η «έφιππη» αυτή αποστολή
καβάλα σ’ ένα από τα αγαπημένα μου μουλάρια, τον «Καστάνη» ή την «Ψαρή»
διασχίζοντας μεγάλες αποστάσεις μέσα από γνωστά και άγνωστα ημιονικά μονοπάτια
που ξεκινούσαν από τον πύργο μας, συνεχίζοντας προς τις Σπίδες και το Χωριό, την
περιοχή του «Κλά» την κατηφόρα του «Ψωριάρη», την Αγία Αικατερίνα και τελικά στην
ευρύτερη περιοχή Μέσουνας-Σεδούντας. Αλησμόνητες εμπειρίες για μια-δυο καλαθίδες
καρύδια (με τα «φλούδια» τους) και μια λίστα από το τι πρέπει να γίνει εδώ και τι εκεί.
Για το αν είχε αρκετή «αφατσιά» για θέρισμα, που έπρεπε να γίνει πριν τα πρωτοβράχια
και να αποθηκευτεί σαν εναλλακτική με το άχυρο τροφή των ζώων· για το αν είχαν εληές
τα κτήματα· αν ήθελαν χοντρό «καθάρισμα» ή όχι (μια και το ψιλό καθάρισμα
αφήνονταν στα ζώα της ελεύθερης βοσκής που έκαναν καλή δουλειά)· για το αν υπήρχε
ανάγκη διόρθωσης της περίφραξης στα «σωθίρια»· αν έπρεπε να επιδιορθωθούν
«χαλάστεριες» κλπ κλπ. Ήταν μια αμοιβαία συναλλαγή με τα κτήματά μας, της
προσφοράς εκ μέρους των και της ανταπόδοσης από τη δική μας πλευρά. Έτσι λειτουργεί
η φύση. Ανταποδοτικά θα έλεγε κανείς. Εγώ θα διαφωνήσω όμως μ’ αυτό. Νομίζω ότι
μάλλον η φύση ανταποδίδει με το παραπάνω το σεβασμό μας προς αυτήν. Και ευχαριστώ
το Θεό, που είχα την ευκαιρία να το δώ αυτό, να το νοιώσω, να το αποτυπώσω και να το
σεβαστώ . Η μικρή μου αυτή εμπειρία με την αγροτική ζωή, στα πρώτα χρόνια της ζωής
μου, νομίζω ότι με εφοδίασε μ’ ένα από τα καλλίτερα πτυχία των σπουδών μου και μ’
ένα βασικό όπλο για τη μετέπειτα ζωή μου. Με έκανε να δώ πιο εύκολα αυτή την
συναλλαγή να καθρεπτίζεται μέσα από κάθε δραστηριότητα της μετέπειτα ζωής μου. Στο
σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στον εργασιακό χώρο, στις κοινωνικές δραστηριότητες.
Απλά, η επαφή με την αγροτική ζωή σε μικρή ηλικία είναι μία από τις πιο πρακτικές και
αποδοτικές μέθοδες διδασκαλίας για μια «επιστήμη» που δεν διδάσκεται στα σχολεία και
δεν μαθαίνεται διαβάζοντας κάποιο επιστημονικό σύγγραμμα.
Η συμπλήρωση της οικογενειακής «κομπάνιας» μας περιελάμβανε και τη συλλογή
κουκουτζέλων, υλικού πολύ χρήσιμου, ίσως και μοναδικού, για το προσάναμμα μετά το
δαδί. Σε αρκετά από τα κτήματά μας βρίσκονταν μεγάλα πεύκα, μερικά από τα οποία
κατάφεραν να επιζήσουν και από τη μετέπειτα μεγάλη πυρκαγιά του 1987. Έτσι, σε
κάθε εξόρμησή μας δεν παραλείπαμε να κουβαλάμε μαζί μας και κάποια «τριμμένη
μπούρδα» μέσα στην οποία μαζεύαμε τις κουκουτζέλες. Αυτές, μαζί με τα αμαξώτικα
(ξυλο)κάρβουνα που αγοράζαμε, συμπληρώνανε ένα μέρος των «ενεργειακών αναγκών»
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άμαξο» 72
του νοικοκυριού μας. Το άλλο κομμάτι συμπληρώνονταν με τα ξύλα του κλαδέματος των
ελαιοκτημάτων μας, που γινόταν μετά το λιομάζεμα και λίγο πριν την ανθοφορία της
ελιάς.
Αυτό που έμεινε βαθειά τυπωμένο στο μυαλό μου, παρά τις νεανικές βαρυγγομιές, λόγω
της συνεχούς, πολύπλευρης και πολλές φορές εξαντλητικής εργασίας, είναι η εκτίμησή
μου για γι’ αυτά που μας έδιδε το κτήμα. Για την οικονομία των αγαθών. Τίποτε δεν
πήγαινε χαμένο. Ούτε χορτάρι γης που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει μια άθελη δασική
ή αγροτολιβαδική πυρκαγιά. Ζώα και άνθρωποι συμμεριζόμασταν τα αγαθά του
κτήματος με μια αμοιβαία κατανόηση και συνεργασία, που μας συναδέλφωνε και μας
συμφιλίωνε.
Η κομπάνια μας συμπληρωνόταν με τον τρύγο και την παρασκευή του κρασιού της
χρονιάς. Ο τρύγος δεν ήταν όμως για μας μια δραστηριότητα που λάμβανε χώρα στην
εξοχή. Γινόταν πιο ύστερα μετά την κάθοδό μας στο Πλωμάρι. Και τούτο γιατί τις μεν
πρώιμες ποικιλίες των σταφυλιών τις κόβαμε όσο είμασταν ακόμη στο βουνό για δική
μας χρήση, ενώ τα υπόλοιπα σταφύλια, που περιελάμβαναν μαύρα κρασοστάφυλλα,
βάψες και ροζακιά, και ποικιλίες φερμένες με μεράκι από τα λιμάνια της απέναντι
ανατολής, ήταν αυτά που προορίζαμε για το οικογενειακό κρασί και τα τρυγούσαμε
συνήθως την πρώτη βδομάδα του Οκτωβρίου
 
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 73
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Τα «διουχταρέλια»
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 74
Πρωτοβρόχια
Το κλίµα της ζωής στην εξοχή άλλαζε µε το πλησίασµα του χρόνου επιστροφής στο
χωριό. Ετοιµασίες της κοµπάνιας µας, η θύµηση από τους µεγάλους, ότι όπου νάναι
ανοίγουν τα σχολεία, δηλητηρίαζαν σιγά-σιγά το ήρεµο και ανέµελο κλίµα των πρώτων
εβδοµάδων. Η αλλαγή αυτή επισφραγίζονταν µε το πρωτοβρόχι, που συνεπές στο
ραντεβού του, έκαµε την εµφάνισή του περί τα τέλη Αυγούστου ή τις αρχές του
Σεπτεµβρίου. Και µ αυτό, η εικόνα του βουνού άλλαζε πλήρως. Η ψύχρα γινόταν
αισθητή το πρωί και το βράδυ, η ζακέτα απαραίτητη τις ώρες αυτές κι η κουβέρτα
µόνιµα στο κρεβάτι µας.
Μα δεν ήταν µόνο αυτά που σηµάδευαν την αλλαγή. Το δυνατό πρωτοβρόχι, άλλαζε
όλη την καθηµερινή εικόνα που είχαµε συνηθίσει. Μετά τη βροχή, και το υπέροχο
αίσθηµα της βρεγµένης γης, έβλεπες γύρο σου όλα σε µια παράταξη γιορτινή. Οι ελιές
λαµποκοπούσαν στον ήλιο, οι πέτρες των ξηρολιθιών άστραφταν αντανακλώντας τον
ήλιο που φαινόταν πιο λαµπερός, πιο κοντά µας. Και το χώµα, χαραγµένο από τους
ορµητικούς παραχειµάρους άλλοτε βαθειά κι άλλοτε επιφανειακά, να επιδεικνύει τη ροή
που θα ακολουθούσαν τα χειµωνιάτικα ρυάκια στο δρόµο τους προς την λαγκαδιά· τις
πλαγιές που θα διάβρωναν στο διάβά τους, που θα γινόντουσαν δυσκολοδιάβατες για
πεζούς και για ζώα. Ήταν µια άλλη εικόνα, που ξεδιπλώνονταν µπροστά σου και που
ένοιωθες να ζεί µια αλλοιώτικη ηρεµία, µια νιρβάνα που προετοιµάζονταν να ζήσει τον
ερχοµό του καινούργιου, αυτού που θα πρασίνιζε σε λίγες βδοµάδες τις γύρο πλαγιές για
να καλωσορίσει τα βυζανιάρικα κατσικάκια και τους «κυνηγούς» των χόρτων του
βουνού.
Το πρωτοβρόχι καθόριζε και ένα άλλο σύνολο µικρο-δραστηριοτήτων µια και δρούσε
καθοριστικά πάνω στα διάφορα βότανα και µυρωδικά του βουνού. Το φασκόµηλο, το
δενδρολίβανο, το µπιτόνικο, η ρίγανη κι η θρύµπη ξεπλένονταν µε το νερό της βροχής
και λαµποκοπούσαν φρεσκάδα και ζωντάνια. ∆εν έµενε παρά να στεγνώσουν για λίγες
µέρες στον ήλιο για να αρχίσουµε να ασχολούµαστε και µε την συλλογή και αποθήκευσή
τους για τις ανάγκες του σπιτιού. Κόβαµε, µεγάλες ποσότητες από αυτά µια και υπήρχαν
αυτοφυή σε πολλά από τα κτήµατά µας και είχαµε και αρκετές παραγγελιές από
γνωστούς και φίλους. Κυρίως προτιµούσαµε να τα µαζεύουµε από κτήµατα και µέρη
στα οποία δεν είχαν πρόσβαση τα ζώα για µεγαλύτερη καθαριότητα. Κόβαµε το
φασκόµηλο (ή/και το δενδρολίβανο ή/και το µπιτόνικο) προσεκτικά, σε µικρά κλωνάρια,
σαν να το κλαδεύαµε, χωρίς να το ξερριζώνουµε (όπως κάνουν σήµερα πολλοί
αυτόκλητοι εραστές των βοτάνων του βουνού, που µόνη έννοια έχουν την ικανοποίηση
των αναγκών τους αδιαφορώντας για τους κόπους και τις φροντίδες αυτών που τα
έφεραν και τα ανάπτυξαν στα κτήµατά τους - και δυστυχώς αυτό συµβαίνει και µε το
µάζεµα των χόρτων, ραδικών, σβρουνιών, κλπ)· το µαζεύαµε σε µικρά δεµάτια, που τα
δέναµε µ ένα ευλύγιστο γερό χορτάρι που βρίσκαµε εκεί κοντά στο µέρος που φύονταν.
Τα δεµάτια, έπρεπε να αποξηρανθούν σε ευάερο και σκιερό µέρος για να αποθηκευτούν
µε ασφάλεια, έτοιµα για χρήση κυρίως τον χειµώνα.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 75
Η ρίγανη κι η θρύµπη είχαν λίγο διαφορετική επεξεργασία. Έπρεπε πρώτα να
ξεχωρίσουµε τις ανθοφορούσες «κορφές» από το υπόλοιπο κοτσάνι τους που θα
τέλειωνε την διαδροµή του στο πύρωµα του φούρνου µας. Μετά, πάνω στο καθαρό
τραπέζι, άρχιζε το τρίψιµό των «κορφών» µέσα στις παλάµες µας. Όσο πιο τραχύ ήταν το
δέρµα της παλάµης µας, τόσο πιο άνετα και πιο γρήγορα γινόταν το τρίψιµο. Ήταν κι
αυτή µια απ τις δουλειές που σ άφηνε να αξιολογήσεις µε θαυµασµό το γεροδεµένο και
σκληραγωγηµένο χέρι του αγρότη, το βασικό εργαλείο του, για όλες τις αγροτικές
δουλειές. Λεπτεπίλεπτα χεράκια δεν µπορούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της
αγροτικής ζωής ακόµη και για το τρίψιµο της ρίγανης που φάνταζε στη περίπτωση αυτή
σαν ανθός γαϊδουροάγκαθου. Με τη σειρά της ο ψιλοτριµµένος ανθός της ρίγανης (ή της
θρύµπης) καλά καθαρισµένος από τους µικρούς και µεγάλους µίσχους (σ αυτό
βοηθούσε και ένα πέρασµα από κατάλληλο κόσκινο) απλώνονταν για µια-δυο µέρες (σε
ανήλιο µέρος) για το τελευταίο στέγνωµα και τέλος αποθηκεύετο σε καθαρά γυάλινα
βαζάκια. Άλλα από αυτά αφορούσαν τις παραγγελιές και άλλα την δική µας χρήση.
Άνοιξη στην Άµαξο.
Τα πρωτοβρόχια, εκτός από το σηµάδεµα της αρχής του τέλους της εξοχής, έκαναν πιο
ελκυστικό ένα περίπατο κατά µήκος της λαγκαδιάς, µια πρόσθετη πρόφαση για την
µητέρα µου να πεταχτεί µέχρι την Αηδονίατισα ή τον Άη-∆οντά για να ανάψει τα
κανδήλια τους. Κι ήταν για µας ένας τέτοιος περίπατος µια αφορµή να µαζέψουµε τα
πρώτα «διουχταρέλια» (κυκλάµινα) που φοβισµένα ξεπρόβαλαν σε κάποια κουφώµατα
στις βάσεις των παραποτάµιων ξηρολιθιών ή σε προστατευµένες περιοχές της λαγκαδιάς.
Το πανηγύρι της Παναγιάς της Αηδονιάτισας
Κι όµως, το πρωτοβρόχι ήταν και µια θύµηση του ερχοµού του µεγάλου πανηγυριού της
Άµαξος. Του πανηγυριού της Αηδονάτισας, που µάζευε όλους τους Αµαξιώτες και
πολλούς προσκυνητές από το Παλαιοχώρι και το Καµµένο-Χωριό σε µια γιορτή
ευχαριστηριακή προς το Θεό, που µας αξίωνε και πάλι να ζήσουµε τις χαρές του βουνού,
αλλά και παρακλητική για να ξαναβρεθούµε και τον άλλο χρόνο πάλι όλοι µαζί.
Το πανηγύρι της Αηδονιάτισας είχε ιδιαίτερη σηµασία για την νεολαία της Άµαξος, γιατί
η νεολαία επιφορτιζόταν ένα µεγάλο µέρος της προετοιµασίας του ναού, όπως το
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 76
κουβάληµα του νερού από τη διπλανή πηγή του Παλαιολόγου για το πλύσιµο της
εκκλησιάς αλλά και για την προπαρασκευή του ασβέστη τσίµιζµα») για το ασβέστωµα
όχι µόνο του εσωτερικού χώρου της Παναγιάς, αλλά και του εξωτερικού του ναού, των
γύρο πεζούλων, του κάτω µέρους των κορµών των γύρο λιόδεντρων, του πρίνου και του
κυπαρισσιού της Παναγιάς. Έπρεπε, πριν το ασβέστωµα, να καθαρισθούν µε τις
τσουγκράνες οι γύρο πεζούλες, που θα υποδέχονταν τους πολυπληθείς προσκυνητές και
θα τους πρόσφεραν τον απαραίτητο χώρο όπου θα µπορούσαν να απλώσουν τα
«χραµέλια» τους και να ξεκουραστούν. Οι πιο µεγάλοι της νεολαίας ανελάµβαναν να
φέρουν «µυρσινιές» µε τις οποίες στόλιζαν την εξωτερική είσοδο του ναού καλύπτοντας
όλο το κούφωµα της πόρτας µέ ισόπαχο κορµό-στεφανιού από µυρσινιές. Οι πιο µικροί
σκορπιζόµασταν στους γύρο µπαχτσέδες για να γυρέψουµε λουλούδια και βασιλικούς µε
τα οποία και θα στολίζαµε τα εικονίσµατα του τέµπλου. Τέλος, οι Αµαξιώτισες γυναίκες
φρόντιζαν να έχουν έτοιµες πεντακάθαρες και καλοσιδερωµένες τις κεντηµένες µε
µεράκι «ποδιές» του εικονοστασίου αλλά και τα καλύµµατα µε τα οποία «έντυναν» τις
κόγχες του ιερού βήµατος όπου θα τελούνταν η Θεία Ευχαριστία.
Όλα ήταν έτοιµα αργά µετά τη δύση του ήλιου. Πόρτες και παράθυρα έκλιναν, ανάβανε
τα καντήλια και λίγο λιβάνι καµωµένο από µαγιάτικα τριαντάφυλλα καίγοντας ένωνε την
µαγευτική ευωδιά του µε αυτή της µέρσινας και του βασιλικού σε µια σιωπηλή προσευχή
και συνάµα παράκληση προς στη Παναγιά την φύλακα και προστάτιδα της Άµαξος.
Την επαύριο πρωί-πρωί, καβάλα στο γαϊδουράκι του, ερχόταν ο παπάς από το Καµµένο-
Χωριό µε την συνοδεία του καντηλανάφτη του, που εκτελούσε και χρέη ψάλτου αλλά
και επιτρόπου υπεύθυνου για τα κεριά και για τα λάδια που έφερναν οι πιστοί για το
άναµµα των καντηλιών. Πλήθος από «λειτουργίες» και άρτους πρόδιδε µια ευηµερούσα
περιφέρεια χωρίς κανένα σηµάδι για τον µαρασµό στον οποίο έµελε να περιέλθει ύστερα
από µια-δυο δεκαετίες. Κι όσο ανέβαινε ο ήλιος, τόσο και πλήθαιναν οι πανηγυριώτες
που κατέφθαναν πεζή ή µε τα υποζύγιά τους από τις γύρο «εξοχές» και τα χωριά. Πολλοί
από τους άρρενες προσκυνητές έρχονταν µε την κυνηγετική τους στολή, τα όπλα και τα
κυνηγετικά σκυλιά τους, συνδυάζοντας τον εκκλησιασµό τους µε µια βόλτα κυνηγιού
µπας και βγάλλουν κάνα ορτύκι ή καµµιά πέρδικα, που ήταν άφθονες στην περιοχή.
Άλλωστε, λίγα χιλιόµετρα πιο πέρα από την Άµαξο, στην Παρακλησσιά, η Παναγιά, που
γιορτάζει την ίδια µέρα µε την Παναγιά την Αηδονιάτισσα, είναι γνωστή και σαν
«Αρτικού» ή «Αρτικοπαναγιά» υποδηλώνοντας ότι η περίοδος του πανηγυριού της είναι
αυτή κατά την οποία «πέφτουν» τα ορτύκια.
Ο χώρος γύρο από την Παναγιά, µε τις ευρύχωρες και «καµπίσιες» πεζούλες του,
προσφερόταν για ένα άνετο «πάρκινγκ» των υποζυγίων κοντά στο κορµό κάποιας ελιάς.
Στις πιο κοντινές του ναού πεζούλες στρώνονταν «χραµέλια» στις άκρες των πεζούλων
κι εκεί µπορούσαν να ξαποστάζουν οι γεροντότεροι µια και τα καθίσµατα ήταν λιγοστά
κι οι πάγκοι ανύπαρκτοι. Κι εκεί γύρο από τους χώρους αυτούς της ξεκούρασης
σχηµατίζονταν µικρά και µεγάλα πηγαδάκια προσκυνητών που είχαν ήδη προλάβει να
ανάψουν ένα κερί στη χάρη της Παναγιάς και τώρα απολάµβαναν τις κοινωνικές
φιλοφρονήσεις.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 77
Με το τέλος της λειτουργίας ακολουθούσε η αρτοκλασία, που άλλοτε γινόταν µέσα κι
άλλοτε έξω, στον περόβολο του ναού, και τέλος εψάλετο επιµνηµόσυνη δέηση για την
ανάπαυση των κεκοιµηµένων Αµαξιωτών και όχι µόνο. Και µε το «δι ευχών» γέµιζε
ζωντάνια όλος ο χώρος, µε χειραψίες και χαιρετισµούς που συνόδευαν τα «Χρόνια
Πολλά» και τα κεράσµατα πήγαιναν κι έρχονταν. Κι όταν καταλάγιαζε αυτό το
πανδαιµόνιο της χαράς, πολλοί κατευθύνονταν προς το καφενείο της κυρά-∆έσποινας για
ένα καφέ και λίγο κρύο νερό. Πολλοί ήσαν κι εκείνοι που αποδέχονταν τη πρόσκληση
των παραθεριστών της Άµαξος να περάσουν το υπόλοιπο της µέρας τους κοντά των, στο
πύργο των. Οι ντόπιοι µερακλήδες συνέχιζαν την παρεούλα τους στο καφενείο της
∆έσποινας, και σιγά-σιγά όταν πια στέγνωναν τα κουπάκια του καφέ τους, έβαζαν και
ένα πενηνταράκι για να χαιρετήσουν την επέτειο. Και σιγά-σιγά το ένα πενηνταράκι
έφερνε το άλλο για να αρχίσει το τραγούδι και να κληθεί η Παληοχωριανή µουσική και
να συνεχιστεί το γλέντι µέχρι αργά το βράδυ.
Άλλες θρησκευτικές εκδηλώσεις
Το πανηγύρι της Αηδονιάτισας συναγωνίζετο σε αίγλη και κοσµοσυροή αυτό του Αη
Γιάννη, στα Φλίπια, που γιορτάζεται στις 29 Αυγούστου προς τιµή και ανάµνηση της
αποτοµής της κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόµου. Ακόµη και σήµερα το
πανηγύρι αυτό είναι πόλος έλξης για πολλούς προσκυνητές από τα γύρο χωριά µια και
υπάρχει πρόσβαση (µέσω αγροτικών δρόµων) µέχρι το εκκλησάκι µε αυτοκίνητο τόσο
από το Καµµένο-Χωριό όσο και από τον εθνικό δρόµο Πλωµαρίου Ακρασίου µέσω
παρόδου στο ύψος του «Πεύκου του Λουβιάρ».
Τέλος, ένα άλλο πανηγύρι, που µάζευε όλους τους Αµαξιώτες, ήταν του Αγίου
Ευσταθίου. Αυτό το πανηγύρι είναι από τα νεώτερα της περιοχής, µια και
πρωτογιορτάστηκε το 1958 µετά την ανακαίνιση του παρεκκλησίου των Ταξιαρχών και
κατόπιν συναφιέρωσής του και προς τιµήν του Αγίου Ευσταθίου. Με το τρόπο αυτό
θέλησαν οι Αµαξιώτες να γιορτάζουν την ολοκλήρωση της παραθεριστικής περιόδου,
µια και για τους περισσότερους αυτή συνέβαινε να συµπίπτει µε το άνοιγµα των
δηµοτικών σχολείων στις 20 Σεπτεµβρίου.
Εκτός από τα τρία αυτά πανηγύρια, του Αη Γιάννη στα Φλίπια, της Αηδονιάτισας και
του Αγίου Ευσταθίου στην Άµαξο, ένα έθιµο που διατηρήθηκε µέχρι τις µέρες µας ήταν
η τέλεση λειτουργίας και στα εξωκκλήσια που δεν γιόρταζαν τους καλοκαιρινούς µήνες.
Έπρεπε κι αυτά να λειτουργηθούν και ως εκ τούτου να καθαριστούν, να ασβεστωθούν,
να τιµηθούν. Μ αυτό το σκεπτικό αλλά και λόγω κάποιου τάµατος, τελούντουσαν και
λειτουργίες στον Άγιο Αντύπα και στο µικρό εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου του
Προδρόµου της Άµαξος καθώς και στο εξωκκλήσι των Αγίων Ταξιαρχών στην Κάτω-
Άµαξο.
Το εκκλησάκι του Αη Γιάννη του Προδρόµου της Άµαξος κτίσθηκε (σύµφωνα µε τις
σωζόµενες πληροφορίες) από την γιαγιά µου, Ειρήνη Αντωνίου Μαµάκου (το γένος
Ταταλιά). Ανακαινίσθηκε το 1956 µε χρήµατα οµογενών από την Ν. Αφρική κυρίως των
οικογενειών Μαµάκου και συγγενών µε επίβλεψη του πατέρα µου. Τα µετέπειτα χρόνια
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 78
το εκκλησάκι συντηρούταν µόνο ως προς τα απαραίτητες επιδιορθώσεις (φτειάξιµο της
σκεπής και των κεραµιδιών, της πόρτας, συντήρηση των τοίχων κλπ). Και αυτή ήταν η
µοίρα όλων των εξωκκλησιών, που ήταν αποτέλεσµα της δυσπραγίας όλης της περιοχής
Πλωµαρίου. Τελευταία όµως, ένας άνεµος ανακαίνισης έπνευσε στην περιοχή της
Άµαξος και όλα τα εξωκκλήσια της είναι χαρά οφθαλµών, διατηρούµενα καθαρά και
καλοσυντηρηµένα. Με εσωτερική διακόσµηση, µε σύγχρονες αγιογραφίες εικόνες»)
τοίχου τόσο στον κυρίως ναό όσο και στο άγιο βήµα. Με καινούργιους σκεπούς και κατά
το πλείστον µε καρφωτό κεραµίδι έτσι ώστε να αποφεύγονται οι ζηµιές από τα ατσίδια,
που είναι µια πραγµατική πληγή για τα κεραµίδια του παληού τύπου, που συναντάς σ
όλους τους παληούς πύργους και ντάµια της περιοχής. Σήµερα τα εξωκκλήσια της
Άµαξος (συµπεριµαβανοµένης και της Κάτω Άµαξος), είναι µικρές οάσεις ψυχής, όπου
µπορεί κανείς να ανάψει ένα κερί και να νοιώσει τό άγγισµα µιας ανείπωτης ηρεµίας,
που την ζωντανεύουν τα αηδόνια της Αηδονιάτισας, τα κοσσύφια των ρεµατιών, και τα
αµέριµνα πουλάκια της γύρο περιοχής συµπαρασύροντάς σε, σε µια συµπροσευχή και
συν-δοξολογία του Μεγάλου ∆ηµιουργού.
Το νεοανακαινισµένο εκκλησάκι των Ταξιαρχών στην Κάτω Άµαξο.
Άµαξος πενήντα χρόνια µετά
Πέρασαν τα χρόνια. Το ταξίδι της επιστροφής µου στην Άµαξο, σαν µια καινούργια
Οδύσσεια, δεν έχει τελειωµό. Ίσως γιατί προσπαθώ ακόµα να βρω τα σηµάδια που
άφησα τόσα χρόνια πριν· όσα δεν θάφτηκαν κάτω από την άσφαλτο του «εθνικού»
δρόµου Πλωµαριού-Αµπελικού· όσα δεν παραποιήθηκαν βάναυσα από τους πρόχειρους
αγροτικούς δρόµους που ανοίχτηκαν άναρχα εδώ κι εκεί· όσα δεν κρύφτηκαν στα
ρουµανιασµένα και διαβρωµένα από τη βροχή δυσκολοδιάβατα πια µονοπάτια της
εξοχής· όσα δεν µαντρώθηκαν µε περιφράξεις σύγχρονες µε «τέλες» και «αγκλάγια».
Ίσως γιατί, ερχόµενος πια µε το αυτοκίνητό µου µέχρι και το κτήµα του πύργου µας δεν
προλαβαίνουν να ξεδιπλωθούν στο αυτοκινητο-διάβα µου οι συµπιεσµένες στην µνήµη
µου παιδικές µου αναµνήσεις· γιατί δεν µπορώ έτσι να αφουγκραστώ το καλωσόρισµα
των αηδονιών, το θρόϊσµα των πλατάνων της λαγκαδιάς. Και µόνο όταν αφήνω πια το
αυτοκίνητο µου και παίρνω την ανηφόρα για το πύργο και το κτήµα, αρχίζω να ψηλαφώ
ένα-ένα τα σηµάδια που έµειναν ανεξίτηλα στο χρόνο, άλλοτε θαµµένα σε
καταγκρεµισµένες πεζούλες χαλάστεριες»), άλλοτε σε σάπιους πασάλους περίφραξης,
άλλοτε στο µισογκρεµισµένο φούρνο µας, στον παραµεληµένο πύργο µας, στο
ερειπωµένο τζάκι της αυλής µας. Κι άλλοτε πάλι, τα βρίσκω ζωντανά στο ψηλόκορφο
κυπαρίσσι που είχα φυτέψει µε τον πατέρα µου πάνω από τον πύργο µας, στον πεύκο που
αναστήσαµε µε τον αδερφό µου, στα αποµεινάρια της αυγοσυκιάς που σκίαζε την
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 79
κρεββατοκάµαρα της γιαγιάς, στον κάγκελο όπου υποδεχόµουνα και γλύκαινα τα
µουλάρια και τα γαϊδούρια µας µε τα περισσεύµατα των φρούτων και λαχανικών. Αυτά
εδώ δεν τάγγιξε ο χρόνος. Σε καλούν να πάρεις την «γκατσουρίδα», να την κάνεις
µπαστούνι σου και µε τη βοήθειά της να ανέβεις την απότοµη πλαγιά, να κόψεις ένα
σύκο, να κόψεις µια κορφή ρίγανης να την σιγοτρίψεις µαλακά λίγο στη παλάµη σου και
να µεθύσεις από την ευωδιά της. Και ακοµη, να κατέβεις προς στο µπαχτσέ, να βρεις
κανένα αποµεινάρι δαµάσκηνο ή ροδάκινο, να περιχυθείς το χυµό τους και µετά, να
τρέξεις στη «µάννα» του νερού να ξεπλυθείς και να σβύσεις τη δίψα σου.
Η Άµαξός µου είναι εδώ, έτοιµη να νεκραστηθεί. Έτοιµη να υποδεχτεί τον επισκέπτη
της, τα παιδιά της. Έτοιµη να φιλοξενήσει νέα κοπάδια από πέρδικες και αηδόνια για να
γιορτάσουν µαζί µου µια καινούργια αρχή. Έτοιµη να δεχτεί την προστασία µου από τα
κάθε λογής φυτοφάρµακα, λύµµατα και αλόγιστη χρήση των αγαθών της. Έτοιµη να
δεχτεί τον εθελοντή αγροφύλακά της, που θα τη βοηθήσει να γίνει και πάλι µια όαση
ψυχικής ανάτασης και σωµατικής ξεκούρασης.
Σε µια βουνοπλαγιά στην Άµαξο κατά την Άνοιξη.
Η Άµαξός µου είναι παντού, σε κάθε βουνό της περιφέρειας του Πλωµαριού. Είναι
ακόµα ανέγγιχτη από τον τουρισµό, ξεχασµένη από τους ανθρώπους αλλά ακόµη
θεοφύλλακτη, παρθένα. Περιµένει το καθένα µας, να µας φιλοξενήσει και να
συµµεριστεί µαζί µας τις οµορφιές της και τ αγαθά της. ∆εν µένει παρά να το
τολµήσουµε να την ερωτευτούµε.

Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 80
Άη Γιάννης: Άµαξος 2010
Τόχουµε πια καθιερώσει. Κάθε καλοκαίρι, που µαζευόµαστε οι σκορπισµένοι φίλοι όπου
γης και σµίγουµε µε τους φίλους και γνωστούς µας, αυτούς που στάθηκαν πιο τυχεροί
και µένουν µόνιµα στο χωριό µας, δίνουµε το ραντεβού µας στον Άη Γιάννη, στη Άµαξο.
Σε µια θεία λειτουργία, σ ένα ευχαριστήριο προσκύνηµα και µια κοινωνική συνεύρεση
στον µικρό περίβολο-πεζούλα, του Άη Γιάννη της Άµαξος στη δροσιά των δύο-τριών
πεύκων που τον συντροφεύουν. Η διαδικασία της µάζωξής µας απλή. Ορίζεται η
ηµεροµηνία του προσκυνήµατος, αφού εξασφαλίσουµε την διαθεσιµότητα του ιερέα της
ενορίας του Αγίου Νικολάου Πλωµαρίου, και στόµα µε στόµα µεταδίδεται η πληροφορία
και η πρόσκληση µεταξύ γνωστών και φίλων. Η προετοιµασία, κι αυτή απλή. Λίγα
αναψυκτικά, µπουκάλια εµφιαλωµένου νερού καλά στιβαγµένα σέ µια ψυγειοτσάντα
(coolbag) εφοδιασµένη µε τις κατάλληλες παγοκύστες. Ένα µικρό καµινέτο υγραερίου,
ένα µπρίκι κι ένα κουταλάκι του γλυκού, ζάχαρι και καφές Ελληνικός και λίγα
κουλουράκια από τον φούρνο ή το ζαχαροπλαστείο είναι όλα κι όλα τα εφόδια µας. Σ
αυτά δεν ξεχνώ να προσθέσω και το πρόσφορο για τη θεία ευχαριστία αλλά και πέντε
«άρτους» για την καθιερωµένη αρτοκλασία. Το πρόσφορο και οι άρτοι πρέπει να
παραγγελθούν στον φούρνο την προηγουµένη και κάποιος από µας αναλαµβάνει αυτή
την υποχρέωση. Τις περισσότερες φορές, οι «λειτουργίες» (τα πρόφορα) αλλά και οι
«άρτοι» είναι περισσότεροι µια και πολλοί θέλουν προσφέροντάς τα να εκφράσουν την
τιµή, την ευχαριστία και την δέησή τους στον Άη Γιάννη.
Το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου στην Άµαξο
Το πρωί, τη µέρα του προσκυνήµατος, παρέες-παρέες, µε τα ΙΧ µας (τα σύγχρονα
γαϊδουράκια και µουλάρια µας), µαζευόµαστε στον Άγιο και αφού παρκάρουµε κοντά
στο εκκλησάκι, ανηφορίζουµε την όχι και τόσο ευκαταφρόνητη πλαγιά, που το χωρίζει
από τον ασφαλτοστρωµένο δρόµο. Με το «ευλογητός», οι καλλίφωνοι αναλαµβάνουν το
ψαλτήρι, ενώ άλλοι εκτελούν χρέη καντηλανάφτη και επιτρόπου σε µια συλλογική
προσπάθεια, που βγαίνει αυθόρµητα απ όλους τους συµµετέχοντες, µικρούς και
µεγάλους. Σιγά-σιγά το ψαλτήρι αρχίζει και συνοδεύεται από όλο και περισσότερο µέρος
του εκκλησιάσµατος και παίρνει τη µορφή µια οµαδικής χορωδίας που εκτελεί µε
πραγµατική µαεστρία το χειρουβικό, τα λειτουργικά και το κοινωνικό σου Σακελαρίδη
σε ήχο πλάγιο τέταρτο. Η ατµόσφαιρα κατανυκτική, που σε κάνει να σ αγγίζουν οι ευχές
που διαβάζει ο ιερέας και να νοιώθεις το µεγαλείο της κοινωνίας ζωντανών και
πεθαµένων.
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 81
Με το τέλος της θείας λειτουργίας, της αρτοκλασίας και της µνηµόνευσης των
κεκοιµηµένων, η προαύλιος πεζούλα του ναού παίρνει τη µορφή ενός σαλονιού σε
γιορτινή εκδήλωση. Οι καφέδες, τα αναψυκτικά και τα νερά συνοδεύουν τον άρτο, τα
κόλυβα και τα κουλουράκια σεκοντάροντας τις συζητήσεις µεταξύ µας, που µας
επιτρέπουν µια φρέσκια αλληλοενηµέρωσή µας και την κοινοποίηση των
προβληµατισµών µας οι περισσότεροι των οποίων αφορούν το Πλωµάρι µας, τα
οικογενειακά µας, τη γενικότερη κατάσταση. Συγχρόνως όµως, ανανεώνουµε και το
επόµενο ραντεβού µας και τις ελπίδες µας για το κάτι καλλίτερο για το τόπο µας και για
όλους µας. Είναι αυτό το ραντεβού που θα µας κρατά σε συνεχή εγρήγορση για
ολόκληρο χρόνο, µέχρι την επόµενη επίσκεψή µας στο Πλωµάρι.
Άµαξος, καλοκαίρι-2009 : SOS
Μεσ σε λαγκάδι έκλαψα
και µούπε έν αηδονάκι
σώπα βρε µερακλίδικο
έχω κι εγώ µεράκι.
(Ανωνύµου)
Σε αντίθεση µε ό,τι έκανα κάθε καλοκαίρι, φέτος η βόλτα µου στην Άµαξο ήταν
βιαστική µια και η παραµονή µου στο Πλωµάρι ολιγοήµερη. Η βόλτα µου ήταν
«προσκυνηµατική» στα «’µέτερα» για ένα δρόσισµα ψυχής και πνεύµατος, για µια
επαναβεβαίωση του έρωτά µου µε τα µέρη των παιδικών µου βιωµάτων. Αφού άναψα
ένα κερί στην Αηδονιάτισα, µε το αυτοκίνητο προχώρησα σιγά-σιγά πιο µέσα προς το
κτήµα µας. Πήγα πρώτα κατ ευθείαν προς τον Άγιο ∆οντά (Άγιο Αντύπα) να ανάψω
ένα κερί στη χάρη του αλλά και να δω τα αποτελειώµατα του εξωκκλησιού αυτού µετά
την ολοκληρωτική καταστροφή που του επεφύλαξε το καταπλάκωµά του από το πέσιµο
του πεύκου που είχε τόσα χρόνια δίπλα του, στον περίγυρό του.
Η χαρά µου για την επιµεληµένη αναστήλωση του παρεκκλησιού, αµαυρώθηκε από την
εικόνα που είδα κατά µήκος της λαγκαδιάς από την Αηδονιάτισα µέχρι τον Άγιο ∆οντά.
Οι καρυδιές λιγοστές, οι πιο παληές εδώ και αρκετό καιρό ξηραµένες, και τα πλατάνια,
µικρά και µεγάλα όλα ανεξαιρέτως, κιτρινιασµένα λες και βίωναν ένα πρώιµο
φθινόπωρο. Στα πρόθυρα της ξηρασιάς και του αφανισµού τους παρά τα όχι-και-κακά
επίπεδα βροχής που είχαµε εφέτος στην περιοχή.
Με µιας, σκέψεις ανάκατες µε θυµό και οργή µου αλλάζουν τη διάθεση και χαρά της
επίσκεψής µου. Θυµήθηκα την παρόµοια κατάσταση που αντιµετώπισα µε τις καρυδιές
µας το 1979, όταν τις έβλεπα να ξηραίνονται η µια µετά την άλλη χωρίς κάποια προφανή
αιτία. Τότε, για να λύσω τον γρίφο αυτό της καταστροφής, πήρα χώµα κοντά από τις
ρίζες της κάθε καρυδιάς και το έστειλα για εξέταση στο Ίδρυµα Μπενάκη στην Αθήνα. Η
απάντηση που πήρα µε διαβεβαίωνε ότι η ξήρανση των καρυδιών οφείλετο στην
τοξικότητα του εδάφους. Η ανάκληση αυτής µου της εµπειρίας, µε κάνει να σκεφτώ ότι
Αντώνη Ν. Ανδριώτη, «Επιστροφή στην Άµαξο» 82
φέτος φαίνεται να είχαµε µια αύξηση της τοξικότητας, για να συµπεριλάβει και τα
πλατάνια της λαγκαδιάς. Ίσως να είναι πράγµατι αυτός ο λόγος. Αλλά αυτή η σκέψη δεν
µε καθησυχάζει. Κι άλλες σκέψεις περνούν από το µυαλό µου. Μήπως άραγε έχει πιάσει
πάτο ο υδροφόρος ορίζοντάς της περιοχής από τα χιλιοτρυπήµατά της εδώ κι εκεί;
Μήπως άραγε υπάρχει κάποια χωµατερή που µπορεί να επηρέασε την περιοχή; Μήπως
τα χίλια-δυο ραντίσµατα µαζί µε τα αγριόχορτα αρχίζουν τώρα να κατατρώγουν και τα
στολίδια της λαγκαδιάς; Μήπως τα γύρο λύµµατα; Μήπως… (που τελειωµό δεν έχουν).
Ένα είναι σίγουρο. Ότι τα πλατάνια µε το κιτρίνισµά τους στέλνουν ένα SOS µήνυµα
σωτηρίας προς όλους µας. Μας ικετεύουν να τα βοηθήσουµε. Κι εγώ µε τη σειρά µου να
παρακαλέσω τους αρµόδιους φορείς να διερευνήσουν το θέµα και να προτείνουν την
λύση του πριν είναι πια αργά. Να ευελπιστώ ότι θα εισακουστώ